1. Ο Άμλετ Της Σελήνης – Θάνος Μικρούτσικος/Χρήστος Θηβαίος (2002), Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Οδυσσέας Ιωάννου, Γιώργος Κακουλίδης, Κώστας Λαχάς, Τζένη Μαστοράκη, Κώστας Τριπολίτης
Στις περισσότερες από τις πρόσφατες ανασκοπήσεις της δεκαετίας 2000-2009, ο δίσκος αυτός κέρδισε μία θέση ανάμεσα σε αυτούς που ξεχώρισαν. Ίσως στα χαρτιά η συνεργασία ενός τόσο σημαντικού συνθέτη με μια σπουδαία ομάδα ποιητών και στιχουργών αλλά και με έναν ανερχόμενο τραγουδοποιό στη θέση του ερμηνευτή να μοιάζει σίγουρο χαρτί, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που σε ανάλογες περιπτώσεις το αποτέλεσμα απογοητεύει – ευτυχώς όχι εδώ. Υπάρχουν σε αυτό τον δίσκο μερικά πραγματικά σπουδαία τραγούδια, όπως το ομώνυμο που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιώργου Χειμωνά ή το Δεν Είμαι Άλλος και το Θέλω Τη Μέρα Που Θα Φύγεις. Υπάρχουν επίσης δύο παλαιότερα τραγούδια, τα Song-Blues και Κοντρόλ, σε νέες εκτελέσεις, αλλά και κάποια λιγότερο ενδιαφέροντα που όμως δεν κατορθώνουν να χαλάσουν το σύνολο. Ο Μικρούτσικος βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα ενώ καταφέρνει να αποσπάσει από τον Χρήστο Θηβαίο μερικές πολύ καλές ερμηνείες, συγκρατώντας τον παράλληλα από το να επιδοθεί παραπάνω από όσο χρειάζεται στις αγαπημένες του υπερβολές. Ένα άλμπουμ που μοιάζει να απέχει πολύ, ως νοοτροπία, από τον αυτοματοποιημένο τρόπο δημιουργίας της εποχής μας.
2. Misuse – Misuse (2008)
Οι Misuse είναι ένα Αθηναϊκό πενταμελές γκρουπ που αποτελείται από τους Nid (τύμπανα), Σταύρο Μαραγκό (μπάσο), Τίτο Μοσχάκη (κιθάρες), Δημήτρη Πατσαρό (κιθάρες) και Κώστα Στεργίου (πλήκτρα, vibes, ενορχηστρώσεις εγχόρδων). Σε αυτό το πρώτο βήμα τους συνοδεύονται από πέντε ακόμα μουσικούς στα έγχορδα, μεταξύ αυτών και ο Στάμος Σέμσης με τη βιόλα του. Η μουσική τους – λόγια δεν υπάρχουν καθόλου σε αυτά τα 8 κομμάτια – κατατάσσεται από τους ειδικούς στην κατηγορία post rock αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία. Οι συνθέσεις τους είναι γενικά μεγάλης διάρκειας, με
τις ηλεκτρικές κιθάρες να πρωταγωνιστούν, άλλωτε στήνοντας ατμοσφαιρικά τοπία και άλλωτε λυσσομανώντας – τα Progyria και Amanzi είναι ίσως οι καλύτερες στιγμές. Το εξαιρετικό παίξιμο και η πολύ καλή παραγωγή κάνουν το σχήμα αυτό να ξεχωρίζει με άνεση ανάμεσα σε αντίστοιχα της εγχώριας σκηνής αλλά και της αλλοδαπής και αφήνουν πολλές υποσχέσεις για τη συνέχεια. Ας ελπίσουμε μόνο την επόμενη φορά να ακούσουμε περισσότερο ανεβασμένα τα τύμπανα στη μίξη...
3. Το Μέσα Μου Βουνό – Σούλης Λιάκος/Δημήτρης Ζερβουδάκης (2003)
Ο Σούλης Λιάκος από τη Βέροια βρέθηκε με αυτό τον δίσκο του, ηθελημένα ή όχι, να περπατά ένα μονοπάτι στο οποίο βρέθηκαν πριν από αυτόν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και άλλοι – αναφέρομαι βέβαια στη μίξη της παράδοσης με τον σύγχρονο ήχο και τρόπο. Όμως, η προσπάθειά του αυτή ξεχωρίζει σαφώς από άλλες. Θες η «τρέλα» που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του, θες οι ενορχηστρώσεις που δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν σώνει και καλά, κάτι εδώ είναι διαφορετικό. Αναμιγνύοντας αρβανίτικα και ποντιακά στοιχεία με ροκ νύξεις και χρησιμοποιώντας ηλεκτρικές κιθάρες και ακορντεόν δίπλα σε γκάιντα και ούτι, ο Λιάκος βγαίνει νικητής, έχοντας παράλληλα στο πλάι του έναν καταλυτικό ερμηνευτή στο πρόσωπο του Δημήτρη Ζερβουδάκη και έναν έμπειρο παραγωγό όπως είναι ο Άγγελος Σφακιανάκης. Δίσκοι σαν κι αυτόν δεν αλλάζουν την ιστορία αλλά όταν είναι καλοί, είναι πραγματικά καλοί.
