Το τελευταίο πόνημα του Γιώργου Λάνθιμου, ο «Αστακός» για τον οποίο πολύς λόγος γίνεται τελευταία – και δικαιολογημένα, επιτρέψτε μου – με έβαλε σε περίεργες σκέψεις. Τόσο περίεργες μάλιστα, που έπρεπε οπωσδήποτε να τις καταγράψω σε ένα κείμενο λίγες ώρες αφού βγήκα απ’ την αίθουσα προβολής. Άρα, έκανε τη δουλειά της η ταινία. Δουλειά προσωπική, που θα αποκαλύψω στο τέλος, για να μην μπλεχτεί με τις σκέψεις μου.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν έχουν δει την ταινία, αφού έχει γίνει τόσος λόγος γύρω απ’ αυτή. Κοντολογίς, πρόκειται για έναν φανταστικό τόπο, μία δυστοπική κοινωνία (όπως εξόχως περιγράφεται στο IMDb), που όλοι είναι δυστυχισμένοι, όντας αναγκασμένοι να ζουν σε ζευγάρια χωρίς να υπάρχει χώρος για μοναχικούς. Μάλιστα, όσοι μένουν μόνοι, είτε λόγω διαζυγίου είτε λόγω φυσικών αιτίων, είναι αναγκασμένοι από το νόμο να πάνε στο Ξενοδοχείο και να βρουν μέσα σε 45 ημέρες το άλλο τους μισό, γιατί διαφορετικά θα μεταμορφωθούν σε ζώα της επιλογής τους – εκτός και αν διαπράξουν σοβαρό έγκλημα και μεταμορφωθούν στο ζώο που κανείς δε θέλει και δε μας αποκαλύπτεται ποτέ – και εκδιωχθούν στο δάσος.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο David (Colin Farrell), μένει μόνος του, αφού τον εγκαταλείπει η γυναίκα του, παρέα με τον αδερφό του που είναι μεταμορφωμένος σε σκύλο και έχει 45 μέρες να βρει το ταίρι του, αλλιώς θα μεταμορφωθεί σε αστακό. Γιατί αστακό; Δείτε την ταινία, παίζεται ακόμα. Και για το υπόλοιπο στόρι: δείτε την ταινία.
Αυτό που με προβλημάτισε, όμως, ήταν η ερμηνεία της ταινίας. Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα με ανεβασμένη διάθεση (τη βρήκα πάρα πολύ αστεία, διεστραμμένα αστεία) σκέφτηκα ότι πρόκειται για μια ωδή στην αγάπη, την αναγκαιότητα για αγάπη και, κυρίως, δοσμένη με έναν τελείως αλλόκοτο και αντισυμβατικό τρόπο. Κάποτε ένας γνωστός μού είχε πει «η ζωή είναι πολύ βαριά για να τη σηκώσουμε μόνοι μας». Βλέποντας την ταινία μπορούσα γρήγορα να αντιληφθώ την έννοια της παραπάνω φράσης, καθώς και γιατί οι άνθρωποι στο φιλμικό σύμπαν του Λάνθιμου, ψάχνουν διαρκώς το ταίρι τους.
Όμως, όσο περισσότερο σκεφτόμουν την ταινία, τόσο περισσότερο κάτι με ιντρίγκαρε. Γρήγορα πέρασα στη σκέψη ότι, ίσως, ο «Αστακός» είναι μια ωδή στη διαφορετικότητα. Πιστεύω πως ο Λάνθιμος μέσα από έναν κόσμο γεμάτο αλλόκοτες συμπεριφορές, μοναχικούς ανθρώπους και βαθιά δυστυχισμένους, ασκεί μια δριμύτατη κριτική σε αυτή τη, σχεδόν, συμπεριφοριστική αντιμετώπιση των ανθρώπινων σχέσεων, καθώς και στην κατά σύμβαση ή ανάγκη συντροφικότητα. Όλοι οι άνθρωποι στον «Αστακό» ζευγαρώνουν για να μην εκδιωχθούν, άρα εκβιάζονται. Δεν ερωτεύονται ούτε αγαπούν. Ούτε ο David ερωτεύεται τη Rachel Weisz (σημ: δεν έχει όνομα, όπως η πλειοψηφία των χαρακτήρων) ούτε το αντίστροφο, ούτε κανείς, κατά πάσα πιθανότητα. Επιπλέον, η μόνη πιθανότητα να δημιουργηθεί σχέση μεταξύ αυτών των ανθρώπων είναι να υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό. Μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, όμως άπαξ και... ανοίγει η μύτη τους συχνά, παντρεύονται.
Γίνεται, επομένως, γρήγορα εμφανές πόσο δυστυχισμένοι είναι οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή. Άνθρωποι που παντρεύτηκαν ή αποφάσισαν να κάνουν μια σχέση μόνο και μόνο για να μην είναι μόνοι ή να είναι κοινωνικά αποδεκτοί. Και η πιο εύκολη λύση γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι να εστιάσουν όλη τους την προσοχή σε ένα χαρακτηριστικό, ώστε, σχεδόν ψευδαισθησιακά, να «ερωτευθούν» και να... παντρευτούν. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως οι δύο βασικοί χαρακτήρες έχουν μυωπία: βλέπουν μόνο από κοντά, πολύ κοντά, εστιάζοντας μόνο σε ένα χαρακτηριστικό, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Βλέπουν το δέντρο, μα δε βλέπουν το δάσος.
Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει ότι το να ερωτεύεσαι είναι να αναγνωρίζεις την έλλειψη σου, να την τοποθετείς στον άλλον και να συνειδητοποιείς ότι έχεις ανάγκη τον άλλον ή την άλλη.
Οι ήρωες του Λάνθιμου, δε δίνουν την έλλειψη τους, αλλά αυτό που ήδη έχουν. Σε πρώτη ματιά, ίσως φαίνεται φοβερά αυτοθυσιαστική η πράξη τού David να τυφλωθεί (αν το έκανε), όμως, σε δεύτερη ανάγνωση δίνει (σ.σ. στη σχέση) πάλι αυτό που έχει: την ανάγκη να υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους, την ανάγκη να δημιουργηθεί μια σύμβαση. Δε δίνει την ανάγκη για κατανόηση, δε δίνει την όραση του για να βοηθήσει πραγματικά τη σύντροφο του. Δεν αυτοτυφλώνεται για να την κατανοήσει, αλλά γιατί δεν ξέρει να αγαπάει ή δε μπορεί να αγαπήσει. Δημιουργούμε διαρκώς συμβάσεις ή /και κανόνες, τις επιβάλλουμε μάλιστα, για να είμαστε αρεστοί ή αποδεκτοί, σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάμε να ακούσουμε τον εαυτό μας και τις ανάγκες ή τις ελλείψεις του, με αποτέλεσμα να γινόμαστε όλο και περισσότερο μόνοι, είτε μόνοι μόνοι είτε μόνοι με παρέα.
Φυσικά, όπως κάθε ταινία που σέβεται τις λειτουργίες της – που για μένα μια από τις βασικές είναι να προβληματίσει, όχι επιφανειακά, ούτε με την πρώτη ανάγνωση, αλλά χωρίς να σου δίνει και τη λύση – ο «Αστακός» δε μας δίνει τη λύτρωση στο τέλος. Υπάρχει χώρος για «πραγματική» αγάπη; Υπάρχει αυτή; «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;» ακούμε στους τίτλους τέλους – οι οποίοι αποτελούν εν τέλει αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας – και τελικά, μάλλον, δεν πήραμε καμία απάντηση, παρά μόνο κι άλλους προβληματισμούς. Είμαστε, απ’ ό,τι φαίνεται, καταδικασμένοι να σκεφτόμαστε αιωνίως τι είναι τελικά. Αυτό και τι ζώο θα θέλαμε να γίνουμε, αν κάποτε μας δινόταν η ευκαιρία.
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν έχουν δει την ταινία, αφού έχει γίνει τόσος λόγος γύρω απ’ αυτή. Κοντολογίς, πρόκειται για έναν φανταστικό τόπο, μία δυστοπική κοινωνία (όπως εξόχως περιγράφεται στο IMDb), που όλοι είναι δυστυχισμένοι, όντας αναγκασμένοι να ζουν σε ζευγάρια χωρίς να υπάρχει χώρος για μοναχικούς. Μάλιστα, όσοι μένουν μόνοι, είτε λόγω διαζυγίου είτε λόγω φυσικών αιτίων, είναι αναγκασμένοι από το νόμο να πάνε στο Ξενοδοχείο και να βρουν μέσα σε 45 ημέρες το άλλο τους μισό, γιατί διαφορετικά θα μεταμορφωθούν σε ζώα της επιλογής τους – εκτός και αν διαπράξουν σοβαρό έγκλημα και μεταμορφωθούν στο ζώο που κανείς δε θέλει και δε μας αποκαλύπτεται ποτέ – και εκδιωχθούν στο δάσος.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο David (Colin Farrell), μένει μόνος του, αφού τον εγκαταλείπει η γυναίκα του, παρέα με τον αδερφό του που είναι μεταμορφωμένος σε σκύλο και έχει 45 μέρες να βρει το ταίρι του, αλλιώς θα μεταμορφωθεί σε αστακό. Γιατί αστακό; Δείτε την ταινία, παίζεται ακόμα. Και για το υπόλοιπο στόρι: δείτε την ταινία.
Αυτό που με προβλημάτισε, όμως, ήταν η ερμηνεία της ταινίας. Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα με ανεβασμένη διάθεση (τη βρήκα πάρα πολύ αστεία, διεστραμμένα αστεία) σκέφτηκα ότι πρόκειται για μια ωδή στην αγάπη, την αναγκαιότητα για αγάπη και, κυρίως, δοσμένη με έναν τελείως αλλόκοτο και αντισυμβατικό τρόπο. Κάποτε ένας γνωστός μού είχε πει «η ζωή είναι πολύ βαριά για να τη σηκώσουμε μόνοι μας». Βλέποντας την ταινία μπορούσα γρήγορα να αντιληφθώ την έννοια της παραπάνω φράσης, καθώς και γιατί οι άνθρωποι στο φιλμικό σύμπαν του Λάνθιμου, ψάχνουν διαρκώς το ταίρι τους.
