«Τι μουσική ακούς;» Είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που ρωτάς, ειδικά αν είσαι μουσικόφιλος, κάποιον (ή κάποια) που συναντάς για πρώτη φορά. Και από την απάντηση που θα λάβεις, συνήθως εξαρτώνται πολλά. Οι μουσικές προτιμήσεις, ανάλογα αν είναι κοντινές ή απέχουν πολύ, μπορούν να «φτιάξουν» ή να «χαλάσουν» μια φιλική ή ερωτική σχέση από την αρχή κιόλας της γνωριμίας.
Ο σνομπισμός της νεότητας
Θυμάμαι όταν ήμουν έφηβος, αλλά και λίγο μετά, πόσο απόλυτος ήμουν σε ό,τι αφορούσε τα μουσικά ακούσματα. Αν με ρωτούσε κάποιος τι άκουγα, απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη «ροκ» ενώ σνόμπαρα οτιδήποτε ήταν ελληνικής προέλευσης ή είχε σχέση με ελεκτρόνικα, χιπ χοπ, μέταλ. Με τον ίδιο, πάνω κάτω, τρόπο αντιδρούσε και η πλειοψηφία των συνομιλίκων μου, με μόνη διαφορά το μουσικό είδος που αγαπούσε ο καθένας. Παρά τις αλλαγές που έχουν επέλθει στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δική μου εφηβεία, δεν βλέπω πολλές αλλαγές στη νοοτροπία των σημερινών νέων παιδιών - με εξαιρέσεις φυσικά να υπάρχουν πάντα.
Εδώ που τα λέμε, είναι λογικό ένας έφηβος να τα βλέπει έτσι τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, σε τέτοιες ηλικίες τα ακούσματα που μπορεί να έχει κανείς είναι σχετικά λίγα. Αν βάλετε στην εξίσωση και τις σημαντικές αλλαγές (σωματικές, ψυχολογικές και άλλες) που βιώνει κανείς σε αυτή την ηλικία, επόμενο είναι να συνδεθεί γερά με ό,τι τον εκφράζει περισσότερο, επομένως και με συγκεκριμένα μουσικά πρότυπα. Τι γίνεται, όμως, όταν περάσει αυτή η φάση;
Όσο ζω μαθαίνω (;)
Η πραγματική έκπληξη έρχεται όταν βλέπεις ότι πολλοί ακροατές παραμένουν σε αυτές περίπου τις συντεταγμένες ακόμα κι αν πατήσουν τα 25 ή και τα 30 τους χρόνια. Και, κάπως έτσι, δεν περιμένεις πια καμιά έκπληξη όταν ρωτάς τον διπλανό σου για τα μουσικά ακούσματά του. Ή θα σου πει «έντεχνο» ή «ίντυ» ή «τζαζ» ή «λαϊκό» - και πάει λέγοντας.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι και πάλι λογικό και αναμενόμενο. Μεγαλώνοντας, μεγαλώνουν και οι υποχρεώσεις, η δουλειά αφήνει ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, η σχέση με τη μουσική εξασθενεί και η ακρόαση περιορίζεται στα παλιά αγαπημένα και σε ό,τι προλαβαίνει να πιάσει το αυτί από το ραδιόφωνο. Σωστά.
Ας εστιάσουμε, όμως, σε αυτούς που επιλέγουν να διατηρήσουν ανέπαφη τη σχέση τους με τη μουσική, που βρίσκουν τους τρόπους και τον χρόνο να ενημερώνονται και να ακούν νέα πράγματα. Σε αυτούς κατατάσσονται και οι μουσικοί αλλά και οι μουσικογραφιάδες. Θα περίμενε κανείς από αυτούς τουλάχιστον να «ανοίγουν» συνεχώς τους μουσικούς τους ορίζοντες, να αναζητούν το καινούργιο, το άγνωστο, το αχαρτογράφητο.