Και ο κούκος...
4. Mirage – Camel (1974)
Το Mirage είναι το δεύτερο άλμπουμ της τετράδας των Andrew Latimer (κιθάρες, φλάουτο, φωνή), Peter Bardens (πιάνο, πλήκτρα, φωνή), Doug Ferguson (μπάσο) και Andy Ward (τύμπανα, κρουστά) και εδώ είναι που δείχνουν να βρίσκουν με σιγουριά τα πατήματά τους. Στις 5 συνθέσεις που περιέχει γίνεται σαφής η απίστευτη τεχνική κατάρτισή τους αλλά και η ικανότητά τους να μεταπηδούν με άνεση από το ένα μέρος στο άλλο, αλλάζοντας σαν σε... προπόνηση ρυθμικά μέτρα και παίζοντας στα δάχτυλα τις αυξομειώσεις των δυναμικών. Μόνο σποραδικά βρίσκει κανείς εδώ στίχους, με τις μουσικές φράσεις της κιθάρας, των πλήκτρων και ενίοτε του φλάουτου, να στήνουν διάλογο πάνω από το ισχυρό ρυθμικό πεδίο που πλέκουν το μπάσο και τα τύμπανα. Το τριμερές Nimrodel/The Procession/The White Rider αφορά τον Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών ενώ στο 12λεπτο Lady Fantasy στήνεται ένα υπερφιλόδοξο έπος που αποδεικνύει ότι αυτό το άλμπουμ αδικείται από την κατάταξή του στο progressive rock, καθώς πουθενά εδώ δεν ανιχνεύονται τα συνήθη «κουσούρια» του είδους. Στα αυλάκια αυτού του δίσκου ζει μια μουσική διαχρονική.
Στις περισσότερες από τις πρόσφατες ανασκοπήσεις της δεκαετίας 2000-2009, ο δίσκος αυτός κέρδισε μία θέση ανάμεσα σε αυτούς που ξεχώρισαν. Ίσως στα χαρτιά η συνεργασία ενός τόσο σημαντικού συνθέτη με μια σπουδαία ομάδα ποιητών και στιχουργών αλλά και με έναν ανερχόμενο τραγουδοποιό στη θέση του ερμηνευτή να μοιάζει σίγουρο χαρτί, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που σε ανάλογες περιπτώσεις το αποτέλεσμα απογοητεύει – ευτυχώς όχι εδώ. Υπάρχουν σε αυτό τον δίσκο μερικά πραγματικά σπουδαία τραγούδια, όπως το ομώνυμο που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιώργου Χειμωνά ή το Δεν Είμαι Άλλος και το Θέλω Τη Μέρα Που Θα Φύγεις. Υπάρχουν επίσης δύο παλαιότερα τραγούδια, τα Song-Blues και Κοντρόλ, σε νέες εκτελέσεις, αλλά και κάποια λιγότερο ενδιαφέροντα που όμως δεν κατορθώνουν να χαλάσουν το σύνολο. Ο Μικρούτσικος βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα ενώ καταφέρνει να αποσπάσει από τον Χρήστο Θηβαίο μερικές πολύ καλές ερμηνείες, συγκρατώντας τον παράλληλα από το να επιδοθεί παραπάνω από όσο χρειάζεται στις αγαπημένες του υπερβολές. Ένα άλμπουμ που μοιάζει να απέχει πολύ, ως νοοτροπία, από τον αυτοματοποιημένο τρόπο δημιουργίας της εποχής μας.
