Είχα κάποτε μια συζήτηση με μια συμφοιτήτρια και φίλη που έκτοτε, παρότι έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια, την επαναφέρω στο μυαλό μου συχνά. Το θέμα μας ήταν «ο σημαντικότερος καλλιτέχνης της σύγχρονης μουσικής» - ή περίπου αυτό – και ως απάντηση εκείνη είχε προτείνει τον Jimi Hendrix, εγώ τους Beatles ενώ ένας τρίτος παρευρισκόμενος τους Kraftwerk. Απ’ όσο θυμάμαι δεν είχαμε τελικά καταλήξει κάπου – και πώς θα
μπορούσαμε άλλωστε;
Εκείνο που μου έχει μείνει από εκείνη την κουβέντα είναι το πρώτο επιχείρημα της φίλης μου, όταν της ζήτησα να μου αιτιολογήσει τη θέση της υπέρ του Hendrix. Μου είπε ακριβώς: «Κατ’ αρχάς, ο Jimi Hendrix έπαιζε μπλουζ». Πρέπει να σάστισα όταν το άκουσα γιατί, απ’ όσο θυμάμαι, το άφησα αναπάντητο. Από τότε, όμως, ξαναζώ πολλές φορές τη συζήτησή μας στο μυαλό μου και της δίνω την απάντηση που θα της είχα δώσει τότε, αν ήμουν αρκετά
ετοιμόλογος.
Κατά τη γνώμη μου, το ότι ο Jimi Hendrix έπαιζε μπλουζ – ή, για την ακρίβεια, δανειζόταν πολλά από το εν λόγω μουσικό είδος-στυλ – δεν λέει τίποτε από μόνο του. Στο μυαλό της φίλης μου και πολλών μουσικόφιλων, όμως, το μπλουζ είναι εξ ορισμού ανώτερο/σημαντικότερο/ωραιότερο/βάλτε-ό,τι-άλλο-θέλετε από την ποπ των Beatles. Κάπως έτσι, οι Blur και οι Beach Boys θεωρούνται από κάποιους «χαζοχαρούμενοι» επειδή στα τραγούδια τους ακούγονται υψίσυχνα φωνητικά ενώ οι Placebo, π.χ., και οι Sex Pistols ηρωοποιούνται αυτομάτως λόγω του «αντρίκιου» ήχου τους – και αντιστρόφως.
Είναι εξαιρετικά απλουστευτικός και λανθασμένος αυτός ο τρόπος σκέψης, νομίζω, καθώς αναγάγει σε αυταξία το ύφος, το στυλ, το είδος της μουσικής, που ακολουθεί ο εκάστοτε καλλιτέχνης και όχι το περιεχόμενο του έργου του. Κανένα νόημα δεν έχει η σύγκριση μεταξύ μουσικών στυλ καθώς κάθε ένα από αυτά διαμορφώνεται σε διαφορετικές εποχές και υπό διαφορετικές συνθήκες. Συμπεράσματα μπορεί κανείς να βγάλει μόνο αν, με δεδομένο το όποιο στυλ, επιχειρήσει να δει πώς κινήθηκε ο καλλιτέχνης εντός του, αν και πόσο διεύρυνε τα όριά του, κατά πόσο προσέφερε έργο με καλλιτεχνική αξία μεταχειριζόμενός το.
Κι όμως, θα πετύχετε πολλούς να υπερασπίζονται το λαϊκό τραγούδι, ας πούμε, έναντι των πιο σύγχρονων ρευμάτων με μόνη δικαιολογία το ότι αυτό αποτελεί την ελληνική μουσική παράδοση και χωρίς να κάνουν άλλη διάκριση ή ανάλυση. Επίσης, θα ακούσετε διάφορους «έντεχνους» να αποκυρήσσουν το σύνολο της ελεκτρόνικα ενώ αν πάτε προς το χώρο του μέταλ, θα βρείτε τους πλέον σκληροπυρηνικούς να αγνοούν ή να χλευάζουν οτιδήποτε ξεφεύγει έστω και λίγο από το «δόγμα» του συγκεκριμένου στυλ. Και τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.
Αν θέλετε μπορούμε να συζητήσουμε κάποια στιγμή τους λόγους που κάνουν κάποιους καλλιτέχνες σημαντικούς. Υπάρχουν επιχειρήματα που μπορούν να υποστηρίξουν το γιατί οι Beatles, οι Kraftwerk, ο Bob Dylan και ο Βασίλης Τσιτσάνης, μεταξύ άλλων, μνημονεύονται από τόσους και τόσους ως πρωτοπόροι, οραματιστές, επιδραστικοί. Σε αυτούς ανήκει αναντίρρητα και ο Jimi Hendrix. Όχι, όμως, απλώς επειδή έπαιζε μπλουζ...
