Βρεθήκαμε στη θεατρική παράσταση "ΓΕΡΜΑ" την
Τρίτη που μας πέρασε (10/12) στο Vault Theatre.
Γράφουν ο Αντώνης Κατσαμάς και η Παναγιώτα Κλεάνθους:
Η Γέρμα, μια γυναίκα με έναν κεντρικό πυλώνα που σφυρηλατήθηκε μέσα από ήθη και έθιμα και τελικά εγκλωβίστηκε σε αυτά και την ανυπότακτη παραδοχή της πιο απλής και ταυτόχρονα ανυπέρβλητης αποδοχής. Αυτή της ατελέσφορης προσπάθειας να ικανοποιήσει το "Εγώ" της.
Η Λίλλυ Μελεμέ μέσα από μια ακονισμένη βουτιά στο έργο, τοποθετεί τα όνειρα, τους χαρακτήρες, τις ψευδαισθήσεις, τα πιο μεγάλα θέλω και τα ηδονιστικά "δεν πρέπει", να ξεπηδούν μέσα από μια συρταριέρα, τόσο απρόσμενα, που τελικά σκέφτεσαι πως τα αρώματα της φυσικότητας που ξετυλίγονται με την πορεία του έργου, είναι συνυφασμένα με τον ιδρώτα της άρνησης που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Μια ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση, η επιλογής της σκηνοθετικο-σκηνικής απόδοσης, καταφέρνει να εξευμενίσει το νόημα και να το φιλιώσει με την ευκολία της αναγκαιότητας. Ως εκ τούτου, δεν σου αφήνει περιθώρια για περιττές αναπνοές και μάταιες αναζητήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα, μιας και -νομίζω- καταφέρνει να σε συγκεντρώσει απερίσπαστα στα δρώμενα, που άρρητα μεν, αισθανθήκαμε σημειολογικά να ταυτιζόμαστε με κάποιον από τους χαρακτήρες και τελικά, να γεννάται η συνείδηση, σε μορφή εξελικτικής εξιλέωσης, να συγχωρέσουμε τον χειρότερο εαυτό μας.
Η Γέρμα τελικά, που κουβαλάει τα δεινά του οικουμενικού ανθρώπου, σε ενδελεχείς απλωτές, δεν κάνει τίποτα περισσότερο, από το να αποδέχεται στο τέλος την ήττα της και την απόγνωση ως λύση. Την αισθάνομαι τόσο δίπλα μου, που με ανατριχιάζει η αναπνοή της!
Αντώνης Κατσαμάς
Το κλασικό κείμενο του Federico García Lorca διασκευάζεται και μεταπλάθεται στα σκηνοθετικά χέρια της Λίλλυς Μελεμέ και αναγεννιέται μέσα από 10 ηθοποιούς στον Πολυχώρο Vault, χαρίζοντας μας μία διαφορετική και πιο σύγχρονη εκδοχή, η οποία όμως διατηρεί την διαχρονικότητα του όλου έργου και τις βασικές ιδέες/αξίες που αυτό φωτίζει.
Μια ιστορία που ξετυλίγει με δραματικό τόνο το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο πόθος, η ανάγκη κι η λαχτάρα για την απόκτηση ενός παιδιού, που όσο πιο πολύ το επιθυμείς, τόσο πιο πολύ αργεί να έρθει. Μια απάντηση στο πόσο δυνατό είναι τελικά το αίσθημα της μητρότητας, που όταν επέλθει, είναι ικανό να προσφέρει την ψυχική και πνευματική ολοκλήρωση στη μητέρα και την κάλυψη όλων των υπόλοιπων κενών κάθε είδους. Πώς όμως η σφοδρή επιθυμία μπορεί σιγά-σιγά να μετατραπεί σε εμμονή και να οδηγήσει στην παράνοια, στην τρέλα, ακόμα και στο θάνατο. Πρώτα της ίδιας της ψυχής κι έπειτα των έξω “παραγόντων”.
