ΔΕΛΤΙΟ ΤΑYΤΟΤΗΤΑΣ
ΟΝΟΜΑ : HIGHWAY TO HELL
ΕΠΩΝΗΜΟ : AC/DC
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ : 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1979
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ΑΓΓΛΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ : ROCK ‘N’ ROLL
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΓΟΝΕΩΝ:
Bon Scott – lead vocals
Angus Young – lead guitar
Malcolm Young – rhythm guitar
Cliff Williams – bass
Phil Rudd – drums
Στη κατοχή του βρέθηκαν
Side A
i. Highway to Hell – 3:28
ii. Girls Got Rhythm – 3:23
iii. Walk All Over You – 5:10
iv. Touch Too Much – 4:27
v. Beating Around the Bush – 3:56
Side B
i. Shot Down in Flames – 3:22
ii. Get It Hot – 2:34
iii. If You Want Blood (You've Got It) – 4:37
iv. Love Hungry Man – 4:17
v. Night Prowler – 6:27
Καταχωρείται απλά και μόνο γιατί δίδαξε στο κόσμο πως πρέπει να παίζεται το ROCK ‘N’ ROLL. Δυνατά γρήγορα και με πολύ , πάρα πολύ πάθος. Αυτό και μόνο φτάνει για να χαρακτηριστούν ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα στην ιστορία της Rock
Αναλυτικότερα
Όταν ο Jerry Lee Lewis έβαζε φωτιά στο πιάνο του προκαλώντας τον Chuck Berry να τον ξεπεράσει, προφανώς δεν είχε στο νου του ότι επι της ουσίας έβαζε φωτιά στα παντζάκια όλων των επίδοξων Rockers που θα ακολουθούσαν...
Αυστραλία 1963: Ο 8χρονος Angus Young μετακομίζει εκεί από τη Γλασκόβη της Σκοτίας με τους γονείς του και τα 3 από τα 4 αδέλφια του. Αυτός και o λίγο μεγαλύτερος του αδελφός Malcolm κολάνε το μικρόβιο της μουσικής από τον ακόμα μεγαλύτερο αδελφό τους George (Λίγο πολύ όλοι στην οικογένεια το είχαν). Μαθαίνουν και οι δυο κιθάρα και αρχίζουν να παίζουν με διάφορα γκρουπάκια.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 70 οι αδελφοί Young σχηματίζουν το δικό τους συγκρότημα το οποίο ονομάζεται AC/DC. Το όνομα, που σημαίνει συνεχές εναλλασσόμενο ρεύμα, το πήραν από το σχετικό ταμπελάκι στη ραπτομηχανή της αδελφής τους και πραγματικά δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει πιο αντιπροσωπευτικό όνομα για το ύφος της μουσικής τους.
Σύντομα οι ρόλοι των δυο αδελφών έγιναν ξεκάθαροι μέσα στο γκρουπ. Ο Malcolm ήταν η βάση και το μυαλό και ο Angus το γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο που θα τίναζε τα πάντα στο πέρασμα του. Οι βασικές επιρροές τους ήταν ( και είναι ) το Rock ‘n’ Roll και το Blues Rock. Ειδικά ο Chuck Berry έχει ασκήσει ίσως τη μεγαλύτερη επιρροή στον Angus Young από το τρόπο που παίζει μέχρι τη σκηνική του παρουσία (βλέπε duck walk).
Με τον πρώτο τους τραγουδιστή Dave Evans πρόλαβαν να ηχογραφήσουν μόνο ένα single (Can I Sit Next To You Girl) προτού οι συνεχείς διαφωνίες τους φέρουν σε οριστική ρήξη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο τέλος ο Evans δεν εμφανίστηκε σε προγραμματισμένο Live αφήνοντας όλο το γκρουπ εκτεθειμένο. Στο σημείο αυτό έρχεται η στιγμή να λάμψει το αστέρι του Bon Scott (Ronald Belford Scott).
Ο Scott ήταν και αυτός μετανάστης από τη Σκωτία στην Αυστραλία , ήταν σχετικά μεγαλύτερος και βασικά πιο έμπειρος από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος. Είχε συμμετάσχει σε διάφορα συγκροτήματα ως τραγουδιστής και ντράμερ τη δεκαετια του 60 αλλά τα πράγματα μάλλον δεν ήταν και πολύ καλά γιατί ουσιαστικά για να επιβιώσει ήταν αναγκασμένος να κάνει ένα σωρό άλλες δουλειές. Ως οδηγός του συγκροτήματος γνωρίστηκε με τους AC/DC οι οποίοι απολύοντας τελικά τον Evans του δίνουν την ευκαιρία να μπει στο συγκρότημα ως τραγουδιστής ενώ ο ίδιος επέμενε να μπει ως ντράμερ. Όλα πλέον είχαν πάρει το δρόμο τους.