Όμως, όσο περισσότερο σκεφτόμουν την ταινία, τόσο περισσότερο κάτι με ιντρίγκαρε. Γρήγορα πέρασα στη σκέψη ότι, ίσως, ο «Αστακός» είναι μια ωδή στη διαφορετικότητα. Πιστεύω πως ο Λάνθιμος μέσα από έναν κόσμο γεμάτο αλλόκοτες συμπεριφορές, μοναχικούς ανθρώπους και βαθιά δυστυχισμένους, ασκεί μια δριμύτατη κριτική σε αυτή τη, σχεδόν, συμπεριφοριστική αντιμετώπιση των ανθρώπινων σχέσεων, καθώς και στην κατά σύμβαση ή ανάγκη συντροφικότητα. Όλοι οι άνθρωποι στον «Αστακό» ζευγαρώνουν για να μην εκδιωχθούν, άρα εκβιάζονται. Δεν ερωτεύονται ούτε αγαπούν. Ούτε ο David ερωτεύεται τη Rachel Weisz (σημ: δεν έχει όνομα, όπως η πλειοψηφία των χαρακτήρων) ούτε το αντίστροφο, ούτε κανείς, κατά πάσα πιθανότητα. Επιπλέον, η μόνη πιθανότητα να δημιουργηθεί σχέση μεταξύ αυτών των ανθρώπων είναι να υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό. Μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, όμως άπαξ και... ανοίγει η μύτη τους συχνά, παντρεύονται.
Γίνεται, επομένως, γρήγορα εμφανές πόσο δυστυχισμένοι είναι οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή. Άνθρωποι που παντρεύτηκαν ή αποφάσισαν να κάνουν μια σχέση μόνο και μόνο για να μην είναι μόνοι ή να είναι κοινωνικά αποδεκτοί. Και η πιο εύκολη λύση γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι να εστιάσουν όλη τους την προσοχή σε ένα χαρακτηριστικό, ώστε, σχεδόν ψευδαισθησιακά, να «ερωτευθούν» και να... παντρευτούν. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως οι δύο βασικοί χαρακτήρες έχουν μυωπία: βλέπουν μόνο από κοντά, πολύ κοντά, εστιάζοντας μόνο σε ένα χαρακτηριστικό, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Βλέπουν το δέντρο, μα δε βλέπουν το δάσος.
Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει ότι το να ερωτεύεσαι είναι να αναγνωρίζεις την έλλειψη σου, να την τοποθετείς στον άλλον και να συνειδητοποιείς ότι έχεις ανάγκη τον άλλον ή την άλλη.
Οι ήρωες του Λάνθιμου, δε δίνουν την έλλειψη τους, αλλά αυτό που ήδη έχουν. Σε πρώτη ματιά, ίσως φαίνεται φοβερά αυτοθυσιαστική η πράξη τού David να τυφλωθεί (αν το έκανε), όμως, σε δεύτερη ανάγνωση δίνει (σ.σ. στη σχέση) πάλι αυτό που έχει: την ανάγκη να υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους, την ανάγκη να δημιουργηθεί μια σύμβαση. Δε δίνει την ανάγκη για κατανόηση, δε δίνει την όραση του για να βοηθήσει πραγματικά τη σύντροφο του. Δεν αυτοτυφλώνεται για να την κατανοήσει, αλλά γιατί δεν ξέρει να αγαπάει ή δε μπορεί να αγαπήσει. Δημιουργούμε διαρκώς συμβάσεις ή /και κανόνες, τις επιβάλλουμε μάλιστα, για να είμαστε αρεστοί ή αποδεκτοί, σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάμε να ακούσουμε τον εαυτό μας και τις ανάγκες ή τις ελλείψεις του, με αποτέλεσμα να γινόμαστε όλο και περισσότερο μόνοι, είτε μόνοι μόνοι είτε μόνοι με παρέα.
Φυσικά, όπως κάθε ταινία που σέβεται τις λειτουργίες της – που για μένα μια από τις βασικές είναι να προβληματίσει, όχι επιφανειακά, ούτε με την πρώτη ανάγνωση, αλλά χωρίς να σου δίνει και τη λύση – ο «Αστακός» δε μας δίνει τη λύτρωση στο τέλος. Υπάρχει χώρος για «πραγματική» αγάπη; Υπάρχει αυτή; «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;» ακούμε στους τίτλους τέλους – οι οποίοι αποτελούν εν τέλει αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας – και τελικά, μάλλον, δεν πήραμε καμία απάντηση, παρά μόνο κι άλλους προβληματισμούς. Είμαστε, απ’ ό,τι φαίνεται, καταδικασμένοι να σκεφτόμαστε αιωνίως τι είναι τελικά. Αυτό και τι ζώο θα θέλαμε να γίνουμε, αν κάποτε μας δινόταν η ευκαιρία.