2. Misuse – Misuse (2008)
Οι Misuse είναι ένα Αθηναϊκό πενταμελές γκρουπ που αποτελείται από τους Nid (τύμπανα), Σταύρο Μαραγκό (μπάσο), Τίτο Μοσχάκη (κιθάρες), Δημήτρη Πατσαρό (κιθάρες) και Κώστα Στεργίου (πλήκτρα, vibes, ενορχηστρώσεις εγχόρδων). Σε αυτό το πρώτο βήμα τους συνοδεύονται από πέντε ακόμα μουσικούς στα έγχορδα, μεταξύ αυτών και ο Στάμος Σέμσης με τη βιόλα του. Η μουσική τους – λόγια δεν υπάρχουν καθόλου σε αυτά τα 8 κομμάτια – κατατάσσεται από τους ειδικούς στην κατηγορία post rock αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία. Οι συνθέσεις τους είναι γενικά μεγάλης διάρκειας, με
τις ηλεκτρικές κιθάρες να πρωταγωνιστούν, άλλωτε στήνοντας ατμοσφαιρικά τοπία και άλλωτε λυσσομανώντας – τα Progyria και Amanzi είναι ίσως οι καλύτερες στιγμές. Το εξαιρετικό παίξιμο και η πολύ καλή παραγωγή κάνουν το σχήμα αυτό να ξεχωρίζει με άνεση ανάμεσα σε αντίστοιχα της εγχώριας σκηνής αλλά και της αλλοδαπής και αφήνουν πολλές υποσχέσεις για τη συνέχεια. Ας ελπίσουμε μόνο την επόμενη φορά να ακούσουμε περισσότερο ανεβασμένα τα τύμπανα στη μίξη...
3. Το Μέσα Μου Βουνό – Σούλης Λιάκος/Δημήτρης Ζερβουδάκης (2003)
Ο Σούλης Λιάκος από τη Βέροια βρέθηκε με αυτό τον δίσκο του, ηθελημένα ή όχι, να περπατά ένα μονοπάτι στο οποίο βρέθηκαν πριν από αυτόν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και άλλοι – αναφέρομαι βέβαια στη μίξη της παράδοσης με τον σύγχρονο ήχο και τρόπο. Όμως, η προσπάθειά του αυτή ξεχωρίζει σαφώς από άλλες. Θες η «τρέλα» που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του, θες οι ενορχηστρώσεις που δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν σώνει και καλά, κάτι εδώ είναι διαφορετικό. Αναμιγνύοντας αρβανίτικα και ποντιακά στοιχεία με ροκ νύξεις και χρησιμοποιώντας ηλεκτρικές κιθάρες και ακορντεόν δίπλα σε γκάιντα και ούτι, ο Λιάκος βγαίνει νικητής, έχοντας παράλληλα στο πλάι του έναν καταλυτικό ερμηνευτή στο πρόσωπο του Δημήτρη Ζερβουδάκη και έναν έμπειρο παραγωγό όπως είναι ο Άγγελος Σφακιανάκης. Δίσκοι σαν κι αυτόν δεν αλλάζουν την ιστορία αλλά όταν είναι καλοί, είναι πραγματικά καλοί.
Και ο κούκος...
4. Mirage – Camel (1974)
Το Mirage είναι το δεύτερο άλμπουμ της τετράδας των Andrew Latimer (κιθάρες, φλάουτο, φωνή), Peter Bardens (πιάνο, πλήκτρα, φωνή), Doug Ferguson (μπάσο) και Andy Ward (τύμπανα, κρουστά) και εδώ είναι που δείχνουν να βρίσκουν με σιγουριά τα πατήματά τους. Στις 5 συνθέσεις που περιέχει γίνεται σαφής η απίστευτη τεχνική κατάρτισή τους αλλά και η ικανότητά τους να μεταπηδούν με άνεση από το ένα μέρος στο άλλο, αλλάζοντας σαν σε... προπόνηση ρυθμικά μέτρα και παίζοντας στα δάχτυλα τις αυξομειώσεις των δυναμικών. Μόνο σποραδικά βρίσκει κανείς εδώ στίχους, με τις μουσικές φράσεις της κιθάρας, των πλήκτρων και ενίοτε του φλάουτου, να στήνουν διάλογο πάνω από το ισχυρό ρυθμικό πεδίο που πλέκουν το μπάσο και τα τύμπανα. Το τριμερές Nimrodel/The Procession/The White Rider αφορά τον Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών ενώ στο 12λεπτο Lady Fantasy στήνεται ένα υπερφιλόδοξο έπος που αποδεικνύει ότι αυτό το άλμπουμ αδικείται από την κατάταξή του στο progressive rock, καθώς πουθενά εδώ δεν ανιχνεύονται τα συνήθη «κουσούρια» του είδους. Στα αυλάκια αυτού του δίσκου ζει μια μουσική διαχρονική.