Η Μικρή Λέξη Αγάπη (5)

«Η Μικρή Λέξη Αγάπη»: Ένα έργο για τα «εγκλήματα» που γίνονται στο όνομά της

Την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου βρεθήκαμε στο θέατρο Από Κοινού για να παρακολουθήσουμε τη θεατρική παράσταση «Η Μικρή Λέξη Αγάπη» με την Αγγελική Ξένου και τη Βασιλική Κούλη, σε ένα ακόμη λογοτεχνικό και στοχαστικό δημιούργημα του Αύγουστου Κορτώ.

Διαβάστηκε φορες

Κεντρική ηρωΐδα είναι η Μάντια, ένα κορίτσι που υφίσταται κακοποίηση μέσα στο σπίτι της. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από αυτόν τον κλοιό, φεύγει μακριά. Ερωτεύεται έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άνδρα, ο οποίος μέσα από το προκάλυμμα της αγάπης την κακοποιεί κι αυτός. Αυτή υπομένει τα πάντα, αλλά ετέλει τον σκοτώνει και τρελαίνεται. Πόσα μπορεί να αντέξει μια γυναίκα για χάρη της αγάπης;

Το έργο μάς φάνηκε διαχρονικό και βαθιά στοχαστικό. Μας δείχνει πώς ένα παιδί που έχει μάθει να ζει στη βία δεν είναι εύκολο να την αναγνωρίσει και να την καταπολεμήσει. Βήμα-βήμα βλέπουμε πώς κάποιος περνά από όλα τα στάδια της βίας: από την ψυχολογική στη λεκτική και τέλος στη σωματική. Μέσα από αυτό το έργο, το οποίο ως παράδειγμα φέρνει τη νεαρή Μάντια, μάς δείχνει πώς τρέφεται από τον πόνο του άλλου ένας άνθρωπος ο οποίος είναι χειριστικός και κακοποιητικός, πώς μπορεί κάθε κοπέλα να τον αναγνωρίσει και τι δεν πρέπει να κάνει. Όταν από παιδί σού λείπει η αγάπη και η οικογενειακή θαλπωρή, ύστερα αυτό επιδρά στην ενήλικη ζωή σου. Την ψάχνεις πάντα, την αναζητάς και τη ζητιανεύεις, την ανταλλάσσεις με ψίχουλα. Αυτό συνέβη και στη Μάντια.


Χαρακτηριστική είναι η φράση της για τον κακοποιητικό σύζυγό της: «Ο Άκης ποτέ δεν θα μου έκανε κακό». Κι εκεί είναι εμφανής η ερμηνεία της Αγγελικής Ξένου, που υποδύεται ένα νεαρό κορίτσι που ακόμα πιστεύει στην αγάπη και την αναζητάει, ενώ θα έπρεπε να ξέρει. Ένα έργο επίσης αντιπροσωπευτικό μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που σήμερα τείνει να παραγκωνίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό και το όποιο σημάδι διαφορετικότητας και ξεβολέματος, με την εξής φράση: «Τα εν οίκω μη εν δήμω και ο καθένας τον σταυρό του».

Παρά το δράμα που διαδραματίζεται από την αρχή του έργου και την κακοποίηση που υφίσταται η Μάντια ως παιδί από τον πατέρα της, τη βλέπουμε να γελά, να κάνει όνειρα, να έχει μια ανέμελη διάθεση μέχρι ακόμα και τη στιγμή που ερωτεύεται, φεύγει από τον κακοποιητικό της πατέρα με τη βοήθεια της μητέρας της και πάει στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε αυτή την κατάσταση γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα, έναν άλλον κακοποιητικό άνδρα: όμορφο, νέο, πετυχημένο. Κι εκεί συνεχίζεται η ίδια και χειρότερη ζωή, στην οποία η ίδια συνεχίζει να πιστεύει στην αγάπη, να ζητά το χάδι, τη συντροφικότητα χωρίς να βλέπει τα σημάδια μιας χειριστικής συμπεριφοράς, ακόμα κι όταν τον παντρεύεται και κάνει οικογένεια μαζί του. Γιατί τα έχει συνηθίσει, δεν την τρομάζουν, δεν τη θορυβούν. Μέχρι που το θύμα γίνεται θύτης και, μην μπορώντας να αντέξει άλλο το δυνάστη της, παίρνει τον νόμο στα χέρια της.


Ωστόσο, γύρω από την ιστορία της Μάντιας υπάρχουν πρόσωπα που τη συντροφεύουν και με αφορμή αυτά το κείμενο αναφέρεται και σε άλλα προβλήματα και παθογένειες που έχει η σύγχρονη εποχή. Κάποια από αυτά είναι: τα ναρκωτικά, η αυτοκτονία, η οικονομική ανέχεια και θέματα επιβίωσης


Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο με ευαισθησία, όμως μέσα από την ερμηνευτική ικανότητα των πρωταγωνιστών ο θεατής εισπράττει συγχρόνως και τη δυναμική που χρειάζεται κάποιος για να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις. Η Αγγελική Ξένου (Μάντια) και η Βασιλική Κούλη (σε διαφορετικούς ρόλους) ενσαρκώνουν τις πρωταγωνίστριες των ιστοριών: σύγχρονες γυναίκες που άλλοτε βασανίζονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους ή την κοινωνία κι άλλοτε προσπαθούν να πάρουν τη μοίρα στα χέρια τους, κάνουν όνειρα και προσπαθούν να ξεφύγουν από τους δυνάστες τους. Κάποιες ηρωΐδες τα καταφέρνουν κάποιες όχι, κι όμως συνεχίζουν να πιστεύουν στην αγάπη. 


Λιτά σκηνικά: ένα κρεβάτι ένα τραπέζι και μια άκρη με λουλούδια είναι αρκετά ώστε ο θεατής να επικεντρωθεί στο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Ένας βουβός πόνος που ερμήνευσε η Αγγελική Ξένου χωρίς υπερβολές, βάζοντας το θεατή να περάσει από διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις χωρίς να ξεφύγει από το κυρίαρχο θέμα: τα στάδια της κακοποίησης, μιας και βλέπουμε τη Μάντια να πορεύεται σε όλη της ζωή με έναν κακοποιητικό άνθρωπο δίπλα της κι από ένα γελαστό παιδί να μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο χωρίς πυξίδα, χωρίς όρεξη για ζωή και όνειρα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να προσθέσουμε πως ο άνθρωπος που βιώνει κακοποίηση δεν είναι κάτι που μπορεί να το εντοπίσει εύκολα ούτε ο ίδιος στον εαυτό του αλλά ούτε και οι άλλοι σε αυτόν. Και αυτό είναι ένα ακόμα από τα πολύ σημαντικά μηνύματα που μας περνά αυτό το κείμενο.


Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Κώστα και τη Σοφία Ραυτοπούλου.

Διαβάστε ακόμα