Το Θέατρο Θησείον αποτελεί έναν ακόμη αγαπημένο προορισμό για τους θεατρόφιλους που αναζητούν το «κάτι παραπάνω». Φιλοξενεί ενδιαφέρουσες παραστάσεις και ιδιαίτερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, αποσκοπώντας σε ένα άρτιο ποιοτικά αποτέλεσμα. Το Mix Grill δε θα μπορούσε να μην παρευρεθεί, λοιπόν, στον πρώτο θεατρικό μονόλογο του Μάνου Ελευθερίου, τον «Πατέρα του Άμλετ». Σε συνεργασία με τον Θοδωρή Γκόνη δίνουν σάρκα και οστά στο εγχείρημα αυτό έχοντας ως «εργαλείο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη.
O νεκρός πατέρας του Άμλετ επιστρέφει στο όνειρο του γιου του, για να του μεταφέρει τα αποστάγματα της σοφίας του, της εμπειρίας του, καθώς και τους φόβους και τις ανησυχίες για το μέλλον τόσο εκείνου όσο και του βασιλείου του. Σε μία de profundis εξομολόγηση δείχνει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του και καλεί το κοινό να δει ιδίοις όμμασι τα μύχια της ψυχής του.
Θα χρησιμοποιήσω αυτούσια τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου, όπως αυτά παρουσιάζονται στο Δελτίο Τύπου της παράστασης, θεωρώντας πως όποια προσπάθεια μεταφοράς των λεγομένων του δε θα αποδώσει τις προθέσεις και τον σκοπό του εγχειρήματος αυτού.
«Μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου ενσωματώθηκε πριν από χρόνια σε κάποιο μυθιστόρημά του. Ήταν ο μονόλογος ενός νέου συγγραφέα που βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και αντιμετώπιζε το θάνατό του με το να σκέπτεται την υπόθεση μερικών έργων του. Τα σκεπτόταν και τα διόρθωνε στο μυαλό του δίνοντας διορία στην επιβίωσή του, περιμένοντας τη σωτηρία του, για να ξεχνά την οδυνηρή θέση όπου βρισκόταν.
Αμέσως μετά την έκδοση του μυθιστορήματος απομόνωσα αυτό το εμβόλιμο κείμενο και άρχιζε η δική μου πια περιπέτεια σβήνοντας και συμπληρώνοντας με σκοπό να γίνει ένας θεατρικός μονόλογος. Το τί κατόρθωσα είναι άλλη υπόθεση και άλλος μονόλογος.
Φυσικά δεν είχα στο νου μου να «διορθώσω» το ποίημα του Θείου Ποιητή, όπως είναι πλέον της μόδας στα χρόνια μας. Ένα μέρος από την υπόθεση μόνο έφερα στον τόπο μας -γιατί εδώ διαδραματίζεται- και μερικές λέξεις από τη σπουδαία μετάφραση, του Μιχ. Δαμηράλη, στην καθαρεύουσα του 19ου αιώνα.
Ο Θοδωρής Γκόνης και ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης αποφάσισαν να το παρουσιάσουν στη σκηνή ξέροντας, σαν παλιές καραβάνες που είναι και οι δύο, τι έχουν να αντιμετωπίσουν μ' ένα τέτοιο ρίσκο.»
Πρόκειται όντως για ένα ρίσκο. Η γραφή του Μάνου Ελευθερίου, καθότι ποιητική, είναι αρκετά συμπυκνωμένη και απαιτεί το εκατό τοις εκατό της προσοχής του εκάστοτε αναγνώστη, εν προκειμένω θεατή. Γι’ αυτό, όσο πιο «απλή» είναι η μεταφορά ενός τέτοιου κειμένου, τόσο πιο επιτυχημένη θεωρείται, καθώς επιτρέπει σε έναν ικανοποιητικό βαθμό στον θεατή να αντιληφθεί και να αποκωδικοποιήσει τα νοήματα χωρίς να αποσπάται από ένα φορτωμένο σκηνικό ή από την έντονη κινησιολογία.
Ο σκοπός αυτός δεν επετεύχθη πλήρως. Πράγματι, με κύριο εφόδιο την ερμηνεία του σε ένα λιτό σκηνικό που αποτελείται από διαφόρων μεγεθών κουτιά, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης προσπαθεί να αποδώσει πλήθος στοχασμών, εννοιών και συναισθημάτων. Ένα φορτίο πολύ βαρύ από μόνο του. Μία αποστολή που κατάφερε με την ερμηνεία του να φέρει σε πέρας σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.
Ωστόσο, δεν είναι λίγα τα σημεία που δε γίνονται πλήρως κατανοητά, κάτι που πιθανώς οφείλεται σε μία σειρά παραγόντων. Παραδείγματος χάρη θα ήταν θεμιτή η πιο έντονη εναλλαγή χρώματος στη φωνή, αφού με την απουσία της αποδυναμώνεται η μεγάλη προσπάθεια αλλαγής ύφους και η προσπάθεια του κοινού να παρακολουθήσει το κείμενο γίνεται ένα ακόμη πιο δύσκολο εγχείρημα. Ένα ακόμη στοιχείο που αποτελεί τροχοπέδη στην προσήλωση των θεατών είναι η κακή ηχομόνωση. Σίγουρα ο ήχος από τον πολυσύχναστο δρόμο πίσω από το θέατρο απέσπασε περισσότερες από μία φορές τους θεατές.
Το στοιχείο που ήταν καθόλα πετυχημένο και μου φάνηκε εξαιρετικά εύστοχο από πλευράς σκηνοθεσίας είναι ο φωτισμός από διαφορετικές γωνίες και με ποικίλες αποχρώσεις. Έτσι, σχηματίζεται η φιγούρα του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη παραλλαγμένη και κάθε φορά ταιριαστή με το ύφος των λόγων του. Αξίζει επίσης να παρατηρηθεί το σχήμα κύκλου, η αρχή δηλαδή και το τέλος της παράστασης με την ίδια σκηνή, την επιστροφή του ηθοποιού στην αρχική του θέση. Η ενδυμασία ταιριαστή κι επιβλητική συμπληρώνει την απόδοση του ύφους της εποχής.
Ο θεατής αποχωρεί με αρκετά ερωτηματικά σχετικά με τη συνέχεια του κειμένου. Ο προβληματισμός αυτός έγκειται σε έναν γενικότερο προβληματισμό μου που αφορά στην απόδοση ενός ιδιαίτερου κειμένου στο θεατρικό σανίδι. Αν και επεξεργασμένος με σκοπό τη θεατρική απόδοση, είναι a priori αντιληπτό ότι δεν θα γίνει κατανοητός. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα ενδιαφέρον εγχείρημα και σίγουρα αξιέπαινο καθότι δύσκολο.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
Ερμηνεία: Χρήστος Χατζηπαναγιώτης
Σκηνικά-Κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική Επιμέλεια: Μικρή Άρκτος
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Μιχάλης Αγγελίδης, Δημήτρης Καντάς
Παραγωγή: Μικρή Άρκτος, Αιώρηση
Διεύθυνση Παραγωγής: Βιβή Γερολυμάτου
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
Ερμηνεία: Χρήστος Χατζηπαναγιώτης
Σκηνικά-Κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική Επιμέλεια: Μικρή Άρκτος
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Μιχάλης Αγγελίδης, Δημήτρης Καντάς
Παραγωγή: Μικρή Άρκτος, Αιώρηση
Διεύθυνση Παραγωγής: Βιβή Γερολυμάτου
Θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
Τουρναβίτου 7, Ψυρρή
Τηλέφωνο: 210 32 55 444
Σχετικό θέμα