Ένας μουσικός γραφιάς έχει διάφορους ρόλους. Ο απλούστερος από αυτούς είναι να ενημερώνει: κυκλοφόρησε ο τάδε δίσκος, θα συνεργαστεί ο Χ με τον Ψ καλλιτέχνη, ο δείνα άφησε τα εγκόσμια κτλ. Πρόκειται για εύκολη εργασία, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου αλλά και λόγω των δελτίων τύπου που τις περισσότερες φορές κάνουν από μόνα τους τη δουλειά. Ένας πιο σημαντικός ρόλος είναι αυτός του συνεντευξιαστή. Σαφώς πιο δύσκολο και κοπιαστικό το να κάνεις μια καλή συνέντευξη, καθώς απαιτεί να έχεις παρακολουθήσει τον καλλιτέχνη, να έχεις διαβάσει παλαιότερες συνεντεύξεις του και να είσαι καλός στον χειρισμό της ροής της κουβέντας.
Η κριτική, όμως, αποτίμηση του έργου ενός καλλιτέχνη είναι σαφώς το πιο πολύπλοκο αλλά και το πιο σημαντικό αντικείμενο όσων γράφουν για μουσική. Και παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος και η χρησιμότητα της κριτικής, στα μέρη μας τουλάχιστον, αμφισβητούνται πολλάκις. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους, κάποιοι από τους οποίους δεν είναι πολύ προφανείς.
Τι εστί... βερίκοκο;
Κατ’ αρχάς, τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «κριτική»; Ανοίγοντας ένα λεξικό1, διαβάζω: «η τεκμηριωμένη κρίση που εκφέρεται ως αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας». Αυτός, προφανώς, είναι ο ορισμός που μας ενδιαφέρει και λιγότερο ο επόμενος, από το ίδιο λεξικό: «επισήμανση λαθών, αδυναμιών κτλ.». Η λειτουργία, λοιπόν, της κριτικής είναι να αποτιμά, να αξιολογεί τα μουσικά έργα, με βάση επιχειρήματα.
Και είναι, ξέρετε, παμπάλαιο το επάγγελμα του μουσικοκριτικού, παλαιότερο σίγουρα από ό,τι ίσως φαντάζονται πολλοί. Μία από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες (ίσως να είναι και η παλαιότερη) για την έκδοση ενός αποκλειστικά μουσικού περιοδικού έγινε στις 3 Απριλίου του 1834 οπότε και κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Neue Zeitschrift für Musik2 (Νέα Εφημερίδα για τη Μουσική, σε ελεύθερη μετάφραση), του οποίου ιδρυτές ήταν ο Robert Schumann (ναι, ο γνωστός και σπουδαίος ρομαντικός συνθέτης), ο δάσκαλός του Friedrich Wieck και ο στενός του φίλος Ludwig Schuncke. Ο ίδιος ο Schumann, μάλιστα, έγραφε κριτικές μουσικών έργων και υπήρξε επιδραστικός και σε αυτό τον τομέα.
Φυσικά, ο Schumann και όλοι οι κριτικοί της εποχής του είχαν να κάνουν είτε με παρτιτούρες είτε με τις «ζωντανές» (ο όρος δεν είχε χρήση τότε) εκτελέσεις των έργων. Από τότε, όμως, που ανακαλύφθηκε ο φωνόγραφος, από τον Thomas Edison, κάπου στα 1877, και με τη σταδιακή εξέλιξη της τεχνολογίας, το μουσικό έργο έπαψε να μεταδίδεται αποκλειστικά εκ του σύνεγγυς ή μέσω της αποτύπωσής του στο χαρτί. Πλέον, το έργο του καλλιτέχνη αποτυπώνεται σε κάποιο μέσο μέσω του οποίου αυτό αναπαράγεται ηχητικά. Έτσι, το κύριο εστιακό σημείο της μουσικοκριτικής είναι, πια ο δίσκος βινυλίου, το cd ή το mp3, που φέρει αυτό που ο καλλιτέχνης επιλέγει να δημοσιοποιήσει ως οριστική μορφή του έργου του.
