Όταν σβήνουν τα φώτα @ Θέατρο Πειραιώς 131

Ακόμη ένα δείγμα επιτηδευμένης κωμωδίας στη θεατρική σκηνή της Αθήνας.
Διαβάστηκε φορες
Από την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου στο θέατρο Πειραιώς 131  και για 48 παραστάσεις ανεβαίνει η κωμωδία καταστάσεων «Όταν σβήνουν τα φώτα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Θωμόπουλου και σε παραγωγή Δημήτρη και Θοδωρή Μαροσούλη. Στους πρωταγωνιστές αναγράφονται διάσημα ονόματα της ελληνικής τηλεόρασης όπως οι Κρατερός Κατσούλης, Μαριάννα Τουμασάτου, Μαρία Κωνσταντάκη και Μάριος Αθανασίου.

Η ιστορία ξεκινά σε μια έπαυλη στις Βερμούδες όπου ο τσιγκούνης και δολοπλόκος Λόρδος Κλάιβ (Βασίλης Ευταξόπουλος) μαζί με τη ματαιόδοξη και επιφανειακή σύζυγό του, Λαίδη Μόνικα (Μαριάννα Τουμασάτου) αναμένουν την άφιξη των καλεσμένων τους για δείπνο. Όμως, προς έκπληξη και των δύο, το κουδούνι πρώτοι το χτυπούν ο αφελής επιθεωρητής Μπέντζαμιν Μπράντοκ (Κρατερός Κατσούλης) και η δαιμόνια βοηθός τους Άλμα (Μαρία Κωνσταντάκη) με την πρόφαση πως κάποιος τους ειδοποίησε να παρευρεθούν, στέλνοντας ένα μυστηριώδες σημείωμα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Σύντομα, αφού όλοι οι επισκέπτες φτάσουν στο σπίτι και διάφορες εντάσεις του παρελθόντος αρχίσουν να αναζωπυρώνονται, λόγω της καταιγίδας, τα φώτα σβήνουν. Μόλις, όμως, το ρεύμα επανέρχεται, οι παρευρισκόμενοι αντικρίζουν, έντρομοι, το στραγγαλισμένο σώμα του οικοδεσπότη, με μια άγνωστη γυναίκα να βρίσκεται από πάνω του κρατώντας ένα ματωμένο στιλέτο. Από εκείνο το σημείο και μετά, ένας κυκεώνας γεγονότων, αναπάντεχων εμφανίσεων και αξιοπρόσεκτων αποκαλύψεων για τις ταυτότητες όλων των πρωταγωνιστών αυτού του κωμικοτραγικού δράματος, θα εξελιχθεί στην έπαυλη των Γουίκενχαμ με το αστυνομικό δίδυμο να αναζητά απαντήσεις στα δεκάδες ερωτήματα που δημιουργούνται.



Η ζωή και το έργο του αμερικανού συγγραφέα του κειμένου «Όταν σβήνουν τα φώτα», Τζακ Σάρκεϋ, αποτελούν μια ιστορία από μόνες τους. Ενορχηστρωτής δεκάδων παρόμοιων σεναρίων, στις οποίες η τελική, νοηματική συνοχή φαντάζει αδιανόητη, αλλά και ταυτόχρονα απλοϊκή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μετρ της πληθωρικής μυθοπλασίας. Σε μια παράσταση στην οποία μόνο η παρακολούθηση των γεγονότων, που λαμβάνουν χώρα επί σκηνής, αρκεί για να προκαλέσει γέλιο στους θεατές, ο Σάρκεϋ γράφει κείμενα προς τέρψη και διασκέδαση, χωρίς ποτέ να ενδιαφέρεται για την ψυχαγωγία του κοινού του. Συνεπώς, αν και οι χαρακτήρες του δε χρίζουν ιδιαίτερων υπαρξιακών και συναισθηματικών αναζητήσεων, ο εκάστοτε ηθοποιός είναι σε θέση, πέραν των σημείων στα οποία και με απλή ανάγνωση επιφέρουν γέλια, να χτίσει μία περσόνα με την προσωπική του εκφραστικότητα και φαντασία, δημιουργώντας πολλές περισσότερες κωμικές στιγμές στο έργο.