Το συγκρότημα ξεκινάει τη σκληρή δουλειά και το 1975 Κυκλοφορούν 2 άλμπουμ το High Voltage και το TNT που προορίζονται όμως μόνο για την αγορά της Αυστραλίας. Τα άλμπουμ αυτά μαζί με τις μοναδικές Live εμφανίσεις του συγκροτήματος αυξάνουν γρήγορα τη φήμη τους και φτάνουμε στην κυκλοφορία του High Voltage για τη διεθνή αγορά πλέον.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το τελευταίο απαρτίζεται κυρίως από κομμάτια του TNT (7 στα 9) παρά του αρχικού High Voltage (2 στα 9). Ακολουθεί το Dirty Deeds Done Dirt Cheap μετά πολλών κόπων και βασάνων, άλλη έκδοση για την Αυστραλία άλλη για τη διεθνή αγορά πάλι, ενώ στην Αμερική κυκλοφόρησε 5 χρόνια αργότερα, αφού το γκρουπ είχε καθιερωθεί.
Μετά έρχονται τα Let there be Rock και Powerage με τα οποία το συγκρότημα βρίσκει οριστικά το δρόμο του. Καθιερώνεται το σχετικό Logo του συγκροτήματος, ο ήχος δένει ακόμα περισσότερο με την άγρια ομορφιά της φωνής του Scott και όσο αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις το δίδυμο Angus – Scott κάνει θραύση, ενώ ο Malcolm είναι σταθερά στα μετόπισθεν και άλλοτε μοιάζει να καμαρώνει το «δημιούργημα» του άλλοτε να προσέχει μην ξεφύγει ο μικρός αδελφός τελείως. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε και αργότερα.
Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι ότι το συγκρότημα ξεπερνά πια για τα καλά τα σύνορα της Αυστραλίας.Το Powerage έφτασε να γίνει πλατινένιο στην Αμερική, ενώ είναι το πρώτο άλμπουμ στο οποίο δεν υπήρχε διάφορα ανάμεσα στην ‘εγχώρια’ και στη διεθνή παραγωγή. Η άνοδος αυτή επισφραγίζεται από ένα καταπληκτικό Live δίσκο το “If You Want Blood You've Got It” και τα πάντα είναι έτοιμα πλέον για το επόμενο βήμα που δεν είναι άλλο από το Highway to Hell.
Κατασταλάζει η σύνθεση του γκρουπ, μετά από τις αρκετές αλλαγές στα τύμπανα και το μπάσο των προηγούμενων ετών, μαζεύουν τις εμπειρίες τους και φτιάχνουν ένα δίσκο τόσο δεμένο όσο ήταν και εκείνοι μεταξύ τους.
Αρχή με το ομώνυμο κομμάτι που σκοπό έχει να μας δώσει να καταλάβουμε τι θα ακολουθήσει. Ένας δίσκος γεμάτος ενέργεια έντονη διάθεση για διασκέδαση, γυναίκες και ποτό. Ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού προς τους σεμνότυφους (ες).Ένας δίσκος σχεδόν διαβολικός ,για κάθε ψευτοπουριτανο, χωρις όμως να γίνεται ποτέ προκλητικός, χάρις τη στιχουργική ευχέρεια του Scott.
Ο δίσκος ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να κάνει «κοιλιά» πουθενα. Αναπόφευκτα μερικά μόνο από τα κομμάτια θα μπορούσαν να γίνουν πιο γνωστά αλλά πραγματικά είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο και να πούμε ότι θα μπορούσε να λείπει.
Οι AC/DC πάντα έδιναν τροφή για παραφυλολογία κυρίως με τα αρχικά του ονόματός τους. Μέχρι και για ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα τους κατηγορισαν. Τωρα πια και με αυτό το τίτλο για άλμπουμ και αυτό το εξώφυλλο οι φήμες οργίασαν. Παρόλα αυτά όμως η αλήθεια είναι πάντα πιο απλή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο κομμάτι του δίσκου Night Prowler.