Η γυναίκα αυτή, η σαν καταραμένη, η σαν να είναι χτυπημένη από τη μοίρα, περιπλανιέται (σωματικά και ψυχικά) στους δρόμους που θα της φέρουν επιτέλους το πολύτιμο αγαθό που ζητά στη ζωή της. Μια τραγική φιγούρα που είναι και συμπαθής ταυτόχρονα. Στο ρόλο της η ηθοποιός Ειρήνη Κουμπαρούλη, που κατάφερε να συγκινήσει με την ερμηνεία της και να αποδώσει μέσα από το βλέμμα και τα βουρκωμένα μάτια της όλη την απελπισία και την απόγνωση που ένιωθε η ηρωίδα. Ένα μεγάλο μπράβο, γιατί ήταν πάρα πολύ εκφραστική και χωρίς φόβο να τσαλακωθεί, αληθινή και απόλυτα ταυτισμένη με τον ρόλο. Μόνο σε κάποια σημεία θα προτιμούσαμε να αποδίδονταν πιο αργά τα λόγια, γιατί μας φάνηκε ότι μερικές φορές χάσαμε τις λέξεις μέσα σε μια βιασύνη. Ο Σωτήρης Μεντζέλος ήταν ταιριαστός στο ρόλο του αυστηρού άντρα, που πάνω απ’ όλα βάζει την τιμή του. Τόσο με την ερμηνεία του: τα ξεσπάσματά και τις βροντερές φωνές, που με τρόμαξαν το ομολογώ σε μερικές στιγμές, το αγέρωχο βλέμμα, το σκυθρωπό πρόσωπο... Όσο και με την εμφάνισή του , που παρέπεμπε σε πρόσωπα άλλης εποχής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Federico García Lorca έδρασε καλλιτεχνικά σε χρόνια περασμένα και το συγκεκριμένο έργο είναι του 1934, σε μια κοινωνία δηλαδή που υπήρχαν στερεότυπα και κατακρίσεις γα το θέμα της στειρότητας. Οι ηθοποιοί: Μαρουσώ Βαϊούλη, Μάγδα Κόρπη, Σεβίνα Μαραγκού, Δήμητρα Μπαλή, Νάντια Πυθαρά και Μαρίνα Τσουμπρή αποτέλεσαν τον κοινωνικό περίγυρο και έμοιαζαν με τον Χορό αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πολύ καλές ως προς τις ερμηνείες και γρήγορες ως προς την εναλλαγή των διαλόγων, κρατώντας μας έτσι σε συνεχές ενδιαφέρον. Ήταν μια άψογη ομάδα. Μέσα από το έργο φαίνεται καθαρά η επιρροή που δεχόμαστε ακούσια ή εκούσια από τις κοινωνικές νόρμες, τα ήθη, τις παραδόσεις και τις εκάστοτε ιδέες που επικρατούν στις κοινωνίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Γέρμα, ως στείρα γυναίκα, θεωρείται διαφορετική, αλλόκοτη, ανολοκλήρωτη και “μαραμένη”, κάτι που οδηγεί στην απομόνωσή της από τις άλλες γυναίκες και στη ζήλια της ίδιας προς τα παιδιά τους.
Η σκηνοθεσία ήταν πολύ εύστοχη και ο χώρος αξιοποιήθηκε με τον κατάλληλο τρόπο. Επίσης, τα σκηνογραφικά αντικείμενα , όπως η συρταριέρα, απέκτησε μια πολυσήμαντη χρήση , αντανακλώντας πολλές φορές τον διακαή πόθο της Γέρμας. Η προσθήκη μουσικών στοιχείων με το μπάσο από τον Σάββα Σωτηρόπουλο, που συμβόλιζε και τον έρωτα σε αντίθεση με έναν υποχρεωτικό γάμο, έδωσε το στοιχείο του σύγχρονου στο έργο. Το ίδιο και με τη σκηνή του εκστασιασμού προς το τέλος, που ήταν πρωτότυπη και μας άρεσε.
Αξίζουν πολλά μπράβο σε όλους τους συντελεστές της παράστασης. Αρχικά, για την επιλογή ενός έργου του Federico García Lorca που μοιάζει δύσκολο στη θεματική του. Επίσης, επειδή η διασκευή ήταν επιτυχής, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται για σύγχρονες εκδοχές παλαιότερων έργων. Τέλος, στο σύνολό της ήταν μια παράσταση που μας συγκλόνισε αρκετά.
