Οι φωτογραφίες ανήκουν στο Δημήτρη Δημόπουλο και το Mix Grill.
Μετά από δύο μέρες σερί hip-hop (Παρασκευή Ταφ Λάθος και Σάββατο Active Member) είχα την ανάγκη και επιθυμία να ακούσω κάτι διαφορετικό, κάτι πιο οργανικό. Έτσι, η χθεσινή συναυλία στο Fuzz ήταν μονόδρομος για μένα. Φυσικά ανυπομονούσα να δω τους Mono ζωντανά, παρότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που τους πρωτοσυνάντησα στο YouTube (αυτές οι καλές στιγμές που αποφασίζεις να κλικάρεις στην τύχη τα related σου), γιατί είμαι και λάτρης της Ιαπωνικής κουλτούρας και ένιωθα ένα περίεργο συναίσθημα πλήρωσης κάθε φορά που άκουγα τραγούδια τους.
Τη βραδιά συμπλήρωνε η κολλεκτίβα των Γερμανών The Ocean, που ομολογώ ότι είχα ακούσει ελάχιστα και αυτό περισσότερο εξαιτίας της πρόσφατης συνεργασίας τους με τους Mono για το Split-EP «Transcendental», μια μπάντα με σκληρό ήχο, αρκετή ένταση και, πιθανολογώ, εξαιτίας των πολλαπλών αλλαγών στο line-up τους με πολλές εναλλαγές και επιρροές στη μουσική τους. Τέλος, τη βραδιά άνοιγαν οι Αθηναίοι Afformance, μια μπάντα με σαφείς καταβολές στην post-rock και τον πειραματικό ήχο, που μάλιστα κυκλοφόρησαν και καινούριο υλικό το περασμένο καλοκαίρι και προβλεπόταν να ανοίξουν τη βραδιά με ιδανικό τρόπο. Στο δια ταύτα λοιπόν.
Έφτασα έξω απ’ το Fuzz γύρω στις 9:10 και η ουρά για να μπούμε μέσα απλωνόταν μέχρι την Πειραιώς. Κάπου εκεί πίστεψα ότι θα χάσω το opening, όμως για καλή μου τύχη η ουρά προχωρούσε γρήγορα και σε 5 λεπτά ήμουν μέσα. Πρόλαβα να ακούσω δύο μακρόσυρτα τραγούδια των Afformance και, συνεπώς, δεν μπορώ να έχω ολοκληρωμένη εικόνα της επίδοσης τους. Όμως για όσο άκουσα, ήταν άρτιοι με 3 κιθάρες, 1 μπάσο, ντραμς & πλήθος εφέ. Ήταν ό, τι έπρεπε για να μας προετοιμάσουν για τους The Ocean και να μας καλωσορίσουν στη βραδιά. Η instrumental μουσική τους, με μαθηματικά ακριβείς αυξομειώσεις, που ταυτόχρονα δημιουργούσαν μια κλιμάκωση, η οποία κατέληγε στο παραδοσιακό post-rock ξέσπασμα (και head-banging) , δημιούργησε και ένα αίσθημα μελαγχολίας, χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής, στο οποίο πάτησαν και έχτισαν οι The Ocean.
Οι Afformance έπαιξαν μισή ώρα και 9.30 είχαν ήδη κατέβει, ενώ 20 λεπτά αργότερα ξεκινούσαν οι The Ocean. Αμέσως μου έκανε εντύπωση η σκηνική τους τοποθέτηση. Μπροστάρηδες οι δύο κιθαρίστες, ο μπασίστας και η Ελληνίδα τσελίστρια (Δ. Θεοφιλοπούλου), η οποία ομολογώ πως ήταν καταπληκτική και πίσω τους ο τραγουδιστής και ο ντράμερ. Όμως με παραξένεψε διότι συνήθως οι τραγουδιστές είναι οι μπροστάρηδες, και τότε κατάλαβα γιατί αυτό-αποκαλούνται «κολλεκτίβα». Όλα τα μέλη αλλάζουν, έρχονται άλλοι, και όλοι είναι ίσοι στην μπάντα. Οι μόνες στιγμές που έβγαινε μπροστά ο τραγουδιστής ήταν για να πυρπολήσει με τα growls του το κοινό ή να κάνει κανένα stagediving!
