Ο Πειραιάς. Η Τρούμπα. Η δεκαετία του 50. Τα μπουρδέλα. Η παρακμή. Η αλλαγή.
Έργο σταθμός στη θεατρική παραγωγή αυτού του τόπου τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού και ταινία ορόσημο η κινηματογραφική μεταφορά του, από τον Βασίλη Γεωργιάδη. Ο Νίκος Μαστοράκης αποφάσισε, έχοντας ως βάση τα παραπάνω, να πλάσει την δική του εκδοχή. Μερικά στοιχεία τα κράτησε, άλλα τα πέταξε, τα διαφοροποίησε, προσέθεσε, αφαίρεσε και παρουσίασε την πολύ καλή παράσταση «Παράνομα Φιλιά-Κόκκινα Φανάρια», που ήδη από τον τίτλο κάνει αισθητή την έννοια της διασκευής.
Το κλίμα είναι εξ αρχής φορτικό λόγω του κατακλυσμένου σκηνικού. Κρεβάτια, τραπέζια, παλιά έπιπλα, μπουκάλια, όλα στριμωγμένα σαν να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Η παράσταση ξεκινάει με τη μαντάμ Παρί, χρόνια μετά, να αναπολεί την περασμένη εποχή των κακόφημων σπιτιών στις γειτονιές του Πειραιά και κάπως έτσι μεταφερόμαστε στο τότε. Στο βάθος μια τριμελής ορχήστρα (αποτελούμενη από τους ηθοποιούς) και δυο καναπέδες, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν εύστοχα αργότερα: κάθε φορά που ένας ηθοποιός/χαρακτήρας έπρεπε να φύγει απ’ τη σκηνή, δεν εξαφανιζόταν αλλά λάμβανε μια θέση εκεί μέχρι την επόμενη ενεργή παρουσία του.
Ο Νίκος Μαστοράκης θέλησε να αποδώσει τη γενικότερη εικόνα του Πειραιά και συγκεκριμένα της Τρούμπας, με την εξαθλίωση, τη σκληρότητα και την αγριότητα που τη συνόδευε, αφήνοντας έτσι στην απέξω κάθε ρομαντικό και λυρικό στοιχείο που ενυπάρχει στο πρότυπο. Στοιχεία όπως ο έρωτας της Ελένης με τον Πέτρο, το παιδί της Άννας, η σχέση της Κατερίνας με τον «γέρο» απουσίαζαν από την παράσταση. Ακόμα και η σκηνή όπου ο έφηβος Άγγελος γνωρίζει για πρώτη φορά την ερωτική επαφή με τη Μαίρη, ήταν ωμή και σύντομη. Σκεπτόμενοι το πιο πάνω, ότι δηλαδή σκοπός ήταν ένα έργο αφιερωμένο συνολικά στον συγκεκριμένο τόπο και την συγκεκριμένη εποχή, τότε έπραξε δικαιολογημένα. Αλλαγή υπήρξε και η σύμπτυξη του χαρακτήρα της Μαίρης με της Άννας, η μετατροπή της Μυρσίνης στην αλβανικής καταγωγής Ζανέτ και η καθαρίστρια Κατερίνα που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που θυμόμαστε.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως ο βίαιος και σάπιος μέχρι το κόκκαλο πατρώνος Μιχαήλος, ήταν άψογος. Αφέθηκε στη σκληρότητα του χαρακτήρα και ο ρόλος του ταίριαζε απόλυτα. Έκπληξη της βραδιά ήταν η προσθήκη του ποιήματος «Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία» (Γιώργος Μαρκόπουλος) προς το τέλος του έργου, με τον Αιμίλιο Χειλάκη να «δίνει ρέστα» κατά την απαγγελία του. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η Φωτεινή Μπαξεβάνη στο ρόλο της Μαντάμ Παρί, με την αυθεντική και εξαιρετική ερμηνεία της. Η Ελισάβετ Μουτάφη ήταν πολύ καλή ως Μαίρη, όπως και η Νίκη Σερέτη στο ρόλο της Ελένης -ιδιαίτερα στις έντονες σκηνές- καθώς και η Μαρσέλα Λένα στο ρόλο της Ζανέτ. Λάτρεψα, όμως, πραγματικά το γνήσιο παίξιμο της Αθηνάς Μαξίμου με το μεθυσμένο βήμα και την παιδική αφέλεια της Μαρίνας που «θα φαρμακωθεί» για τον αγαπημένο της Ντόρη. Τον τελευταίο ερμήνευσε ο Διαμαντής Καραναστάσης και τον ευαίσθητο Καπετάν Νικόλα ο Κώστας Κοράκης. Και οι δυο τους είχαν αρκετά καλές ερμηνείες. Η Καίτη Μανωλιδάκη ήταν υπέροχη στο ρόλο της άκρως αντίθετης, όπως προείπαμε, Κατερίνας. Δεν είδαμε την ταπεινή και λιγομίλητη εκείνη γυναίκα, αλλά ένα χαρακτήρα που έχωνε τη μύτη του παντού και «έβγαζε γλώσσα» προσφέροντάς μας πολύ γέλιο.