Παναγιώτα Κλεάνθους
Γράφουν ο Αντώνης Κατσαμάς και η Παναγιώτα Κλεάνθους:
Η Γέρμα, μια γυναίκα με έναν κεντρικό πυλώνα που σφυρηλατήθηκε μέσα από ήθη και έθιμα και τελικά εγκλωβίστηκε σε αυτά και την ανυπότακτη παραδοχή της πιο απλής και ταυτόχρονα ανυπέρβλητης αποδοχής. Αυτή της ατελέσφορης προσπάθειας να ικανοποιήσει το "Εγώ" της.
Η Λίλλυ Μελεμέ μέσα από μια ακονισμένη βουτιά στο έργο, τοποθετεί τα όνειρα, τους χαρακτήρες, τις ψευδαισθήσεις, τα πιο μεγάλα θέλω και τα ηδονιστικά "δεν πρέπει", να ξεπηδούν μέσα από μια συρταριέρα, τόσο απρόσμενα, που τελικά σκέφτεσαι πως τα αρώματα της φυσικότητας που ξετυλίγονται με την πορεία του έργου, είναι συνυφασμένα με τον ιδρώτα της άρνησης που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Μια ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση, η επιλογής της σκηνοθετικο-σκηνικής απόδοσης, καταφέρνει να εξευμενίσει το νόημα και να το φιλιώσει με την ευκολία της αναγκαιότητας. Ως εκ τούτου, δεν σου αφήνει περιθώρια για περιττές αναπνοές και μάταιες αναζητήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα, μιας και -νομίζω- καταφέρνει να σε συγκεντρώσει απερίσπαστα στα δρώμενα, που άρρητα μεν, αισθανθήκαμε σημειολογικά να ταυτιζόμαστε με κάποιον από τους χαρακτήρες και τελικά, να γεννάται η συνείδηση, σε μορφή εξελικτικής εξιλέωσης, να συγχωρέσουμε τον χειρότερο εαυτό μας.
Η Γέρμα τελικά, που κουβαλάει τα δεινά του οικουμενικού ανθρώπου, σε ενδελεχείς απλωτές, δεν κάνει τίποτα περισσότερο, από το να αποδέχεται στο τέλος την ήττα της και την απόγνωση ως λύση. Την αισθάνομαι τόσο δίπλα μου, που με ανατριχιάζει η αναπνοή της!
Αντώνης Κατσαμάς
Το κλασικό κείμενο του Federico García Lorca διασκευάζεται και μεταπλάθεται στα σκηνοθετικά χέρια της Λίλλυς Μελεμέ και αναγεννιέται μέσα από 10 ηθοποιούς στον Πολυχώρο Vault, χαρίζοντας μας μία διαφορετική και πιο σύγχρονη εκδοχή, η οποία όμως διατηρεί την διαχρονικότητα του όλου έργου και τις βασικές ιδέες/αξίες που αυτό φωτίζει.
Μια ιστορία που ξετυλίγει με δραματικό τόνο το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο πόθος, η ανάγκη κι η λαχτάρα για την απόκτηση ενός παιδιού, που όσο πιο πολύ το επιθυμείς, τόσο πιο πολύ αργεί να έρθει. Μια απάντηση στο πόσο δυνατό είναι τελικά το αίσθημα της μητρότητας, που όταν επέλθει, είναι ικανό να προσφέρει την ψυχική και πνευματική ολοκλήρωση στη μητέρα και την κάλυψη όλων των υπόλοιπων κενών κάθε είδους. Πώς όμως η σφοδρή επιθυμία μπορεί σιγά-σιγά να μετατραπεί σε εμμονή και να οδηγήσει στην παράνοια, στην τρέλα, ακόμα και στο θάνατο. Πρώτα της ίδιας της ψυχής κι έπειτα των έξω “παραγόντων”.