Το 1985 ο serial killer Richard Ramirez πιάστηκε στο Los Angeles, ο οποίος δήλωνε φανατικός των AC/DC και πως αγαπημένο του κομμάτι ήταν το Night Prowler. Επειδή βέβαια ο κίτρινος τύπος δεν είναι σημερινό φαινόμενο άρχισαν γρήγορα οι συγκρίσεις και οι άσχετοι συσχετισμοί με το συγκρότημα και το συγκεκριμένο δίσκο. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κομμάτι μιλάει για τις νυχτερινές αταξίες ενός νέου οποίος μπαίνει κρυφά στο δωμάτιο της φίλης του… Έχει ειπωθεί ότι « μια ιδέα δεν είναι ποτέ υπεύθυνη για το ηλίθιο κεφάλι που τη κουβαλάει», πόσο μάλλον ένα τραγούδι.
Επιστροφή όμως στο 1979 και στο τι ακολούθησε τη κυκλοφορία του δίσκου. Όλα έμοιαζαν ιδανικά ο δίσκος ήταν ο καλύτερος που είχαν κάνει μέχρι στιγμής – έφτασε στο νούμερο 17 του US top 100 – είχαν κατακτήσει σχεδόν το παγκόσμιο κοινό και είχαν αρχίσει να δουλεύουν το επόμενο (ακόμα καλύτερο όπως εξελίχθηκε άλμπουμ τους) Back In Black. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1980 όμως ο Scott βρέθηκε νεκρός από αναρρόφηση σε ένα αυτοκίνητο που τον άφησαν να κοιμηθεί ύστερα από μια νύχτα με πολύ αλκοόλ. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Λοιπά στοιχεία
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 30 Ιουλίου του 1979 από την εταιρία Atlantic , ενώ ηχογραφήθηκε στα στούντιο της Roundhouse στο Λονδίνο.
Τα τραγούδια υπογράφονται όλα από τους Young & Scott
Παραγωγός ήταν ο Robert John "Mutt" Lange ο οποίος δεν είχε ξαναδουλέψει με το συγκρότημα .
Στην Αυστραλία ο δίσκος κυκλοφόρησε με ελαφρώς διαφορετικό εξώφυλλο
Στην Ανατολική Γερμανία ο δίσκος κυκλοφόρησε χωρίς τα μέλη του συγκροτήματος στο εξώφυλλο
Στην Αμερική το άλμπουμ έχει γίνει 7 φορές πλατινένιο.
Το παράδοξο με το συγκρότημα είναι πως απόκτησε τη μεγαλύτερη φήμη του τις δεκαετίες που ακολούθησαν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως τότε έβγαλαν και τους καλύτερους δίσκους τους, μάλλον το αντίθετο.
Τη φήμη τους ουσιαστικά τη κέρδισαν στο δρόμο. Με κάθε ζωντανή εμφάνιση τους , με το πάθος που τους διακατέχει και με την αστείρευτη ενέργεια τους, έχτισαν κυριολεκτικά το όνομα τους από το τιποτα. Αρκεί κανείς να δει ένα Live τους έστω και μαγνητοσκοπημένο για να καταλάβει τι θα πει AC/DC.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Angus Young οποίος ξεκινάει τη συναυλία ντυμένος τη στολή του σχολιαρόπαιδου και καταλήγει μούσκεμα στο ιδρώτα μόνο με το σορτσάκι, αφού έχει γράψει τα άπειρα χιλιόμετρα τρέχοντας πάνω κάτω στη σκηνή κάνοντας τούμπες ,σκαρφαλώνοντας πάνω σε άλλους και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του εκείνη τη στιγμή.
Τη στολή μάλλον τη κράτησε από την εποχή που πήγαινε για πρόβες αμέσως μετά το σχολείο .
Για πολλά χρόνια οι κριτικοί και όλοι όσοι αρέσκονται στο να βάζουν ταμπέλες είχαν μπερδευτεί στο πιο μουσικό είδος πρέπει να τους κατατάξουν. Κατά την έκρηξη του punk ή του NWOBHM κάποιοι τους κατέταξαν ατυχώς στο ένα ή στο άλλο ρεύμα. Η αλήθεια είναι ότι με εξαίρεση τις R’N’R και Blues καταβολές τους οι AC/DC είναι σχεδόν μια κατηγορία μόνοι τους ,επηρεάζοντας λίγο πολύ όλο το φάσμα της Rock (μέχρι και οι Dandy Warhols έχουν διασκευάσει το Hells Bells).