Γιατί να το... φάω;
Είναι ένα εύλογο, κατ’ αρχάς, ερώτημα: γιατί τη χρειαζόμαστε την κριτική; Μια χαρά δεν είμαστε και χωρίς αυτήν; Φαινομενικά, ναι, η κριτική μοιάζει με αχρείαστο πεδίο – τα είπαμε λίγο και την προηγούμενη φορά. Ακούς τη μουσική, συγκινείσαι και την ξανακούς ή δε σε αγγίζει και πας παρακάτω. Ναι, αλλά υπάρχουν και κάποιοι παράγοντες που μας διαφεύγουν εδώ.
Σε παλαιότερες εποχές, τότε που η ενημέρωση αλλά και η ίδια η μουσική δεν έτρεχαν σαν νερό μέσα στα σπίτια μας, ο δισκοκριτικός λειτουργούσε ως μια καλώς εννοούμενη «αυθεντία», ως κάποιος που άκουγε πολλή μουσική και ήταν σε θέση να προτείνει στους αναγνώστες του τους δίσκους στους οποίους θα μπορούσαν να επενδύσουν τα χρήματά τους.
Σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου, του downloading και του streaming, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο δισκοκριτικός καθίσταται αχρείαστος καθώς ο καθένας πλέον μπορεί να ακούσει όποιον δίσκο θέλει χωρίς να πληρώσει. Όμως, είναι προφανές ότι ο μέσος ακροατής είναι αδύνατον να ακούσει τα πάντα ενώ, ακόμα και στην περίπτωση που καταφέρει κάτι τέτοιο, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί σε κάποια από αυτά που άκουσε. Έτσι, ο δισκοκριτικός και πάλι μπορεί να λειτουργήσει ως φίλτρο, ως κάποιος που επειδή είναι συστηματικός και οργανωμένος ακροατής, μπορεί πιο γρήγορα να εκτιμήσει και να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, αποτελεί το να είναι αυτός καλός στη δουλειά του αλλά και να επιλέγει να την κάνει καλά – άλλη συζήτηση αυτή, θα την κάνουμε κάποια στιγμή.
Πέρα, όμως, από την «πεζή» λειτουργία του να προτείνει ή όχι έναν δίσκο, μια καλή δισκοκριτική έχει πολλές περισσότερες λειτουργίες. Προβληματίζει, θέτει ερωτήματα, διαμορφώνει την προσωπικότητα και εκπαιδεύει το γούστο του αναγνώστη της. Πάνω από όλα, συντηρεί και αναβαθμίζει τη συζήτηση γύρω από τη μουσική, κάτι που αποτελεί τελικά ζωτικό σημείο του πολιτισμού γενικότερα. Κι όλα αυτά ξεκινούν ουσιαστικά από μια «απόπειρα επικοινωνίας» – με αυτές τις λέξεις, μεστά και εύστοχα, προσδιόρισε την κριτική τέχνης ο Αργύρης Ζήλος3.
Καλή χώνεψη
Παραμένει, βέβαια, ένα σημαντικό ζήτημα: τι περιλαμβάνει τελικά μια πλήρης κριτική; Πρόκειται σαφώς για κάτι που θέλει αρκετή συζήτηση και για αυτό το λόγο το αφήνω για την επόμενή μας συνάντηση, σε δύο εβδομάδες από σήμερα. Τότε είναι που θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω και τους λόγους για τους οποίους η δισκοκριτική είναι αμφιλεγόμενη, αν όχι και απαξιωμένη, στη χώρα μας καθώς και να συμπληρώσω κάποια κενά που, ίσως, άφησα στο παρόν κείμενο. Για την ώρα, «χωνέψτε» όσα είπαμε μέχρι εδώ και βέβαια σχολιάστε ό,τι θεωρείτε άστοχο. Καλές γιορτές!
1: Πύλη Για Την Ελληνική Γλώσσα (http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html).
2: Το περιοδικό κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα. Περισσότερα στη διεύθυνση: http://www.musikderzeit.de/
3. Περιοδικό Muzine, τεύχος 06, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2008
* Φωτογραφίες από wikipedia.org και από εδώ.