Σπάνια, όμως, συναντάς τέοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, παρατηρείς ότι ο καθένας φροντίζει να παρακολουθεί τα ένα-δύο-τρία-δεν-έχει-σημασία-πόσα υποείδη που γουστάρει. Κι αν τους ρωτήσεις, σου λένε ότι είναι «θέμα γούστου», ξεχνώντας βολικά ότι και το γούστο εκπαιδεύεται και διευρύνεται – φτάνει, βέβαια, να το θες.
Η ακρόαση των πάντων
Είχα μια σχετική συζήτηση πριν πολλά χρόνια με έναν επιστήθιο φίλο μουσικό και μου έλεγε πόσο λάθος θεωρούσε όταν στην ερώτηση «τι μουσική ακούς;» του απαντούσαν «τα πάντα». Υποστήριζε ότι μια τέτοια απάντηση φανέρωνε έλλειψη άποψης. Είχα συμφωνήσει μαζί του τότε αλλά δε νομίζω ότι συμφωνώ πια.
Σίγουρα η συγκεκριμένη απάντηση είναι προβληματική ακριβώς επειδή δεν αφήνει τίποτα απ’ έξω. Προσωπικά, όμως, την προτιμώ από τις άλλες που δεν αφήνουν σχεδόν τίποτα μέσα. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις, δηλαδή, στον άλλο ότι ακούς Ελένη Δήμου και Μαρία Φαραντούρη, Oasis και Γιώργο Νταλάρα, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Tony Braxton, σονάτες του Beethoven και λαϊκά του Τσιτσάνη, Miles Davis και Autechre;
Όχι, δεν ακούω «τα πάντα» και δεν ξέρω κανέναν που να το κάνει. Όλοι μας προς τα κάπου κλίνουμε, προτιμούμε τα τάδε ή τα δείνα μουσικά είδη. Όσο, όμως, κανείς ανοίγει το εύρος των ακουσμάτων του, είναι επόμενο να απομακρύνεται από την κατηγοριοποίηση της μουσικής σε είδη και τη δογματική αντιμετώπισή της και να μαθαίνει να απολαμβάνει εξίσου τις διαφορετικές «διαλέκτους» της. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κανείς άξιος μουσικόφιλος, πραγματικός φίλος, δηλαδή, της μουσικής σε όλες της τις εκφάνσεις. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε την ερώτηση «τι μουσική ακούς;», εσείς τι θα απαντήσετε;
* Φωτογραφίες από εδώ και εδώ.
Ο σνομπισμός της νεότητας
Θυμάμαι όταν ήμουν έφηβος, αλλά και λίγο μετά, πόσο απόλυτος ήμουν σε ό,τι αφορούσε τα μουσικά ακούσματα. Αν με ρωτούσε κάποιος τι άκουγα, απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη «ροκ» ενώ σνόμπαρα οτιδήποτε ήταν ελληνικής προέλευσης ή είχε σχέση με ελεκτρόνικα, χιπ χοπ, μέταλ. Με τον ίδιο, πάνω κάτω, τρόπο αντιδρούσε και η πλειοψηφία των συνομιλίκων μου, με μόνη διαφορά το μουσικό είδος που αγαπούσε ο καθένας. Παρά τις αλλαγές που έχουν επέλθει στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δική μου εφηβεία, δεν βλέπω πολλές αλλαγές στη νοοτροπία των σημερινών νέων παιδιών - με εξαιρέσεις φυσικά να υπάρχουν πάντα.