Τελικά ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά του συγκροτήματος στο μουσικό στερέωμα να είναι ότι για να γίνεις πραγματικά σπουδαίος, εκτός από το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά πρέπει πρωτίστως να έχεις ψυχή…
ΟΝΟΜΑ : HIGHWAY TO HELL
ΕΠΩΝΗΜΟ : AC/DC
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ : 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1979
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ΑΓΓΛΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ : ROCK ‘N’ ROLL
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΓΟΝΕΩΝ:
Bon Scott – lead vocals
Angus Young – lead guitar
Malcolm Young – rhythm guitar
Cliff Williams – bass
Phil Rudd – drums
Στη κατοχή του βρέθηκαν
Side A
i. Highway to Hell – 3:28
ii. Girls Got Rhythm – 3:23
iii. Walk All Over You – 5:10
iv. Touch Too Much – 4:27
v. Beating Around the Bush – 3:56
Side B
i. Shot Down in Flames – 3:22
ii. Get It Hot – 2:34
iii. If You Want Blood (You've Got It) – 4:37
iv. Love Hungry Man – 4:17
v. Night Prowler – 6:27
Καταχωρείται απλά και μόνο γιατί δίδαξε στο κόσμο πως πρέπει να παίζεται το ROCK ‘N’ ROLL. Δυνατά γρήγορα και με πολύ , πάρα πολύ πάθος. Αυτό και μόνο φτάνει για να χαρακτηριστούν ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα στην ιστορία της Rock
Αναλυτικότερα
Όταν ο Jerry Lee Lewis έβαζε φωτιά στο πιάνο του προκαλώντας τον Chuck Berry να τον ξεπεράσει, προφανώς δεν είχε στο νου του ότι επι της ουσίας έβαζε φωτιά στα παντζάκια όλων των επίδοξων Rockers που θα ακολουθούσαν...
Αυστραλία 1963: Ο 8χρονος Angus Young μετακομίζει εκεί από τη Γλασκόβη της Σκοτίας με τους γονείς του και τα 3 από τα 4 αδέλφια του. Αυτός και o λίγο μεγαλύτερος του αδελφός Malcolm κολάνε το μικρόβιο της μουσικής από τον ακόμα μεγαλύτερο αδελφό τους George (Λίγο πολύ όλοι στην οικογένεια το είχαν). Μαθαίνουν και οι δυο κιθάρα και αρχίζουν να παίζουν με διάφορα γκρουπάκια.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 70 οι αδελφοί Young σχηματίζουν το δικό τους συγκρότημα το οποίο ονομάζεται AC/DC. Το όνομα, που σημαίνει συνεχές εναλλασσόμενο ρεύμα, το πήραν από το σχετικό ταμπελάκι στη ραπτομηχανή της αδελφής τους και πραγματικά δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει πιο αντιπροσωπευτικό όνομα για το ύφος της μουσικής τους.
Σύντομα οι ρόλοι των δυο αδελφών έγιναν ξεκάθαροι μέσα στο γκρουπ. Ο Malcolm ήταν η βάση και το μυαλό και ο Angus το γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο που θα τίναζε τα πάντα στο πέρασμα του. Οι βασικές επιρροές τους ήταν ( και είναι ) το Rock ‘n’ Roll και το Blues Rock. Ειδικά ο Chuck Berry έχει ασκήσει ίσως τη μεγαλύτερη επιρροή στον Angus Young από το τρόπο που παίζει μέχρι τη σκηνική του παρουσία (βλέπε duck walk).
Με τον πρώτο τους τραγουδιστή Dave Evans πρόλαβαν να ηχογραφήσουν μόνο ένα single (Can I Sit Next To You Girl) προτού οι συνεχείς διαφωνίες τους φέρουν σε οριστική ρήξη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο τέλος ο Evans δεν εμφανίστηκε σε προγραμματισμένο Live αφήνοντας όλο το γκρουπ εκτεθειμένο. Στο σημείο αυτό έρχεται η στιγμή να λάμψει το αστέρι του Bon Scott (Ronald Belford Scott).
Ο Scott ήταν και αυτός μετανάστης από τη Σκωτία στην Αυστραλία , ήταν σχετικά μεγαλύτερος και βασικά πιο έμπειρος από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος. Είχε συμμετάσχει σε διάφορα συγκροτήματα ως τραγουδιστής και ντράμερ τη δεκαετια του 60 αλλά τα πράγματα μάλλον δεν ήταν και πολύ καλά γιατί ουσιαστικά για να επιβιώσει ήταν αναγκασμένος να κάνει ένα σωρό άλλες δουλειές. Ως οδηγός του συγκροτήματος γνωρίστηκε με τους AC/DC οι οποίοι απολύοντας τελικά τον Evans του δίνουν την ευκαιρία να μπει στο συγκρότημα ως τραγουδιστής ενώ ο ίδιος επέμενε να μπει ως ντράμερ. Όλα πλέον είχαν πάρει το δρόμο τους.
