Η επιστροφή του Plisskën Festival μετά από το διάλλειμα του 2011 ήρθε τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό κενό στο καλοκαιρινό συναυλιακό τοπίο από την απουσία του Synch. Το στοίχημα που προσπαθεί να κερδίσει το νέο αυτό φεστιβάλ σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο δεν είναι καθόλου εύκολο: μπορεί το ελληνικό μουσικόφιλο κοινό να υποστηρίξει ένα φεστιβάλ εναλλακτικής μουσικής χωρίς ηχηρά ονόματα;
Την τελική απάντηση μπορούν να μας τη δώσουν μόνο οι διοργανωτές, αλλά η εκτίμηση μου βλέποντας το μισοάδειο χώρο της κυρίως σκηνής ακόμα και κατά την εμφάνιση του πιο γνωστού ονόματος, της Peaches (που την είχαμε παρακολουθήσει και στο τελευταίο Synch του 2010), είναι πώς μάλλον το πείραμα δεν πέτυχε. Αν φταίει μόνο η οικονομική κρίση ή αν υπάρχουν και άλλοι λόγοι γι’ αυτό, είναι ένα θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση και δεν είναι του παρόντος. Εμείς θα σας μεταφέρουμε τι είδαμε στο δεκάωρο που ήμασταν εκεί και εσείς μπορείτε να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα για το αν αξίζουν μεγαλύτερης υποστήριξης ανάλογες διοργανώσεις.
Το πρόγραμμα του φεστιβάλ ξεκίνησε από νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου (τρεις και τέταρτο ήταν η ώρα εμφάνισης των πρώτων ονομάτων) και κράτησε ως τα ξημερώματα της Κυριακής. Το team του mixgrill, πιστό στο καθήκον, κατέφθασε λίγο μετά τις τέσσερις και έσπευσε να πάρει τη θέση του στην αποθήκη που στέγαζε την κεντρική σκηνή του Plisskën με σκοπό να μη χάσει την παρθενική αθηναϊκή εμφάνιση των λονδρέζων Male Bonding.
Η μπάντα που ανήκει στο δυναμικό της Sub Pop και μας έχει δώσει ως τώρα δύο αξιόλογα άλμπουμ μελωδικού punk με ρίζες στον αμερικάνικο ήχο των αρχών των ‘90s, είχε να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα: τον ιδιαίτερα κακό ήχο (τα drums σκέπαζαν τα πάντα, τα φωνητικά ήταν σαν να μην υπάρχουν) και την αποκαρδιωτική έλλειψη κοινού. Στην αρχή του σετ (που άρχισε στην ώρα του, όπως και οι περισσότερες εμφανίσεις του προγράμματος) ήταν ζήτημα αν υπήρχαν 50 άτομα στο χώρο, αλλά και μέχρι το τέλος της 45λεπτης εμφάνισής τους ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να έφτασε την εκατοντάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο για ιδιαίτερη κριτική της φιλότιμης, επαγγελματικής προσπάθειας των Male Bonding. Ας εκφράσουμε μόνο την ελπίδα κάποιος να τους ξαναφέρει για συναυλία σε έναν πιο κατάλληλο χώρο (όπως π.χ. το Six DOGS) όπου πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να το ευχαριστηθούμε καλύτερα τόσο εμείς όσο και αυτοί.
Η σκυτάλη στην κεντρική σκηνή του Plisskën πέρασε στα έμπειρα χέρια του Michael Rother, του συνιδρυτή των θρυλικών Neu!, που μαζί με τους Βερολινέζους πειραματιστές Camera παρουσίασε ένα ιδιαίτερο μίγμα από krautrock, electronica και τζαζ αυτοσχεδιασμούς βασισμένο στις κιθάρες, τα synthesizer και τα τύμπανα. Ο κόσμος, που στο μεταξύ είχε αυξηθεί κάπως, έδειξε να το απολαμβάνει, παρόλο που τόσο νωρίς το απόγευμα πιστεύω ότι θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο fun και λιγότερο πειραματικό. Ο ήχος δεν παρουσίασε ιδιαίτερη βελτίωση, αλλά η έλλειψη φωνητικών από τη μουσική του Rother και των Camera βοήθησε να είναι λιγότερο αισθητό το πρόβλημα. Στο ένα και μοναδικό τραγούδι του σετ με συμμετοχή τραγουδιστή, το “Hero” των Neu! που ήταν και η πρώτη αντιφασιστική αναφορά που έγινε κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, έγινε φανερό ότι το πρόβλημα του ήχου παρέμενε. Για να μην επαναλαμβανόμαστε, τόσο η ηχητική του χώρου όσο και η απόδοση του όλου ηχητικού συστήματος ήταν τουλάχιστον προβληματική στην πλειοψηφία των εμφανίσεων που είδαμε και αυτό ήταν σίγουρα το μεγαλύτερο μείον της διοργάνωσης.