Η γυναίκα αυτή, η σαν καταραμένη, η σαν να είναι χτυπημένη από τη μοίρα, περιπλανιέται (σωματικά και ψυχικά) στους δρόμους που θα της φέρουν επιτέλους το πολύτιμο αγαθό που ζητά στη ζωή της. Μια τραγική φιγούρα που είναι και συμπαθής ταυτόχρονα. Στο ρόλο της η ηθοποιός Ειρήνη Κουμπαρούλη, που κατάφερε να συγκινήσει με την ερμηνεία της και να αποδώσει μέσα από το βλέμμα και τα βουρκωμένα μάτια της όλη την απελπισία και την απόγνωση που ένιωθε η ηρωίδα. Ένα μεγάλο μπράβο, γιατί ήταν πάρα πολύ εκφραστική και χωρίς φόβο να τσαλακωθεί, αληθινή και απόλυτα ταυτισμένη με τον ρόλο. Μόνο σε κάποια σημεία θα προτιμούσαμε να αποδίδονταν πιο αργά τα λόγια, γιατί μας φάνηκε ότι μερικές φορές χάσαμε τις λέξεις μέσα σε μια βιασύνη. Ο Σωτήρης Μεντζέλος ήταν ταιριαστός στο ρόλο του αυστηρού άντρα, που πάνω απ’ όλα βάζει την τιμή του. Τόσο με την ερμηνεία του: τα ξεσπάσματά και τις βροντερές φωνές, που με τρόμαξαν το ομολογώ σε μερικές στιγμές, το αγέρωχο βλέμμα, το σκυθρωπό πρόσωπο... Όσο και με την εμφάνισή του , που παρέπεμπε σε πρόσωπα άλλης εποχής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Federico García Lorca έδρασε καλλιτεχνικά σε χρόνια περασμένα και το συγκεκριμένο έργο είναι του 1934, σε μια κοινωνία δηλαδή που υπήρχαν στερεότυπα και κατακρίσεις γα το θέμα της στειρότητας. Οι ηθοποιοί: Μαρουσώ Βαϊούλη, Μάγδα Κόρπη, Σεβίνα Μαραγκού, Δήμητρα Μπαλή, Νάντια Πυθαρά και Μαρίνα Τσουμπρή αποτέλεσαν τον κοινωνικό περίγυρο και έμοιαζαν με τον Χορό αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πολύ καλές ως προς τις ερμηνείες και γρήγορες ως προς την εναλλαγή των διαλόγων, κρατώντας μας έτσι σε συνεχές ενδιαφέρον. Ήταν μια άψογη ομάδα. Μέσα από το έργο φαίνεται καθαρά η επιρροή που δεχόμαστε ακούσια ή εκούσια από τις κοινωνικές νόρμες, τα ήθη, τις παραδόσεις και τις εκάστοτε ιδέες που επικρατούν στις κοινωνίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Γέρμα, ως στείρα γυναίκα, θεωρείται διαφορετική, αλλόκοτη, ανολοκλήρωτη και “μαραμένη”, κάτι που οδηγεί στην απομόνωσή της από τις άλλες γυναίκες και στη ζήλια της ίδιας προς τα παιδιά τους.
Η σκηνοθεσία ήταν πολύ εύστοχη και ο χώρος αξιοποιήθηκε με τον κατάλληλο τρόπο. Επίσης, τα σκηνογραφικά αντικείμενα , όπως η συρταριέρα, απέκτησε μια πολυσήμαντη χρήση , αντανακλώντας πολλές φορές τον διακαή πόθο της Γέρμας. Η προσθήκη μουσικών στοιχείων με το μπάσο από τον Σάββα Σωτηρόπουλο, που συμβόλιζε και τον έρωτα σε αντίθεση με έναν υποχρεωτικό γάμο, έδωσε το στοιχείο του σύγχρονου στο έργο. Το ίδιο και με τη σκηνή του εκστασιασμού προς το τέλος, που ήταν πρωτότυπη και μας άρεσε.
Αξίζουν πολλά μπράβο σε όλους τους συντελεστές της παράστασης. Αρχικά, για την επιλογή ενός έργου του Federico García Lorca που μοιάζει δύσκολο στη θεματική του. Επίσης, επειδή η διασκευή ήταν επιτυχής, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται για σύγχρονες εκδοχές παλαιότερων έργων. Τέλος, στο σύνολό της ήταν μια παράσταση που μας συγκλόνισε αρκετά.
Παναγιώτα Κλεάνθους