Το χιούμορ υπήρξε στοιχείο πολύ έντονο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και φαίνεται πως για τον Νίκο Μαστοράκη ήταν ένας από τους επιμέρους στόχους. Αντισταθμιζόταν, όμως, με σκηνές ωμότητας και ακραίες εικόνες βίας, πετυχαίνοντας έτσι μια ισορροπία στο θέμα αυτό. Η εμφανής αγριότητα, που σχεδόν κυριαρχεί στην παράσταση, αποτύπωσε με ρεαλισμό τις δύσκολες συνθήκες, την παρακμή και την τραχύτητα ενός κόσμου αλλιώτικου και μη ρόδινου, ενός Πειραιά διαφορετικού. Αρκετά τολμηρή, μα όχι άστοχη, ήταν η προβολή του γυμνού, εφόσον έγινε σε εύστοχο σημείο: η αντιμετώπιση των καινούργιων γυναικών από τους πατρώνους ήταν προφανώς όμοια με έλεγχο της ποιότητας του προϊόντος από τον έμπορα.
Αυτό που με προβλημάτισε ήταν η εκτενής χρήση της βωμολοχίας, όχι λόγω πιθανών πουριτανιστικών αρχών -ίσα ίσα που ήταν ρεαλιστικό αφού εδώ δεν μιλάμε για σαλόνια- αλλά επειδή φάνηκε πως σε αρκετές περιπτώσεις κάλυπτε κενά, αντικαθιστούσε διαλόγους που θα μπορούσαν να διατηρηθούν ή να γραφτούν και κέρδιζε χρόνο για μια μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης, φάνηκε δηλαδή σαν μια εύκολη και εύπεπτη λύση. Από το έργο δεν έλειψαν οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που δόθηκαν σε μορφή ειδήσεων μέσω του ραδιοφώνου, ενώ οι φωτισμοί, η μουσική και τα κοστούμια ήταν πολύ καλά. Επιμένω στον πρωτοποριακό και λυτρωτικό μονόλογο του Αιμίλιου Χειλάκη που ήταν από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, όπως και η σκηνή όπου οι γυναίκες γδύνονται με αργό ρυθμό κι έπειτα ξαναντύνονται, σηματοδοτώντας έτσι αφενός το κλείσιμο των σπιτιών και αφετέρου τη μεγάλη αλλαγή που ερχόταν στον Πειραιά.
Συνοψίζοντας, ήταν ένα πολύ καλό εγχείρημα με θετικά στοιχεία. Αποτυπώθηκε μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα της Τρούμπας και μας μετέφερε το κλίμα μιας περασμένης μα τόσο εμβληματικής εποχής. Όμως, με λίγη προσπάθεια ακόμη θα μπορούσε η παράσταση να γίνει πιο ατμοσφαιρική, στοιχείο που ένιωσα να χάνεται ενώ πιστεύω ότι αρμόζει σε μια τέτοια θεματική.