Ακολούθησε η πρώτη και μοναδική μας επίσκεψή στο χώρο του Club Stage όπου επικρατούσαν τα beats της χορευτικής μουσικής. Ο λόγος για την επίσκεψη ήταν η εμφάνιση του Matthew Barnes, πιο γνωστού ως Forest Swords. Ο βρετανός παραγωγός παρουσίασε ένα live set αποτελούμενο από κομμάτια από το ατμοσφαιρικό, στοιχειωμένο "Dagger Paths", το δίσκο με τον οποίο τον γνωρίσαμε δύο χρόνια πριν, καθώς και αρκετές νέες συνθέσεις με ανεβασμένους ρυθμούς και περισσότερες αναφορές στο πειραματικό hip hop. Περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακούσουμε τη νέα του δουλειά για να διαπιστώσουμε ποια ακριβώς θα είναι η νέα του κατεύθυνση.
Πίσω στην κεντρική σκηνή, οι σκωτσέζοι We Were Promised Jetpacks έβγαζαν τα εσώψυχά τους με emo πάθος και βαρύ, ηρωικό κιθαριστικό ήχο (κάτι σαν metal Glasvegas χωρίς την Jesus & Mary Chain ψύχωση) που με άφησε αδιάφορο, οπότε ήταν ώρα για ξεκούραση και συγκέντρωση δυνάμεων εν’ αναμονή των King Khan & The Shrines.
Ο Ινδικής καταγωγής Καναδός performer King Khan με την πολυμελή μπάντα του μας πρόσφεραν μια από τις πιο διασκεδαστικές εμφανίσεις του φεστιβάλ, ενώ ξεκάθαρο, και σε άπταιστα ελληνικά (δείτε και το σχετικό video) , ήταν και το αντιφασιστικό μήνυμα που μας έστειλε. Garage και soul ήχοι με πνευστά και κιθάρες δημιούργησαν το ιδανικό μουσικό χαρμάνι για την συνοδεία της πληθωρικής ερμηνείας του King Khan, που είναι ό,τι πρέπει για να ανεβάζει το κέφι σε ένα φεστιβάλ.
Οι Γερμανοί The Notwist δεν είναι ιδιαίτερα ενεργοί τα τελευταία χρόνια, έχοντας κυκλοφορήσει μόλις δύο album (το "Neon Golden" το 2002 και το "The Devil, You + Me" το 2008) και ένα soundtrack την τελευταία δεκαετία. Από αυτά τα δύο album προήλθαν και τα περισσότερα κομμάτια που μας παρουσίασαν στο set τους σε ιδιαίτερα δυναμικές εκτελέσεις, με τις κορυφαίες στιγμές να έρχονται από το "Neon Golden" με τα "Pick Up the Phone" και το περίφημο "Pilot" με το οποίο μας αποχαιρέτησαν.
Οι Ισλανδοί Dead Skeletons πρόσθεσαν άρωμα ψυχεδέλειας και σκοτεινού space rock στο μουσικό μίγμα του Plisskën . Σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του φεστιβάλ, τα φιλαράκια του Anton Newcombe (ο leader των Brian Jonestown Massacre με τον οποίο έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν) μας παρουσίασαν κομμάτια από το πρόσφατο άλμπουμ τους "Dead Magick", έναν δίσκο που με έπεισαν ότι αξίζει περισσότερης προσοχής. Όσο έπαιζε η μπάντα, στο background της σκηνής βλέπαμε εικόνες από ένα εναλλασσόμενα σκοτεινό και πολύχρωμο ψυχεδελικό σύμπαν - εκεί ακριβώς, δηλαδή, που κατάφεραν να μας οδηγήσουν με τις μουσικές τους!
Οι Βέλγοι Triggerfinger που ακολούθησαν είχαν την πλάκα τους, ειδικά ο μπασίστας που θύμιζε τον Kojak, αλλά ομολογουμένως δεν κατάλαβα για ποιο λόγο είχαν θέση τόσο ψηλά στο line-up του φεστιβάλ (κάπου εδώ θα έπρεπε να ήταν ο Rother που θα έδενε μια χαρά με Notwist και Dead Skeletons).