Εδώ που τα λέμε, είναι λογικό ένας έφηβος να τα βλέπει έτσι τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, σε τέτοιες ηλικίες τα ακούσματα που μπορεί να έχει κανείς είναι σχετικά λίγα. Αν βάλετε στην εξίσωση και τις σημαντικές αλλαγές (σωματικές, ψυχολογικές και άλλες) που βιώνει κανείς σε αυτή την ηλικία, επόμενο είναι να συνδεθεί γερά με ό,τι τον εκφράζει περισσότερο, επομένως και με συγκεκριμένα μουσικά πρότυπα. Τι γίνεται, όμως, όταν περάσει αυτή η φάση;
Όσο ζω μαθαίνω (;)
Η πραγματική έκπληξη έρχεται όταν βλέπεις ότι πολλοί ακροατές παραμένουν σε αυτές περίπου τις συντεταγμένες ακόμα κι αν πατήσουν τα 25 ή και τα 30 τους χρόνια. Και, κάπως έτσι, δεν περιμένεις πια καμιά έκπληξη όταν ρωτάς τον διπλανό σου για τα μουσικά ακούσματά του. Ή θα σου πει «έντεχνο» ή «ίντυ» ή «τζαζ» ή «λαϊκό» - και πάει λέγοντας.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι και πάλι λογικό και αναμενόμενο. Μεγαλώνοντας, μεγαλώνουν και οι υποχρεώσεις, η δουλειά αφήνει ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, η σχέση με τη μουσική εξασθενεί και η ακρόαση περιορίζεται στα παλιά αγαπημένα και σε ό,τι προλαβαίνει να πιάσει το αυτί από το ραδιόφωνο. Σωστά.
Ας εστιάσουμε, όμως, σε αυτούς που επιλέγουν να διατηρήσουν ανέπαφη τη σχέση τους με τη μουσική, που βρίσκουν τους τρόπους και τον χρόνο να ενημερώνονται και να ακούν νέα πράγματα. Σε αυτούς κατατάσσονται και οι μουσικοί αλλά και οι μουσικογραφιάδες. Θα περίμενε κανείς από αυτούς τουλάχιστον να «ανοίγουν» συνεχώς τους μουσικούς τους ορίζοντες, να αναζητούν το καινούργιο, το άγνωστο, το αχαρτογράφητο.
Σπάνια, όμως, συναντάς τέοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, παρατηρείς ότι ο καθένας φροντίζει να παρακολουθεί τα ένα-δύο-τρία-δεν-έχει-σημασία-πόσα υποείδη που γουστάρει. Κι αν τους ρωτήσεις, σου λένε ότι είναι «θέμα γούστου», ξεχνώντας βολικά ότι και το γούστο εκπαιδεύεται και διευρύνεται – φτάνει, βέβαια, να το θες.
Η ακρόαση των πάντων
Είχα μια σχετική συζήτηση πριν πολλά χρόνια με έναν επιστήθιο φίλο μουσικό και μου έλεγε πόσο λάθος θεωρούσε όταν στην ερώτηση «τι μουσική ακούς;» του απαντούσαν «τα πάντα». Υποστήριζε ότι μια τέτοια απάντηση φανέρωνε έλλειψη άποψης. Είχα συμφωνήσει μαζί του τότε αλλά δε νομίζω ότι συμφωνώ πια.
Σίγουρα η συγκεκριμένη απάντηση είναι προβληματική ακριβώς επειδή δεν αφήνει τίποτα απ’ έξω. Προσωπικά, όμως, την προτιμώ από τις άλλες που δεν αφήνουν σχεδόν τίποτα μέσα. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις, δηλαδή, στον άλλο ότι ακούς Ελένη Δήμου και Μαρία Φαραντούρη, Oasis και Γιώργο Νταλάρα, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Tony Braxton, σονάτες του Beethoven και λαϊκά του Τσιτσάνη, Miles Davis και Autechre;
Όχι, δεν ακούω «τα πάντα» και δεν ξέρω κανέναν που να το κάνει. Όλοι μας προς τα κάπου κλίνουμε, προτιμούμε τα τάδε ή τα δείνα μουσικά είδη. Όσο, όμως, κανείς ανοίγει το εύρος των ακουσμάτων του, είναι επόμενο να απομακρύνεται από την κατηγοριοποίηση της μουσικής σε είδη και τη δογματική αντιμετώπισή της και να μαθαίνει να απολαμβάνει εξίσου τις διαφορετικές «διαλέκτους» της. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κανείς άξιος μουσικόφιλος, πραγματικός φίλος, δηλαδή, της μουσικής σε όλες της τις εκφάνσεις. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε την ερώτηση «τι μουσική ακούς;», εσείς τι θα απαντήσετε;
* Φωτογραφίες από εδώ και εδώ.