Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, «τρέχω» σε συναυλίες. Κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι «κολλημένο» με διάφορα. Αν εξαιρέσουμε τις δύο διαχρονικές μου αγάπες, το Νταλάρα και τον Αλκίνοο, των οποίων τις συναυλίες σπανίως χάνω, κατά καιρούς «κόλλησα» με αμέτρητους καλλιτέχνες: μέχρι την Κέρκυρα για τους Κατσιμιχαίους, μέχρι τη Σκιάθο για τα Σπαθιά, μέχρι το Νεστόριο για το «Θανασάρα» ή μέχρι, πάλι τη Σκιάθο, για τον «Ρε Σωκράτη, τι λες τώρα, που θα παίζεις ως τις 4 η ώρα». Για να μη θυμηθώ, παλαιότερα, τον Νικόλα τον Παπάζογλου.
Κατά καιρούς, μουσικοί έρωτες ξεκίνησαν (πιο πρόσφατος ήταν, μάλλον, ο Χαρούλης) και έληξαν. Αναζωπυρώθηκαν κι έληξαν πάλι. Σας έχει συμβεί κι εσάς, σωστά; Γιατί όμως; Και, όποτε σας έχει συμβεί, πως το «μετρήσατε» μέσα σας; Σαν προδοσία; Σαν απιστία; Σαν φυσιολογική φθορά; Σα «να μείνουμε λίγο χωριά για να ξαναεπιθυμήσουμε ο ένας τον άλλο»; Και τι είναι αυτό που σας απομάκρυνε; (Με ενδιαφέρουν οι απόψεις σας στα σχόλια.)
Αν αναλογιστώ τα δικά μου «διαζύγια», τις περισσότερες φορές είχαν να κάνουν με την επανάληψη. Πόσες φορές να ακούσεις τα ίδια τραγούδια (συχνά - πυκνά με την ίδια σειρά); Το έχει αυτό η μικρή μας πολιτεία. Οι καλλιτέχνες δεν ρισκάρουν και τόσο, κυρίως γιατί, όποτε το επιχειρούν, το κοινό τους γυρνάει την πλάτη. Αυτό, βέβαια, δεν είναι μια απλή διαπίστωση. Έχει πελώριες κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις, που φτάνουν πολύ βαθιά στο «συλλογικό DNA» μας. Τους μάθαμε έτσι; Μας μάθανε έτσι; Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Και μήπως το αυγό γράφεται με β πια; (Άσχετο και σχετικό, αν με «πιάνεις» φίλτατε αναγνώστη.)
Για μένα η ρίζα του κακού ξεκινά από τότε που η πλειονότητα του κοινού άρχισε να χρησιμοποιεί τη μουσική ως συνοδευτική άλλων δραστηριοτήτων. Όταν απλώνεις τα ρούχα ή όταν ποτίζεις τον κήπο ή όταν τρέχεις, δεν θέλεις να έχεις στα αυτιά σου ένα καινούργιο τραγούδι. Προτιμάς ένα γνώριμο και δοκιμασμένο για να μην αποσπάται η προσοχή σου από αυτό που κάνεις. Καθώς, λοιπόν, δεν αποτελεί πια σημαντικό γεγονός η κυκλοφορία ενός νέου δίσκου (και δε μιλώ για το χειροπιαστό του πράγματος, αλλά για το δίσκο ως πνευματικό πόνημα), που να μπορεί να συγκεντρώσει μια οικογένεια στο σαλόνι να τον συνακροαστεί, θα ακούμε για πάντα τη «Φωτοβολίδα» του Περίδη και τον «Προσκυνητή» του Αλκίνοου (κι αυτές είναι οι καλές εκδοχές).
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτή την εμμονική επανάληψη δεν την αναζητά το κοινό από το λεγόμενο ελαφρολαϊκό τραγούδι. Απεναντίας, «κατασπαράζει» λαίμαργα το κάθε νέο σουξέ του Πλούταρχου, του Βέρτη και της Θεοδωρίδου. Βλέπετε (και δεν βγάζω την ουρά μου απέξω), εκεί τα πράγματα είναι «μετρημένα». Το τραγούδι είναι μεν καινούργιο, αλλά μιλάει πάντα για το ίδιο θέμα: έναν χωρισμό ή έναν έρωτα που ξεκινά. Έτσι, σου επιτρέπει να το ακούς αφηρημένα και να το επαναλαμβάνεις, καθώς σίγουρα έχεις περάσει κι εσύ τα ζόρια σου με κάποιον/α.
Μύλος. Και τεράστιο θέμα.
Θα επανέλθω.
Υ.Γ. Ο κορονοϊός «μηδένισε» τα κοντέρ μας. Εναγωνίως αναμένουμε την πρώτη συναυλία. Και μετράμε ανάποδα χωρίς να ξέρουμε πότε θα ακουστεί το «πυρ».