Το φινάλε του Plissken για εμάς ήρθε με την άκρως διασκεδαστική, ως συνήθως, Peaches που μας παρουσίασε το ντεμπούτο άλμπουμ της, το περίφημο "The Teaches of Peaches". Ο King Khan ανάλαβε να κάνει την παρουσίαση της στη σκηνή (το ίδιο είχε κάνει νωρίτερα και αυτή για τη μπάντα του) και η ντυμένη ως Αθηνά Peaches, με σφουγγαρίστρα αντί για δόρυ, ασπίδα και περικεφαλαία, ξεκίνησε το show της με ακόμα περισσότερα συνθήματα εμπνευσμένα από την άνοδο της ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές! Οι εκτελέσεις των κομματιών του "The Teaches of Peaches", ένα από τα κορυφαία electroclash άλμπουμ των ‘00s, είχαν πιο rock χαρακτήρα στη ζωντανή εκδοχή τους του 2012 παρόλο που δεν υπήρχε μπάντα να συνοδεύει την Peaches (εκτός από ένα ντράμερ που ήταν περισσότερο θεατής στα δρώμενα) και όλη η δουλειά γινόταν κυρίως με ένα syntesizer.
Στα highlights της εμφάνισης της η βόλτα πάνω στα χέρια του κοινού (όπως και στο Synch την προηγούμενη φορά), τα συνθήματα που αναφέραμε προηγουμένως και το φινάλε με το κορυφαίο "Fuck The Pain Away". Encore με το μεταγενέστερο "Boys Wanna Be Her" και επιστροφή στο σπίτι για να αναρρώσουμε από ένα δεκάωρο γεμάτο μουσική, ιδανική διαφυγή για μια ημέρα από τα προβλήματα που μας κυνηγάνε.
Την τελική απάντηση μπορούν να μας τη δώσουν μόνο οι διοργανωτές, αλλά η εκτίμηση μου βλέποντας το μισοάδειο χώρο της κυρίως σκηνής ακόμα και κατά την εμφάνιση του πιο γνωστού ονόματος, της Peaches (που την είχαμε παρακολουθήσει και στο τελευταίο Synch του 2010), είναι πώς μάλλον το πείραμα δεν πέτυχε. Αν φταίει μόνο η οικονομική κρίση ή αν υπάρχουν και άλλοι λόγοι γι’ αυτό, είναι ένα θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση και δεν είναι του παρόντος. Εμείς θα σας μεταφέρουμε τι είδαμε στο δεκάωρο που ήμασταν εκεί και εσείς μπορείτε να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα για το αν αξίζουν μεγαλύτερης υποστήριξης ανάλογες διοργανώσεις.
Το πρόγραμμα του φεστιβάλ ξεκίνησε από νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου (τρεις και τέταρτο ήταν η ώρα εμφάνισης των πρώτων ονομάτων) και κράτησε ως τα ξημερώματα της Κυριακής. Το team του mixgrill, πιστό στο καθήκον, κατέφθασε λίγο μετά τις τέσσερις και έσπευσε να πάρει τη θέση του στην αποθήκη που στέγαζε την κεντρική σκηνή του Plisskën με σκοπό να μη χάσει την παρθενική αθηναϊκή εμφάνιση των λονδρέζων Male Bonding.
Η σκυτάλη στην κεντρική σκηνή του Plisskën πέρασε στα έμπειρα χέρια του Michael Rother, του συνιδρυτή των θρυλικών Neu!, που μαζί με τους Βερολινέζους πειραματιστές Camera παρουσίασε ένα ιδιαίτερο μίγμα από krautrock, electronica και τζαζ αυτοσχεδιασμούς βασισμένο στις κιθάρες, τα synthesizer και τα τύμπανα. Ο κόσμος, που στο μεταξύ είχε αυξηθεί κάπως, έδειξε να το απολαμβάνει, παρόλο που τόσο νωρίς το απόγευμα πιστεύω ότι θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο fun και λιγότερο πειραματικό. Ο ήχος δεν παρουσίασε ιδιαίτερη βελτίωση, αλλά η έλλειψη φωνητικών από τη μουσική του Rother και των Camera βοήθησε να είναι λιγότερο αισθητό το πρόβλημα. Στο ένα και μοναδικό τραγούδι του σετ με συμμετοχή τραγουδιστή, το “Hero” των Neu! που ήταν και η πρώτη αντιφασιστική αναφορά που έγινε κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, έγινε φανερό ότι το πρόβλημα του ήχου παρέμενε. Για να μην επαναλαμβανόμαστε, τόσο η ηχητική του χώρου όσο και η απόδοση του όλου ηχητικού συστήματος ήταν τουλάχιστον προβληματική στην πλειοψηφία των εμφανίσεων που είδαμε και αυτό ήταν σίγουρα το μεγαλύτερο μείον της διοργάνωσης.
