Αφού βαρέθηκε να κουβαλάει τον προτζέκτορα, ένας νεαρός λέκτορας σκέφτεται να επιταχύνει τις διαδικασίες για προαγωγή του σε καθηγητή, διά της γνωστής οδού. Και όχι, δεν αναφέρομαι σε επιστημονικές δημοσιεύσεις, παρουσιάσεις σε συνέδρια και προγράμματα μετεκπαίδευσης, αλλά στην παγκόσμια γλώσσα του λαδώματος, είτε αυτό μπαίνει σε φακελάκι, είτε τοποθετείται στη βάση μιας τούρτας. Ωστόσο, ο νεαρός λέκτορας της ιστορίας μας είναι φτωχαδάκι. Από την άλλη, η έγκυος γυναίκα του κερδίζει ελάχιστα από τη δικιά της δουλειά, την οποία θα αναγκαστεί σύντομα να σταματήσει λόγω της έλευσης του διαδόχου. Μέσα σε αυτό το διόλου ειδυλλιακό σκηνικό, ο νεαρός λέκτορας περνά αρκετές ώρες στο διαμέρισμά τους, που βρίσκεται σε ένα απέραντο συγκρότημα κατοικιών. Η σκέψη και η ηρεμία του διαταράσσονται από γαβγίσματα σκύλων. Ο νεαρός λέκτορας, λοιπόν, αντιδρά, όπως αρκετοί εξ ημών, όταν αντιμετωπίζουμε προβλήματα: ξεσπά σε κάτι άσχετο, εν προκειμένω στα γαβγίζοντα σκυλάκια. Προσπαθεί να εξαφανίσει κάθε πηγή γαβγίσματος, ακόμα κι αν αυτό απαιτήσει δραστικά μέτρα.
Η αστυνομική πλευρά της υπόθεσης, όπως επιβάλλεται να υπάρχει σε κάθε ταινία του Bong, εντοπίζεται στον χαρακτήρα μιας κοπέλας που εργάζεται στη διαχείριση του συγκροτήματος κατοικιών και ξεκινά έρευνα για την ανεύρεση του δράστη που εξαφανίζει τα σκυλιά. Τον ρόλο υποδύεται η Doona Bae, που μετά από λίγα χρόνια είδαμε τόσο στο “Sympathy for Mr. Vengeance” του Chan-wook Park, όσο και στο “The Host” του ίδιου του Bong. Εδώ, στον πρώτο μεγάλο πρωταγωνιστικό ρόλο της καριέρας της, προσφέρει φρεσκάδα και μπρίο, ως μια αυθόρμητη αγνή νεαρή, που αντιμετωπίζει προβλήματα συγκέντρωσης στη δουλειά της και έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση λόγω της απαξίωσης που εισπράττει από την οικογένειά της. Θα προσπαθήσει να γίνει ντετέκτιβ, να γίνει εκδικήτρια, να εξιχνιάσει ένα μυστήριο, έστω κι αν αυτό είναι το μυστήριο εξαφάνισης μικρών σκύλων.
Το ντεμπούτο του Bong Joon Ho τιτλοφορείται «Σκύλος που γαβγίζει» και είναι μια διασκεδαστική κοινωνική κωμωδία που παραμένει ανάλαφρη, όσο και ουσιαστική σχεδόν 20 χρόνια μετά από την κυκλοφορία της. Γνωρίζοντας την εξέλιξη του Νοτιοκορεάτη δημιουργού, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς ξεκίνησαν όλα. Στο «Σκύλος που γαβγίζει» πειραματίζεται με αντισυμβατικές γωνίες λήψης και με τεχνικές μοντάζ που έγιναν σήμα κατατεθέν του τα χρόνια που ακολούθησαν. Ακόμα και ορισμένες από τις σκηνές της ταινίας αναπαράχθηκαν σχεδόν ευλαβικά στο μέλλον, όπως αυτή της εναέριας κλωτσιάς σε καθρέφτη αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε στη «Μητέρα».
Το ίδιο το συγκρότημα κατοικιών, όπου διαδραματίζεται η πλοκή, γίνεται σύμβολο της τάξης και του στάτους των πρωταγωνιστών της. Βιοπαλαιστές που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην και δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και έκνομα μέσα, όχι τόσο από επιλογή, όσο από ανάγκη που επιβάλλεται εκ των άνωθεν. Παράσιτο, λοιπόν, και ο λέκτορας, που προσπαθεί να ανελιχθεί και να δραπετεύσει από την κοινωνική του τάξη, αλλά τελικά αναγκάζεται να σέρνεται στα υπόγεια, εκεί όπου καταφεύγουν μικροαπατεώνες.