Το συγκρότημα ξεκινάει τη σκληρή δουλειά και το 1975 Κυκλοφορούν 2 άλμπουμ το High Voltage και το TNT που προορίζονται όμως μόνο για την αγορά της Αυστραλίας. Τα άλμπουμ αυτά μαζί με τις μοναδικές Live εμφανίσεις του συγκροτήματος αυξάνουν γρήγορα τη φήμη τους και φτάνουμε στην κυκλοφορία του High Voltage για τη διεθνή αγορά πλέον.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το τελευταίο απαρτίζεται κυρίως από κομμάτια του TNT (7 στα 9) παρά του αρχικού High Voltage (2 στα 9). Ακολουθεί το Dirty Deeds Done Dirt Cheap μετά πολλών κόπων και βασάνων, άλλη έκδοση για την Αυστραλία άλλη για τη διεθνή αγορά πάλι, ενώ στην Αμερική κυκλοφόρησε 5 χρόνια αργότερα, αφού το γκρουπ είχε καθιερωθεί.
Μετά έρχονται τα Let there be Rock και Powerage με τα οποία το συγκρότημα βρίσκει οριστικά το δρόμο του. Καθιερώνεται το σχετικό Logo του συγκροτήματος, ο ήχος δένει ακόμα περισσότερο με την άγρια ομορφιά της φωνής του Scott και όσο αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις το δίδυμο Angus – Scott κάνει θραύση, ενώ ο Malcolm είναι σταθερά στα μετόπισθεν και άλλοτε μοιάζει να καμαρώνει το «δημιούργημα» του άλλοτε να προσέχει μην ξεφύγει ο μικρός αδελφός τελείως. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε και αργότερα.
Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι ότι το συγκρότημα ξεπερνά πια για τα καλά τα σύνορα της Αυστραλίας.Το Powerage έφτασε να γίνει πλατινένιο στην Αμερική, ενώ είναι το πρώτο άλμπουμ στο οποίο δεν υπήρχε διάφορα ανάμεσα στην ‘εγχώρια’ και στη διεθνή παραγωγή. Η άνοδος αυτή επισφραγίζεται από ένα καταπληκτικό Live δίσκο το “If You Want Blood You've Got It” και τα πάντα είναι έτοιμα πλέον για το επόμενο βήμα που δεν είναι άλλο από το Highway to Hell.
Κατασταλάζει η σύνθεση του γκρουπ, μετά από τις αρκετές αλλαγές στα τύμπανα και το μπάσο των προηγούμενων ετών, μαζεύουν τις εμπειρίες τους και φτιάχνουν ένα δίσκο τόσο δεμένο όσο ήταν και εκείνοι μεταξύ τους.
Αρχή με το ομώνυμο κομμάτι που σκοπό έχει να μας δώσει να καταλάβουμε τι θα ακολουθήσει. Ένας δίσκος γεμάτος ενέργεια έντονη διάθεση για διασκέδαση, γυναίκες και ποτό. Ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού προς τους σεμνότυφους (ες).Ένας δίσκος σχεδόν διαβολικός ,για κάθε ψευτοπουριτανο, χωρις όμως να γίνεται ποτέ προκλητικός, χάρις τη στιχουργική ευχέρεια του Scott.
Ο δίσκος ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να κάνει «κοιλιά» πουθενα. Αναπόφευκτα μερικά μόνο από τα κομμάτια θα μπορούσαν να γίνουν πιο γνωστά αλλά πραγματικά είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο και να πούμε ότι θα μπορούσε να λείπει.
Οι AC/DC πάντα έδιναν τροφή για παραφυλολογία κυρίως με τα αρχικά του ονόματός τους. Μέχρι και για ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα τους κατηγορισαν. Τωρα πια και με αυτό το τίτλο για άλμπουμ και αυτό το εξώφυλλο οι φήμες οργίασαν. Παρόλα αυτά όμως η αλήθεια είναι πάντα πιο απλή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο κομμάτι του δίσκου Night Prowler.
