Απόγευμα Σαββάτου, αφεθήκαμε για περίπου τρεις ώρες σ’ έναν άλλον κόσμο, εκείνον του Τεννεσή Ουίλιαμς: Τον Γυάλινο Κόσμο. Ένα έργο αυτοβιογραφικό, που έγραψε το 1944 αποσκοπώντας στην κάθαρσή του, παίρνει σάρκα και οστά στο θέατρο Εμπορικόν προσφέροντάς μας τροφή για σκέψη και αυτοκριτική, δίνοντάς μας την ευκαιρία να οδηγηθούμε στη δική μας κάθαρση. Μία παράσταση εξαιρετική, καθηλωτική από το πρώτο φως στη σκηνή ως το χειροκρότημα σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. Ερμηνεύουν οι Θέμις Μπαζάκα (Αμάντα), Δημήτρης Καταλειφός (Τομ), Στέλλα Βογιατζάκη (Λώρα), Κωνσταντίνος Γώγουλος (Τζιμ).
Οι τραυματικοί δεσμοί μιας οικογένειας λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μία καθημερινότητα που σε καθηλώνει, σε τραβά και σε αποκόβει από καθετί υγιές. Μία μητέρα, εγκαταλειμμένη εδώ και δεκαέξι χρόνια, δεσποτική, που εθελοτυφλεί και που στο όνομα της ευτυχίας της οικογένειάς της, χρησιμοποιεί κάθε μέσο, θυσιάζοντας τις ζωές όλων. Αυτό είναι το πρέπον στο μυαλό της μητέρας, να παραμερίζεις τον εαυτό σου για την οικογένεια. Μα αυτό δεν μπόρεσε να το ακολουθήσει ο Τομ. Δεν μπόρεσε να αποτελεί επ’ άπειρον στήριγμα για τη μητέρα του, Αμάντα, και την αδερφή του Λώρα. Η Λώρα, τόσο ιδιαίτερη, με ένα μικρό σωματικό μειονέκτημα που στα μάτια της φαινόταν απροσπέλαστο, βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο της οικογένειας. Δεν είχε ενδιαφέρον για τίποτα παρά μόνο για μερικούς γρατζουνισμένους δίσκους και τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια. Τελευταία προσπάθεια της μητέρας ήταν να την παντρέψει με έναν συνεργάτη του Τομ, καθώς όμως το εγχείρημα αυτό δεν πέτυχε, χωρίς καμία σωτηρία, η Λώρα βυθίστηκε στον δικό της γυάλινο κόσμο. Ο αδερφός της, θεωρώντας πως είχε κάνει το καθήκον του για εκείνην, βρίσκοντάς της κάποιον καβαλιέρο, μπορούσε πια να φύγει, όπως ο πατέρας του, ο οποίος υπάρχει μόνο σαν μία φωτογραφία πάνω από το τζάκι. Δεν άντεξε, κανείς στο τέλος δεν άντεξε!
Ένας ψυχοφθόρος γυάλινος κόσμος, διαφορετικός απ’ ό,τι υπάρχει εκεί έξω, δοκιμάζει τις αντοχές σου. Αν δεν βρεις τη δύναμη να αποκοπείς, διαλύεσαι. Κι αν φύγεις, πάντα σε ακολουθούν οι ενοχές και ψάχνεις την κάθαρση, την εξιλέωση. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάντοτε περίπλοκες και συχνά αναζητάς τρόπους και δύναμη να διαχειριστείς τον δικό σου γυάλινο κόσμο. Για να το θέσω καλύτερα: τους δικούς σου γυάλινους κόσμους. Γι’ αυτό το έργο αυτό πάντοτε θα ταράζει, θα ταρακουνά, θα συγκινεί.
Είναι τύχη, λοιπόν, μάλλον ευτυχία, να παρακολουθείς ένα έργο, όπως ο Γυάλινος Κόσμος, με ερμηνείες που σε παρασύρουν. Μία παράσταση καθόλα επιτυχημένη.
