Αυτό δεν είναι απλά ένα review συναυλίας - στο ξεκαθαρίζω εξαρχής φίλτατε αναγνώστη. Είναι το πρώτο κείμενο της πρώτης συναυλίας στην εποχή του COVID-19 με τα νέα ήθη και έθιμα που ισχύουν πλέον (αραιές θέσεις, προσέλευση νωρίς, με μάσκες και ήρεμες προσεκτικές κινήσεις). Και με κάτι ακόμα: συγκίνηση έντονη. Και δε μιλώ αποκλειστικά για το δικό μου τρόπο, αλλά και για την όλη χειρονομία και κινησιολογία του χθεσινοβραδυνού ακροατηρίου.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, όμως. Βρέθηκα χθες βράδυ, Σάββατο (18/7), στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου για τη συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Πήγα νωρίς, με τη μάσκα μου για τα μπες - βγες και το αριθμημένο μου εισιτήριο στη τσέπη. Μαζί μου και ένα πλήθος ανθρώπων που σεβάστηκαν τους κανόνες και το κυριότερο: ήρθαν για να ακούσουν, ήρθαν για να αισθανθούν, ήρθαν για να επανέλθουν στην αγαπημένη συνήθεια των καλοκαιρινών συναυλιών.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας (κι ας μην υπήρχε διάλειμμα που να το χωρίζει από το δεύτερο - σύμφωνα με τους κανόνες), ακούσαμε τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως τη συνόψισε, την προσάρμοσε στο σήμερα και την επένδυσε μουσικό ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Συμπαραστάτες του άξιοι: η Κόρα Καρβούνη στην αφήγηση και ο Χάρης Λαμπράκης στα πνευστά και τα πλήκτρα. Ο ίδιος ο τραγουδοποιός χειρίστηκε με απλότητα το loop station του, παίζοντας παράλληλα και κιθάρες, μπάσο, λαούτο, πνευστά και μεταλλόφωνο. Και αφού αναφέραμε τα «διαδικαστικά», ας περάσουμε και στα ουσιαστικά.
Στο θέατρο δεν άκουγες άχνα. Το έργο, συγκλονιστικό, ανθρώπινο, συναισθηματικό και πραγματικό, είχε συνεπάρει άπαντες τους παρευρισκομένους. Κι αν το κοινό του Αλκίνοου είναι «τέτοιο» (δηλαδή, ήσυχο, προσηλωμένο και σεβαστικό), εδώ έμοιαζε σα να πήγαμε ένα βήμα παραπέρα όλοι. Σαν να μας «εκπαίδευσε» η καραντίνα στους χαμηλούς τόνους και την εσωτερικότητα και να μπορέσαμε να δώσουμε αυτό το λιγουλάκι παραπάνω της προσήλωσης που απαιτούσε το κείμενο και η συνολική του παρουσίαση. Οι συντελεστές ήταν ευλαβικοί. Οι κινήσεις τους αρμανικές, είτε ως προς την εκτέλεση, είτε ως προς την άρθρωση, είτε ως προς την εκφορά και οι χειρονομίες σαν χορογραφημένες.
Κρατούσα την ανάσα μου. Έμπαινα και έβγαινα στους ρόλους του έργου. Ήμουν το παιδί, η μάνα, οι χωροφύλακες, η κοινωνία, ο Παπαδιαμάντης και ξανά. Και τα «χώρεσα» όλα. Μπόρεσα να καταλάβω. Θα μπορούσα να είμαι καθένας από αυτούς. Θα μπορούσα να ήμουν κι ο Θεός τους. Αλλά όχι για να τους κρίνω ή να τους συγχωρέσω (σ.σ. κρίση δεν προϋποθέτει κι η συγχώρεση;), αλλά για να τους αποδεχτώ.
Το πιο σπουδαίο πράγμα που υπάρχει είναι η τέχνη. Μαζί της μπορείς να ψυχαναλύσεις και να ψυχαναλυθείς. Μέσα από εκείνη να παίξεις όλους τους ρόλους και να καταλάβεις. Εκείνη να ευγνωμονείς και να αναζητάς πάντοτε, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σου. Και στα απλά, τα καθημερινά, και στα μεγάλα, τα σημαντικά που είναι καθενός να τα επιλέξει και να τα διαχωρίσει.
Διαβάζω όσα έγραψα σαν νερό. Και ενισχύεται η ευγνωμοσύνη μου στη μαγική αυτή τέχνη που προσπαθώ να προσεγγίζω με επιστήμη και αγάπη. Και χαίρομαι, παράλληλα, που χθες επανεκκινήσαμε τη ζωντανή μας σχέση. Ειδικά με μια συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη, που εξακολουθεί να μη με απογοητεύει με ό,τι επιχειρεί.
Υ.Γ. Η «Φόνισσα» ήταν τόσο συγκλονιστική που το δεύτερο μέρος με αγαπημένα τραγούδια του Αλκίνοου έμοιαζε ανισοβαρές. Όχι ότι δεν λειτούργησε, αλλά προσωπικά ήμουν διεγερμένος από το πρώτο μισό και ο νους μου ταξίδευε.