Το 1985 ο serial killer Richard Ramirez πιάστηκε στο Los Angeles, ο οποίος δήλωνε φανατικός των AC/DC και πως αγαπημένο του κομμάτι ήταν το Night Prowler. Επειδή βέβαια ο κίτρινος τύπος δεν είναι σημερινό φαινόμενο άρχισαν γρήγορα οι συγκρίσεις και οι άσχετοι συσχετισμοί με το συγκρότημα και το συγκεκριμένο δίσκο. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κομμάτι μιλάει για τις νυχτερινές αταξίες ενός νέου οποίος μπαίνει κρυφά στο δωμάτιο της φίλης του… Έχει ειπωθεί ότι « μια ιδέα δεν είναι ποτέ υπεύθυνη για το ηλίθιο κεφάλι που τη κουβαλάει», πόσο μάλλον ένα τραγούδι.
Επιστροφή όμως στο 1979 και στο τι ακολούθησε τη κυκλοφορία του δίσκου. Όλα έμοιαζαν ιδανικά ο δίσκος ήταν ο καλύτερος που είχαν κάνει μέχρι στιγμής – έφτασε στο νούμερο 17 του US top 100 – είχαν κατακτήσει σχεδόν το παγκόσμιο κοινό και είχαν αρχίσει να δουλεύουν το επόμενο (ακόμα καλύτερο όπως εξελίχθηκε άλμπουμ τους) Back In Black. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1980 όμως ο Scott βρέθηκε νεκρός από αναρρόφηση σε ένα αυτοκίνητο που τον άφησαν να κοιμηθεί ύστερα από μια νύχτα με πολύ αλκοόλ. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Λοιπά στοιχεία
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 30 Ιουλίου του 1979 από την εταιρία Atlantic , ενώ ηχογραφήθηκε στα στούντιο της Roundhouse στο Λονδίνο.
Τα τραγούδια υπογράφονται όλα από τους Young & Scott
Παραγωγός ήταν ο Robert John "Mutt" Lange ο οποίος δεν είχε ξαναδουλέψει με το συγκρότημα .
Στην Αυστραλία ο δίσκος κυκλοφόρησε με ελαφρώς διαφορετικό εξώφυλλο
Στην Ανατολική Γερμανία ο δίσκος κυκλοφόρησε χωρίς τα μέλη του συγκροτήματος στο εξώφυλλο
Στην Αμερική το άλμπουμ έχει γίνει 7 φορές πλατινένιο.
Το παράδοξο με το συγκρότημα είναι πως απόκτησε τη μεγαλύτερη φήμη του τις δεκαετίες που ακολούθησαν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως τότε έβγαλαν και τους καλύτερους δίσκους τους, μάλλον το αντίθετο.
Τη φήμη τους ουσιαστικά τη κέρδισαν στο δρόμο. Με κάθε ζωντανή εμφάνιση τους , με το πάθος που τους διακατέχει και με την αστείρευτη ενέργεια τους, έχτισαν κυριολεκτικά το όνομα τους από το τιποτα. Αρκεί κανείς να δει ένα Live τους έστω και μαγνητοσκοπημένο για να καταλάβει τι θα πει AC/DC.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Angus Young οποίος ξεκινάει τη συναυλία ντυμένος τη στολή του σχολιαρόπαιδου και καταλήγει μούσκεμα στο ιδρώτα μόνο με το σορτσάκι, αφού έχει γράψει τα άπειρα χιλιόμετρα τρέχοντας πάνω κάτω στη σκηνή κάνοντας τούμπες ,σκαρφαλώνοντας πάνω σε άλλους και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του εκείνη τη στιγμή.
Τη στολή μάλλον τη κράτησε από την εποχή που πήγαινε για πρόβες αμέσως μετά το σχολείο .
Για πολλά χρόνια οι κριτικοί και όλοι όσοι αρέσκονται στο να βάζουν ταμπέλες είχαν μπερδευτεί στο πιο μουσικό είδος πρέπει να τους κατατάξουν. Κατά την έκρηξη του punk ή του NWOBHM κάποιοι τους κατέταξαν ατυχώς στο ένα ή στο άλλο ρεύμα. Η αλήθεια είναι ότι με εξαίρεση τις R’N’R και Blues καταβολές τους οι AC/DC είναι σχεδόν μια κατηγορία μόνοι τους ,επηρεάζοντας λίγο πολύ όλο το φάσμα της Rock (μέχρι και οι Dandy Warhols έχουν διασκευάσει το Hells Bells).
Τελικά ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά του συγκροτήματος στο μουσικό στερέωμα να είναι ότι για να γίνεις πραγματικά σπουδαίος, εκτός από το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά πρέπει πρωτίστως να έχεις ψυχή…