Η προσέγγιση του συγκεκριμένου κειμένου από το θίασο του Βασίλη Θωμόπουλου, αν και τεχνικά άρτια, πρακτικά δεν επέτρεψε στους ηθοποιούς να ξετυλίξουν τα στοιχεία των ρόλων τους και να δώσουν υπόσταση σε έντονα κωμικές φιγούρες, όπως αυτές παρουσιάζονταν στο κείμενο. Σε ένα σκηνικό βγαλμένο από φωτογραφίες χειμερινών κατοικιών στα βουνά των Άλπεων, τουλάχιστον εντυπωσιακό να το βλέπεις και σίγουρα ακριβό να το συνθέτεις, ο ενδεκαμελής θίασος του «Όταν σβήνουν τα φώτα» παρουσιάστηκε ανομοιόμορφος ως προς τη σκηνική του παρουσία και επιτηδευμένος ως προς το χιούμορ του. Χωρίς ιδιαίτερα ίχνη προσωπικής διεργασίας και απ’ τους ίδιους τους ηθοποιούς, όπως για παράδειγμα η ανεπιτυχής προσπάθεια ενσωμάτωσης γαλλικής προφοράς απ’ το Μάριο Αθανασίου που έπαιζε το Γάλλο πλεϊμπόι, Πιέρ, ο Θωμόπουλος φάνηκε να δίνει στους χαρακτήρες του έργου ιδιότητες αφηγητών και όχι κωμικοτραγικών πρωταγωνιστών. Η ταχύτητα στην ομιλία των πρωταγωνιστών, βέβαια, σε αρκετές στιγμές αξιοποιήθηκε εξαιρετικά, αν και υπήρξαν κι εκείνες οι λίγες φορές που ο γρήγορος λόγος προκάλεσε ασυνταξίες, λάθος εκφορά ονομάτων και ακουστικές παρατυπίες. Ενδεχομένως, η συγκεκριμένη κατάσταση να απέρρεε και από το γεγονός πως επρόκειτο για την πρεμιέρα της παράστασης, αλλά αποτέλεσε ένα ακόμη μικρό αγκάθι. Τέλος, διάφορα ηχητικά εφέ ακούγονταν καθ όλη τη διάρκεια της πλοκής, δίνοντας μια ευχάριστη νότα έντασης σε ποικίλες ατάκες που ακούστηκαν επί σκηνής.



Εν κατακλείδι, στο σύνολό της η παράσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρια, όμως, λαμβάνοντας υπόψιν τις τιμές εισιτηρίων, που κυμαίνονται μεταξύ 13€ και 18€, ως θεατής δε θα την προτιμούσα. Στην τρέχουσα χρονική περίοδο το Ελληνικό Θέατρο φαίνεται να ανθίζει και πάλι, με πλήθος εξαιρετικών παραστάσεων κάθε είδους να ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές και ταλαντούχους νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες να επιδιώκουν την αναστήλωση του κύρους της δραματικής τέχνης στη χώρα μας. Στον αντίποδα, σύνηθες φαινόμενο, πλέον, αποτελεί η δημιουργία θιάσων με γνωστά ονόματα της τηλεόρασης, σε συνεργασία με αντίστοιχου βεληνεκούς εταιρίες παραγωγής θεαμάτων, αποσκοπώντας στην παρουσίαση κωμωδιών μέτριας δραματουργίας με αισθητική χαμηλού επιπέδου και επίσης χαμηλές υποκριτικές απαιτήσεις, αλλά με αντιστρόφως ανάλογο κόστος θέασης. Τέλος, κάτι ακόμη που μας ξένισε εντόνως, πέραν την αναμονής για μιάμιση ώρα μέχρι να ξεκινήσει η επίσημη πρεμιέρα του έργου την Παρασκευή 20/10, στην οποία και παρευρεθήκαμε, ήταν και η ανυπαρξία προγραμμάτων. Σε μια παράσταση με 18€ γενική είσοδο, οι παραγωγοί δεν πρόσφεραν καν κάποιο υποτυπώδες ενημερωτικό σημείωμα για τα όσα επρόκειτο να δούμε καθώς επίσης και με τους συντελεστές της παράστασης, ενώ όπως ενημερωθήκαμε, δεν πρόκειται να τυπωθεί κιόλας κάτι αντίστοιχο!

Συντελεστές
Συγγραφέας
: Τζακ Σάρκεϋ
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Βασίλης Θωμόπουλος
Σκηνικά: Αντώνης Χαλκιάς
Κοστούμια: Νικόλ Παναγιώτου
Φωτισμοί: Βλάσσης Θεοδωρίδης
Παίζουν: Μαριάννα Τουμασάτου, Κρατερός Κατσούλης, Μάριος Αθανασίου, Μαρία Κωνσταντάκη, Βασίλης Ευταξόπουλος, Τζένη Διαγούπη, Πηνελόπη Πλάκα, Ματίνα Νικολάου, Φραγκίσκος Γιάννης, Εύη Δαέλη, Νίνα Έππα.

Διάρκεια: 100 λεπτά με διάλειμμα

Φωτογραφίες: altsantiri.gr

Διαβάστε ακόμα