Όμως, δεν γίνεται να γράψω κείμενο για ταινία του Bong χωρίς να αναφέρω τον Alfred Hitchcock. Ο σκύλος του τίτλου που γαβγίζει –και προφανώς δεν δαγκώνει– δεν αποτελεί παρά μια πρόφαση για να παρακολουθήσουμε τις παράλληλες ζωές των δύο νεαρών, του λέκτορα και της κοπέλας. Ανάλογα στοιχεία εξωτερικής έντασης και αγωνίας υπήρχαν σε ταινίες του Hitchcock, τα οποία είχε βαφτίσει ΜακΓκάφιν (MacGuffin). Όπως είχε αφηγηθεί ο ίδιος στον François Truffaut, το είδος του στοιχείου αυτού δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, αρκεί να μπορούσε να γίνει πιστευτό από το κοινό. Και ο σκύλος του Bong όχι μόνο γίνεται πιστευτός, αλλά γίνεται και σημείο ταύτισης για τους θεατές (έστω για την πλειοψηφία τους), που επιθυμούν να ξεσκεπαστεί και να τιμωρηθεί ο δράστης.
Η μουσική διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ταινία. Παρότι αυτό το μείγμα free jazz με «μουσική για ασανσέρ» μπορεί να γίνει ενοχλητικό, υποστηρίζει απολύτως το ανάλαφρο κλίμα της, όταν οι εικόνες και οι καταστάσεις το βαραίνουν. Για την ακρίβεια, η μουσική είναι τόσο αταίριαστη με την ίδια την ταινία, όσο και το υποδόριο γαλλοπρεπές χιούμορ που υποβόσκει κατά στιγμές.
Αφορμή για αυτό το κείμενο αποτελεί η κυκλοφορία του «Σκύλου που γαβγίζει» στις 19 Μαΐου στο Cinobo, στο πλαίσιο αφιερώματος στον Bong Joon Ho. Είναι η πρώτη φορά που το κοινό στην Ελλάδα μπορεί να έρθει σε επαφή με δυσεύρετα έργα ενός από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς και να τα απολαύσει, όπως τους αξίζει – ή τουλάχιστον όπως είναι αντικειμενικά εφικτό αυτή την περίοδο που οι κινηματογραφικές αίθουσες είναι κλειστές. Ακόμα θυμάμαι τις εποχές που προσπαθούσα να εξερευνήσω τον σύγχρονο κορεάτικο κινηματογράφο και εν γένει τον κινηματογράφο της Άπω Ανατολής. Κι αν δημιουργούς, όπως ο Ki-duk Kim, ο Takeshi Kitano, ο Zhang Yimou, ο Wong Kar-Wai και ο Hayao Miyazaki, θα τους συναντούσες στις προθήκες βίντεο κλαμπ αν έψαχνες επίμονα, υπήρχαν και άλλοι που ίσως μπορούσες να γνωρίσεις μονάχα μέσω περιορισμένων προβολών και φεστιβάλ (ένα τεράστιο ευχαριστώ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στις «Νύχτες Πρεμιέρας»). Και βέβαια υπήρχε η πειρατεία, αλλά μην φανταστείτε τη σημερινή ευκολία και πληθώρα, ακόμα και αν ξεπερνούσες τον σκόπελο της dial-up σύνδεσης στο ίντερνετ. Ήταν μέσω ενός «ψαγμένου» forum που απέκτησα πρόσβαση και τελικά αγάπησα δημιουργούς, όπως οι Toshiaki Toyoda, Kim Jee-woon, Takashi Yamazaki, Kim In-shik, Lee Jeong-beom και Andrew Lau.
Αφού ευχαριστήσω, λοιπόν, έστω και μετά από πολλά χρόνια αυτό το ανώνυμο forum, νιώθω χρέος να ευχαριστήσω και το Cinobo εκ μέρους όλων των νεαρών παιδιών που θα έχουν την ευκαιρία να περιηγηθούν στον πλούτο του και να ανακαλύψουν δημιουργούς από όλον τον κόσμο, ταινίες που μιλούν διάφορες -δύσκολες- γλώσσες, αλλά επικοινωνούν παναθρώπινα μηνύματα, αγωνίες και προβληματισμούς. Νιώθω χρέος να ευχαριστήσω το Cinobo εκ μέρους όλων εκείνων -διαφόρων ηλικιών- που μπορεί να ανακαλύψουν τον επόμενο αγαπημένο τους κινηματογραφικό δημιουργό μέσα από την πλατφόρμα, ακόμα και αν δεν μπορούν να προφέρουν το όνομά του ή το όνομά της. Και να ευχαριστήσω το Cinobo, γιατί με την ευκαιρία της βουτιάς στη φιλμογραφία του Bong Joon Ho θυμήθηκα τον νεανικό ενθουσιασμό μου.
* Η ταινία «Σκύλος που γαβγίζει» φέρει τον αγγλικό τίτλο "Barking Dogs Never Bite" ή "A Higher Animal".
Διαβάστε ακόμα