Το έργο ξεκινά με τον αφηγητή, που χρόνια μετά έρχεται να μας αφηγηθεί όσα συνέβησαν, να τους δώσει χρώμα και να τα κάνει παράσταση. Η ιστορία της οικογένειάς του ιδωμένη από τη ματιά του παντογνώστη αφηγητή. Ακόμα, οι σκέψεις, οι ιδέες του δημιουργού που αμέσως γίνονται πράξη μπροστά μας. Άλλοτε αφήνει την ιδιότητά του αυτήν στην άκρη και γίνεται ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, ο Τομ. Το παιχνίδι αυτό, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
Όπως επεσήμανε στην αρχή ο ίδιος ο αφηγητής, πρόκειται για ένα έργο μνήμης. Επομένως το σκηνικό δε έχει τόση σημασία. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται με το λιτό μα καθόλου απλό σκηνικό. Κούτες που αποτελούν έπιπλα δεσπόζουν στη σκηνή, κι εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χώρο του διαμερίσματος και με τη βοήθεια των ερμηνειών. Τα αντικείμενα δεν έχουν σημασία. Μόνο, όταν συμβεί κάτι βαρύνουσας σημασίας, όπως το να έρθει ο καβαλιέρος για φαγητό, δίδεται αξία στα αντικείμενα. Προβάλλονται τα έπιπλα, τα λουλούδια, το στόλισμα του σπιτιού, για να κρυφτούν από πίσω η απόγνωση και η αγωνία, η απέραντη δίψα να αλλάξει η τύχη τους, να αλλάξει η ζωή τους προς το καλύτερο.
Οι ερμηνείες απέπνεαν φυσικότητα. Οι ηθοποιοί πρόβαλαν κάθε φορά στοιχεία των προσώπων, όπως αυτά σκιαγραφούνται, χωρίς υπερβολή. Δεν παρακολουθούσαμε για παράδειγμα τη Θέμιδα Μπαζάκα να υποδύεται την Αμάντα. Παρακολουθούσαμε την Αμάντα.
Είναι αλήθεια αξιοθαύμαστο και φαίνεται εύκολο και φυσικό, όταν παρακολουθείς ως θεατής, πώς ένας μεγάλος ηθοποιός αφήνει πίσω του όλη την πορεία του και γίνεται ένα με τον ρόλο που ενσαρκώνει στη σκηνή. Σαν να διαγράφει και να ξεκινά από την αρχή. Κι η Θέμις Μπαζάκα μας εντυπωσίασε με την ικανότητά της αυτή. Όπως μας εντυπωσίασε με την αστραπιαία εναλλαγή των συναισθημάτων , των εκφράσεων, των κινήσεών της. Διαβάζοντας τις κριτικές του κοινού, κάποιος είχε αναφέρει πως αλλάζει πολλά χρώματα. Πολύ εύστοχο σχόλιο. Όντως, από ένα ζωντανό κόκκινο, η Θέμις Μπαζάκα μεταμορφώνεται σε ένα ζοφερό μαύρο, σε ένα παιχνιδιάρικο ροζ, πορτοκαλί, ή πράσινο και κάποτε σε ένα άδειο γκρι. Ήταν συγκλονιστική.
Έκπληξη αποτέλεσε η Στέλλα Βογιατζάκη. Υποδύθηκε με έναν τρόπο εξαιρετικό το πρόβλημα της Λώρα. Παρίστανε πως κουτσαίνει με τόση φυσικότητα που το κοινό αναρωτιόταν. Πιο εντυπωσιακό ακόμα είναι το πώς απέδωσε στο βλέμμα της, στην όψη της γενικότερα, όλα εκείνα τα στοιχεία που γνωρίσαμε για εκείνην είτε από τον αφηγητή είτε από τη ροή του έργου.
Ο Δημήτρης Καταλειφός φυσικός, απόλυτος, σταθερός. Απέδωσε πολύ καλά και τον Τομ, όπως δρα στο πλαίσιο της οικογένειας, κι εκείνον τον Τομ, που αφηγητής πια, γεμίζει την ιστορία του με στοιχεία, που αντιλαμβάνεται καλύτερα με το πέρασμα των χρόνων.
Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος, εμφανίστηκε προς το τέλος, σε έναν ρόλο κλειδί, που δημιούργησε για λίγο ένα κλίμα πιο χαλαρό, και προοικονόμησε με την αποχώρησή του το τέλος. Το τέλος μίας προσπάθειας, το τέλος μιας ελπίδας. Ήταν πολύ καλός!
Ποικίλα συναισθήματα προκαλούνται και εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Γέλιο, συγκίνηση, προβληματισμός, αγωνία, απογοήτευση. Το κοινό συμπάσχει. Η μουσική βοηθά πολύ στην εναλλαγή αυτή των συναισθημάτων.
Η σκηνοθεσία, λοιπόν, όπως συμπεραίνεται ήταν πάρα πολύ καλή.
Είναι μία από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει. Συνήθως φεύγεις από μία παράσταση σκεπτόμενος. Από την παράσταση αυτήν έφυγα διαφορετική!!