Έργο σταθμός στη θεατρική παραγωγή αυτού του τόπου τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού και ταινία ορόσημο η κινηματογραφική μεταφορά του, από τον Βασίλη Γεωργιάδη. Ο Νίκος Μαστοράκης αποφάσισε, έχοντας ως βάση τα παραπάνω, να πλάσει την δική του εκδοχή. Μερικά στοιχεία τα κράτησε, άλλα τα πέταξε, τα διαφοροποίησε, προσέθεσε, αφαίρεσε και παρουσίασε την πολύ καλή παράσταση «Παράνομα Φιλιά-Κόκκινα Φανάρια», που ήδη από τον τίτλο κάνει αισθητή την έννοια της διασκευής.
Το κλίμα είναι εξ αρχής φορτικό λόγω του κατακλυσμένου σκηνικού. Κρεβάτια, τραπέζια, παλιά έπιπλα, μπουκάλια, όλα στριμωγμένα σαν να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Η παράσταση ξεκινάει με τη μαντάμ Παρί, χρόνια μετά, να αναπολεί την περασμένη εποχή των κακόφημων σπιτιών στις γειτονιές του Πειραιά και κάπως έτσι μεταφερόμαστε στο τότε. Στο βάθος μια τριμελής ορχήστρα (αποτελούμενη από τους ηθοποιούς) και δυο καναπέδες, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν εύστοχα αργότερα: κάθε φορά που ένας ηθοποιός/χαρακτήρας έπρεπε να φύγει απ’ τη σκηνή, δεν εξαφανιζόταν αλλά λάμβανε μια θέση εκεί μέχρι την επόμενη ενεργή παρουσία του.
Ο Νίκος Μαστοράκης θέλησε να αποδώσει τη γενικότερη εικόνα του Πειραιά και συγκεκριμένα της Τρούμπας, με την εξαθλίωση, τη σκληρότητα και την αγριότητα που τη συνόδευε, αφήνοντας έτσι στην απέξω κάθε ρομαντικό και λυρικό στοιχείο που ενυπάρχει στο πρότυπο. Στοιχεία όπως ο έρωτας της Ελένης με τον Πέτρο, το παιδί της Άννας, η σχέση της Κατερίνας με τον «γέρο» απουσίαζαν από την παράσταση. Ακόμα και η σκηνή όπου ο έφηβος Άγγελος γνωρίζει για πρώτη φορά την ερωτική επαφή με τη Μαίρη, ήταν ωμή και σύντομη. Σκεπτόμενοι το πιο πάνω, ότι δηλαδή σκοπός ήταν ένα έργο αφιερωμένο συνολικά στον συγκεκριμένο τόπο και την συγκεκριμένη εποχή, τότε έπραξε δικαιολογημένα. Αλλαγή υπήρξε και η σύμπτυξη του χαρακτήρα της Μαίρης με της Άννας, η μετατροπή της Μυρσίνης στην αλβανικής καταγωγής Ζανέτ και η καθαρίστρια Κατερίνα που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που θυμόμαστε.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως ο βίαιος και σάπιος μέχρι το κόκκαλο πατρώνος Μιχαήλος, ήταν άψογος. Αφέθηκε στη σκληρότητα του χαρακτήρα και ο ρόλος του ταίριαζε απόλυτα. Έκπληξη της βραδιά ήταν η προσθήκη του ποιήματος «Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία» (Γιώργος Μαρκόπουλος) προς το τέλος του έργου, με τον Αιμίλιο Χειλάκη να «δίνει ρέστα» κατά την απαγγελία του. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η Φωτεινή Μπαξεβάνη στο ρόλο της Μαντάμ Παρί, με την αυθεντική και εξαιρετική ερμηνεία της. Η Ελισάβετ Μουτάφη ήταν πολύ καλή ως Μαίρη, όπως και η Νίκη Σερέτη στο ρόλο της Ελένης -ιδιαίτερα στις έντονες σκηνές- καθώς και η Μαρσέλα Λένα στο ρόλο της Ζανέτ. Λάτρεψα, όμως, πραγματικά το γνήσιο παίξιμο της Αθηνάς Μαξίμου με το μεθυσμένο βήμα και την παιδική αφέλεια της Μαρίνας που «θα φαρμακωθεί» για τον αγαπημένο της Ντόρη. Τον τελευταίο ερμήνευσε ο Διαμαντής Καραναστάσης και τον ευαίσθητο Καπετάν Νικόλα ο Κώστας Κοράκης. Και οι δυο τους είχαν αρκετά καλές ερμηνείες. Η Καίτη Μανωλιδάκη ήταν υπέροχη στο ρόλο της άκρως αντίθετης, όπως προείπαμε, Κατερίνας. Δεν είδαμε την ταπεινή και λιγομίλητη εκείνη γυναίκα, αλλά ένα χαρακτήρα που έχωνε τη μύτη του παντού και «έβγαζε γλώσσα» προσφέροντάς μας πολύ γέλιο.