μπορούσαμε άλλωστε;
Εκείνο που μου έχει μείνει από εκείνη την κουβέντα είναι το πρώτο επιχείρημα της φίλης μου, όταν της ζήτησα να μου αιτιολογήσει τη θέση της υπέρ του Hendrix. Μου είπε ακριβώς: «Κατ’ αρχάς, ο Jimi Hendrix έπαιζε μπλουζ». Πρέπει να σάστισα όταν το άκουσα γιατί, απ’ όσο θυμάμαι, το άφησα αναπάντητο. Από τότε, όμως, ξαναζώ πολλές φορές τη συζήτησή μας στο μυαλό μου και της δίνω την απάντηση που θα της είχα δώσει τότε, αν ήμουν αρκετά
ετοιμόλογος.
Κατά τη γνώμη μου, το ότι ο Jimi Hendrix έπαιζε μπλουζ – ή, για την ακρίβεια, δανειζόταν πολλά από το εν λόγω μουσικό είδος-στυλ – δεν λέει τίποτε από μόνο του. Στο μυαλό της φίλης μου και πολλών μουσικόφιλων, όμως, το μπλουζ είναι εξ ορισμού ανώτερο/σημαντικότερο/ωραιότερο/βάλτε-ό,τι-άλλο-θέλετε από την ποπ των Beatles. Κάπως έτσι, οι Blur και οι Beach Boys θεωρούνται από κάποιους «χαζοχαρούμενοι» επειδή στα τραγούδια τους ακούγονται υψίσυχνα φωνητικά ενώ οι Placebo, π.χ., και οι Sex Pistols ηρωοποιούνται αυτομάτως λόγω του «αντρίκιου» ήχου τους – και αντιστρόφως.
Είναι εξαιρετικά απλουστευτικός και λανθασμένος αυτός ο τρόπος σκέψης, νομίζω, καθώς αναγάγει σε αυταξία το ύφος, το στυλ, το είδος της μουσικής, που ακολουθεί ο εκάστοτε καλλιτέχνης και όχι το περιεχόμενο του έργου του. Κανένα νόημα δεν έχει η σύγκριση μεταξύ μουσικών στυλ καθώς κάθε ένα από αυτά διαμορφώνεται σε διαφορετικές εποχές και υπό διαφορετικές συνθήκες. Συμπεράσματα μπορεί κανείς να βγάλει μόνο αν, με δεδομένο το όποιο στυλ, επιχειρήσει να δει πώς κινήθηκε ο καλλιτέχνης εντός του, αν και πόσο διεύρυνε τα όριά του, κατά πόσο προσέφερε έργο με καλλιτεχνική αξία μεταχειριζόμενός το.
Κι όμως, θα πετύχετε πολλούς να υπερασπίζονται το λαϊκό τραγούδι, ας πούμε, έναντι των πιο σύγχρονων ρευμάτων με μόνη δικαιολογία το ότι αυτό αποτελεί την ελληνική μουσική παράδοση και χωρίς να κάνουν άλλη διάκριση ή ανάλυση. Επίσης, θα ακούσετε διάφορους «έντεχνους» να αποκυρήσσουν το σύνολο της ελεκτρόνικα ενώ αν πάτε προς το χώρο του μέταλ, θα βρείτε τους πλέον σκληροπυρηνικούς να αγνοούν ή να χλευάζουν οτιδήποτε ξεφεύγει έστω και λίγο από το «δόγμα» του συγκεκριμένου στυλ. Και τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.
Αν θέλετε μπορούμε να συζητήσουμε κάποια στιγμή τους λόγους που κάνουν κάποιους καλλιτέχνες σημαντικούς. Υπάρχουν επιχειρήματα που μπορούν να υποστηρίξουν το γιατί οι Beatles, οι Kraftwerk, ο Bob Dylan και ο Βασίλης Τσιτσάνης, μεταξύ άλλων, μνημονεύονται από τόσους και τόσους ως πρωτοπόροι, οραματιστές, επιδραστικοί. Σε αυτούς ανήκει αναντίρρητα και ο Jimi Hendrix. Όχι, όμως, απλώς επειδή έπαιζε μπλουζ...