Ακολούθησε η πρώτη και μοναδική μας επίσκεψή στο χώρο του Club Stage όπου επικρατούσαν τα beats της χορευτικής μουσικής. Ο λόγος για την επίσκεψη ήταν η εμφάνιση του Matthew Barnes, πιο γνωστού ως Forest Swords. Ο βρετανός παραγωγός παρουσίασε ένα live set αποτελούμενο από κομμάτια από το ατμοσφαιρικό, στοιχειωμένο "Dagger Paths", το δίσκο με τον οποίο τον γνωρίσαμε δύο χρόνια πριν, καθώς και αρκετές νέες συνθέσεις με ανεβασμένους ρυθμούς και περισσότερες αναφορές στο πειραματικό hip hop. Περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακούσουμε τη νέα του δουλειά για να διαπιστώσουμε ποια ακριβώς θα είναι η νέα του κατεύθυνση.
Πίσω στην κεντρική σκηνή, οι σκωτσέζοι We Were Promised Jetpacks έβγαζαν τα εσώψυχά τους με emo πάθος και βαρύ, ηρωικό κιθαριστικό ήχο (κάτι σαν metal Glasvegas χωρίς την Jesus & Mary Chain ψύχωση) που με άφησε αδιάφορο, οπότε ήταν ώρα για ξεκούραση και συγκέντρωση δυνάμεων εν’ αναμονή των King Khan & The Shrines.
Ο Ινδικής καταγωγής Καναδός performer King Khan με την πολυμελή μπάντα του μας πρόσφεραν μια από τις πιο διασκεδαστικές εμφανίσεις του φεστιβάλ, ενώ ξεκάθαρο, και σε άπταιστα ελληνικά (δείτε και το σχετικό video) , ήταν και το αντιφασιστικό μήνυμα που μας έστειλε. Garage και soul ήχοι με πνευστά και κιθάρες δημιούργησαν το ιδανικό μουσικό χαρμάνι για την συνοδεία της πληθωρικής ερμηνείας του King Khan, που είναι ό,τι πρέπει για να ανεβάζει το κέφι σε ένα φεστιβάλ.
Οι Γερμανοί The Notwist δεν είναι ιδιαίτερα ενεργοί τα τελευταία χρόνια, έχοντας κυκλοφορήσει μόλις δύο album (το "Neon Golden" το 2002 και το "The Devil, You + Me" το 2008) και ένα soundtrack την τελευταία δεκαετία. Από αυτά τα δύο album προήλθαν και τα περισσότερα κομμάτια που μας παρουσίασαν στο set τους σε ιδιαίτερα δυναμικές εκτελέσεις, με τις κορυφαίες στιγμές να έρχονται από το "Neon Golden" με τα "Pick Up the Phone" και το περίφημο "Pilot" με το οποίο μας αποχαιρέτησαν.
Οι Ισλανδοί Dead Skeletons πρόσθεσαν άρωμα ψυχεδέλειας και σκοτεινού space rock στο μουσικό μίγμα του Plisskën . Σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του φεστιβάλ, τα φιλαράκια του Anton Newcombe (ο leader των Brian Jonestown Massacre με τον οποίο έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν) μας παρουσίασαν κομμάτια από το πρόσφατο άλμπουμ τους "Dead Magick", έναν δίσκο που με έπεισαν ότι αξίζει περισσότερης προσοχής. Όσο έπαιζε η μπάντα, στο background της σκηνής βλέπαμε εικόνες από ένα εναλλασσόμενα σκοτεινό και πολύχρωμο ψυχεδελικό σύμπαν - εκεί ακριβώς, δηλαδή, που κατάφεραν να μας οδηγήσουν με τις μουσικές τους!
Οι Βέλγοι Triggerfinger που ακολούθησαν είχαν την πλάκα τους, ειδικά ο μπασίστας που θύμιζε τον Kojak, αλλά ομολογουμένως δεν κατάλαβα για ποιο λόγο είχαν θέση τόσο ψηλά στο line-up του φεστιβάλ (κάπου εδώ θα έπρεπε να ήταν ο Rother που θα έδενε μια χαρά με Notwist και Dead Skeletons).
Στα highlights της εμφάνισης της η βόλτα πάνω στα χέρια του κοινού (όπως και στο Synch την προηγούμενη φορά), τα συνθήματα που αναφέραμε προηγουμένως και το φινάλε με το κορυφαίο "Fuck The Pain Away". Encore με το μεταγενέστερο "Boys Wanna Be Her" και επιστροφή στο σπίτι για να αναρρώσουμε από ένα δεκάωρο γεμάτο μουσική, ιδανική διαφυγή για μια ημέρα από τα προβλήματα που μας κυνηγάνε.
The Plisskën Festival 2012 playlist
Φωτογραφίες & video από την felicia.
Φωτογραφίες & video από την felicia.