Το χιούμορ υπήρξε στοιχείο πολύ έντονο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και φαίνεται πως για τον Νίκο Μαστοράκη ήταν ένας από τους επιμέρους στόχους. Αντισταθμιζόταν, όμως, με σκηνές ωμότητας και ακραίες εικόνες βίας, πετυχαίνοντας έτσι μια ισορροπία στο θέμα αυτό. Η εμφανής αγριότητα, που σχεδόν κυριαρχεί στην παράσταση, αποτύπωσε με ρεαλισμό τις δύσκολες συνθήκες, την παρακμή και την τραχύτητα ενός κόσμου αλλιώτικου και μη ρόδινου, ενός Πειραιά διαφορετικού. Αρκετά τολμηρή, μα όχι άστοχη, ήταν η προβολή του γυμνού, εφόσον έγινε σε εύστοχο σημείο: η αντιμετώπιση των καινούργιων γυναικών από τους πατρώνους ήταν προφανώς όμοια με έλεγχο της ποιότητας του προϊόντος από τον έμπορα.
Αυτό που με προβλημάτισε ήταν η εκτενής χρήση της βωμολοχίας, όχι λόγω πιθανών πουριτανιστικών αρχών -ίσα ίσα που ήταν ρεαλιστικό αφού εδώ δεν μιλάμε για σαλόνια- αλλά επειδή φάνηκε πως σε αρκετές περιπτώσεις κάλυπτε κενά, αντικαθιστούσε διαλόγους που θα μπορούσαν να διατηρηθούν ή να γραφτούν και κέρδιζε χρόνο για μια μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης, φάνηκε δηλαδή σαν μια εύκολη και εύπεπτη λύση. Από το έργο δεν έλειψαν οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που δόθηκαν σε μορφή ειδήσεων μέσω του ραδιοφώνου, ενώ οι φωτισμοί, η μουσική και τα κοστούμια ήταν πολύ καλά. Επιμένω στον πρωτοποριακό και λυτρωτικό μονόλογο του Αιμίλιου Χειλάκη που ήταν από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, όπως και η σκηνή όπου οι γυναίκες γδύνονται με αργό ρυθμό κι έπειτα ξαναντύνονται, σηματοδοτώντας έτσι αφενός το κλείσιμο των σπιτιών και αφετέρου τη μεγάλη αλλαγή που ερχόταν στον Πειραιά.
Συνοψίζοντας, ήταν ένα πολύ καλό εγχείρημα με θετικά στοιχεία. Αποτυπώθηκε μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα της Τρούμπας και μας μετέφερε το κλίμα μιας περασμένης μα τόσο εμβληματικής εποχής. Όμως, με λίγη προσπάθεια ακόμη θα μπορούσε η παράσταση να γίνει πιο ατμοσφαιρική, στοιχείο που ένιωσα να χάνεται ενώ πιστεύω ότι αρμόζει σε μια τέτοια θεματική.