«Ωπ, καλησπέρα, ακόμα εδώ; Τι είδες;» «Γεια, ναι, όλη μέρα εδώ σήμερα. Είδα τον Cobain, πάω να φάω κάτι και θα επιστρέψω για τους Residents σε λίγο. Εσύ;» «Είχα έρθει το μεσημέρι και τώρα θα δω δύο στη σειρά.» Τέτοιου είδους συζητήσεις άκουγε κανείς έξω από το Ολύμπιον το Σάββατο, αλλά και όλες τις υπόλοιπες μέρες του φεστιβάλ. Το In-Edit Festival επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για τρίτη φορά γεμίζοντας το πρόγραμμα των φίλων της μουσικής και του κινηματογράφου της πόλης με δεκαεφτά ταινίες σε είκοσι έξι συνολικά προβολές, τις οποίες τίμησαν περισσότεροι από πέντε χιλιάδες θεατές.
Λίγες ήταν οι διαφορές συγκριτικά με την περσινή διοργάνωση. Το πρόγραμμα ήταν γεμάτο με τέσσερις προβολές τη μέρα – και πέντε το Σάββατο – μένοντας ουσιαστικά σταθερό στον αριθμό των ντοκιμαντέρ που προσέφερε. Με δεδομένο, όμως, πως το φεστιβάλ χρησιμοποιεί μόνο την κεντρική αίθουσα του Ολύμπιον και μόνο μετά το απόγευμα, οι προβολές δε μπορούν να γίνουν και πολλές περισσότερες. Ο θεσμός είναι μικρός ακόμα και το ελληνικό κοινό σίγουρα όχι ο καλύτερος σύμμαχος ώστε να επιχειρηθεί ένα άνοιγμα προς τις αίθουσες στο Λιμάνι στα χνάρια των δύο μεγάλων φεστιβάλ της πόλης. Ωστόσο, η χρήση της αίθουσας Παύλος Ζάννας θα μπορούσε να προσφέρει πολλά και να είναι το επόμενο μεγάλο βήμα της ελληνικής έκδοσης του In-Edit, που πλέον έχει μια εύρωστη σταθερότητα.
Σημαντική ήταν η φετινή προσθήκη δύο ελληνικών ντοκιμαντέρ στο πρόγραμμα, παράλληλα με τα όσα προσφέρονται από το «κεντρικό» In-Edit. Το ‘Family Affair’ και το ‘Ο Φίλος Μου Ο Larry Gus’ είχαν προβληθεί ξανά στην πόλη, αλλά σημείωσαν ικανοποιητική προσέλευση νωρίς τα απογεύματα του Σαββατοκύριακου. Αντίθετα, μερικές ταινίες ίσως αδικήθηκαν από το πρόγραμμα. Το ντοκιμαντέρ για τους R.E.M. σίγουρα θα συγκέντρωνε περισσότερο κόσμο σε μία βραδινή προβολή (παίχτηκε Δευτέρα 16:00 και Τετάρτη 17:45) και θεωρώ πως η ιστορία των μουσικών στο Μάλι άξιζε μια θέση στην «κυρίαρχη ζώνη». Το ‘Daft Punk Unchained’ έκλεισε δύο βράδια του φεστιβάλ, αλλά ήταν ένα από τα πολύ καινούρια ντοκιμαντέρ και από τα δυνατά «χαρτιά» της διοργάνωσης, αλλά αντίθετα η ιστορία της Amy Winehouse έχει κυκλοφορήσει – και στη χώρα μας – εδώ και αρκετά χρόνια, οπότε δύο βραδινές προβολές μοιάζουν υπερβολικές, αν και τιμήθηκαν απ’ το κοινό. Επί τούτου, χωρίς να γνωρίζω τα αναλυτικά στοιχεία και με βάση τις συνθήκες στο Ολύμπιον εκείνες τις ώρες, εικάζω πως το ‘Cobain: Montage Of Heck’ γέμισε την αίθουσα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Η τιμή του μεμονωμένου εισιτηρίου διατηρήθηκε σταθερή στη φυσιολογική τιμή των 5 Ευρώ, αλλά το ατομικό πάσο για όλες τις προβολές αυξήθηκε στα 25 (από 19), χωρίς, όμως, να πάψει να είναι μια ελκυστική προσφορά. Την περασμένη χρονιά η προσφορά 3+1 εισιτηρίων είχε ξενίσει αρκετούς με το γεγονός πως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από ένα άτομο, ενώ φέτος άλλαξε σε 2+1 χωρίς άλλους περιορισμούς και ικανοποίησε περισσότερες παρέες. Όσοι είχαν την ευχέρεια του πάσο τίμησαν τις περισσότερες προβολές, αλλά συνολικά η προσέλευση του κόσμου θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, αν και δεν ήταν διόλου απογοητευτική. Μάλλον ισχύει η παράφραση «κάθε χρόνο και καλύτερα» για το In-Edit Festival στη χώρα μας.
Μπορεί το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ να προσφέρει περισσότερα, και ίσως πιο ενδιαφέροντα, ντοκιμαντέρ, αλλά σε φεστιβάλ σαν το In-Edit ένας μουσικόφιλος θα δει ταινίες για τον Lemmy, τους Backstreet Boys και τη Nina Simone με τον ίδιο (περίπου) ενθουσιασμό και περιέργεια. Την ίδια και περισσότερη ποικιλία στις επιλογές των ντοκιμαντέρ περιμένω του χρόνου, μαζί με την ενίσχυση των ελληνικών παραγωγών και τα ίδια, αλλά φυσικά και καινούρια, πρόσωπα. Ραντεβού, εκεί, Αριστοτέλους με Μητροπόλεως, ξέρετε.
Λίγες ήταν οι διαφορές συγκριτικά με την περσινή διοργάνωση. Το πρόγραμμα ήταν γεμάτο με τέσσερις προβολές τη μέρα – και πέντε το Σάββατο – μένοντας ουσιαστικά σταθερό στον αριθμό των ντοκιμαντέρ που προσέφερε. Με δεδομένο, όμως, πως το φεστιβάλ χρησιμοποιεί μόνο την κεντρική αίθουσα του Ολύμπιον και μόνο μετά το απόγευμα, οι προβολές δε μπορούν να γίνουν και πολλές περισσότερες. Ο θεσμός είναι μικρός ακόμα και το ελληνικό κοινό σίγουρα όχι ο καλύτερος σύμμαχος ώστε να επιχειρηθεί ένα άνοιγμα προς τις αίθουσες στο Λιμάνι στα χνάρια των δύο μεγάλων φεστιβάλ της πόλης. Ωστόσο, η χρήση της αίθουσας Παύλος Ζάννας θα μπορούσε να προσφέρει πολλά και να είναι το επόμενο μεγάλο βήμα της ελληνικής έκδοσης του In-Edit, που πλέον έχει μια εύρωστη σταθερότητα.
Σημαντική ήταν η φετινή προσθήκη δύο ελληνικών ντοκιμαντέρ στο πρόγραμμα, παράλληλα με τα όσα προσφέρονται από το «κεντρικό» In-Edit. Το ‘Family Affair’ και το ‘Ο Φίλος Μου Ο Larry Gus’ είχαν προβληθεί ξανά στην πόλη, αλλά σημείωσαν ικανοποιητική προσέλευση νωρίς τα απογεύματα του Σαββατοκύριακου. Αντίθετα, μερικές ταινίες ίσως αδικήθηκαν από το πρόγραμμα. Το ντοκιμαντέρ για τους R.E.M. σίγουρα θα συγκέντρωνε περισσότερο κόσμο σε μία βραδινή προβολή (παίχτηκε Δευτέρα 16:00 και Τετάρτη 17:45) και θεωρώ πως η ιστορία των μουσικών στο Μάλι άξιζε μια θέση στην «κυρίαρχη ζώνη». Το ‘Daft Punk Unchained’ έκλεισε δύο βράδια του φεστιβάλ, αλλά ήταν ένα από τα πολύ καινούρια ντοκιμαντέρ και από τα δυνατά «χαρτιά» της διοργάνωσης, αλλά αντίθετα η ιστορία της Amy Winehouse έχει κυκλοφορήσει – και στη χώρα μας – εδώ και αρκετά χρόνια, οπότε δύο βραδινές προβολές μοιάζουν υπερβολικές, αν και τιμήθηκαν απ’ το κοινό. Επί τούτου, χωρίς να γνωρίζω τα αναλυτικά στοιχεία και με βάση τις συνθήκες στο Ολύμπιον εκείνες τις ώρες, εικάζω πως το ‘Cobain: Montage Of Heck’ γέμισε την αίθουσα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Η τιμή του μεμονωμένου εισιτηρίου διατηρήθηκε σταθερή στη φυσιολογική τιμή των 5 Ευρώ, αλλά το ατομικό πάσο για όλες τις προβολές αυξήθηκε στα 25 (από 19), χωρίς, όμως, να πάψει να είναι μια ελκυστική προσφορά. Την περασμένη χρονιά η προσφορά 3+1 εισιτηρίων είχε ξενίσει αρκετούς με το γεγονός πως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από ένα άτομο, ενώ φέτος άλλαξε σε 2+1 χωρίς άλλους περιορισμούς και ικανοποίησε περισσότερες παρέες. Όσοι είχαν την ευχέρεια του πάσο τίμησαν τις περισσότερες προβολές, αλλά συνολικά η προσέλευση του κόσμου θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, αν και δεν ήταν διόλου απογοητευτική. Μάλλον ισχύει η παράφραση «κάθε χρόνο και καλύτερα» για το In-Edit Festival στη χώρα μας.
Μπορεί το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ να προσφέρει περισσότερα, και ίσως πιο ενδιαφέροντα, ντοκιμαντέρ, αλλά σε φεστιβάλ σαν το In-Edit ένας μουσικόφιλος θα δει ταινίες για τον Lemmy, τους Backstreet Boys και τη Nina Simone με τον ίδιο (περίπου) ενθουσιασμό και περιέργεια. Την ίδια και περισσότερη ποικιλία στις επιλογές των ντοκιμαντέρ περιμένω του χρόνου, μαζί με την ενίσχυση των ελληνικών παραγωγών και τα ίδια, αλλά φυσικά και καινούρια, πρόσωπα. Ραντεβού, εκεί, Αριστοτέλους με Μητροπόλεως, ξέρετε.
Σχετικό θέμα