Οι The Ocean έπαιξαν 1 ώρα και κάτι, κατά τη διάρκεια της οποίας το κοινό χτυπήθηκε αλύπητα από αδυσώπητα growls και κιθαριστικά riffs, που κατάφεραν να παρασύρουν και τον γραφόντα, παρά το γεγονός πως δεν ανήκει στους λάτρεις του λεγόμενου ακραίου ήχου (είμαι σίγουρος ότι υπάρχει και πιο ακραίος ήχος, αλλά πραγματικά εκεί δεν έχω καμία δουλειά). Η setlist τους περιείχε επίσης μερικά δυνατά κιθαριστικά solo, όμως αυτά που με καθήλωσαν ήταν τα solo του τσέλου, που έδωσαν έναν πιο συμφωνικό/ορχηστρικό χαρακτήρα και που, για μένα, αντιστάθμιζε την εκρηκτικότητα του συνόλου με ένα μελαγχολικό, αλλά σίγουρα συναισθηματικό ήχο. Highlight νομίζω ήταν σίγουρα το stagediving, αλλά και το κλείσιμο τους, οπότε και έπαιξαν το τραγούδι απ’ το Split EP, που κυκλοφόρησαν με τους Mono, το «The Quiet Observer», ένα αρκετά πιο ήπιο, μελωδικό κομμάτι και, σίγουρα, επηρεασμένο απ’ την πνευματικότητα των Mono.
Οι The Ocean κατέβηκαν απ’ τη σκηνή στις 10:50, ενώ οι Mono ανέβηκαν στις 11:15 και τελείωσαν στις 00:30. Talk about tight schedule. Μπορεί κάποιοι να απογοητεύτηκαν απ’ τη διάρκεια των εμφανίσεων, όμως θεωρώ πως επειδή το tour είναι κοινό, δεν μπορεί η μία μπάντα να ξεπερνάει την ώρα της άλλης, όπως ούτε να ξεπερνάνε κατά πολύ το τρίωρο. Γι’ αυτό θα ήταν ωραίο να δούμε την κάθε μπάντα ξεχωριστά την επόμενη φορά (που δεν είναι καθόλου απίθανο), αλλά αυτή η κουβέντα ανήκει αλλού. Στα του χώρου: πραγματικά επαγγελματική οργάνωση, χωρίς καθυστερήσεις , αρτιότατος ήχος και γενικά αποδείχτηκε γιατί το Fuzz είναι ένας εκ των καλύτερων συναυλιακών χώρων της Αθήνας και κατάλληλος για μια τέτοια συναυλία. Ο κόσμος: ήταν σε γενικές γραμμές πολύ θερμός, ειδικά στους The Ocean, ενώ ήταν και πολύ ζεστοί στο opening act τν, τους Afformance! Όμως και στους Mono, οι περισσότεροι στέκονταν ήσυχοι και με προσοχή στα τραγούδια τους. Βέβαια, όσο πιο πίσω πήγαινες στο χώρο τόσο πιο πολύ αυξάνονταν οι ενοχλητικές συζητήσεις και μη μιλήσω για τους ανεκδιήγητους που στέκονταν δίπλα μου και κορόιδευαν τις συνθέσεις τους – κατά πάσα πιθανότητα είχαν έρθει μόνο για τους Ocean – και ευτυχώς έφυγαν νωρίς. Όμως και αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Οι Mono τώρα. Πάντα θεωρούσα την ορχηστρική μουσική πνευματική και ιδιαίτερα δύσκολη να την ακούσεις. Είναι το αντίστοιχο των αργών ταινιών, τύπου Kubrick, Bergman, Tarr, Tarkovsky κ.α. Μετά από λίγο μπορεί να αρχίσεις να νιώθεις άβολα, όμως για κάποιο λόγο έχουν επιλέξει αυτό το ρυθμό ή για κάποιο λόγο κοιτάς το ίδιο – φαινομενικά – πλάνο για κάμποση ώρα. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία το παράδειγμα του κινηματογράφου, καθώς πιστεύω πως οι Mono είναι άκρως κινηματογραφικοί και γνωρίζουν τη σχέση μουσικής και κινηματογράφου. Πραγματικά είναι σαν να γράφουν τη μουσική τους για ταινίες. Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ, γιατί εκεί στοχεύουν: στο να δημιουργήσουν ένα χώρο μεταξύ του ακροατή και των συνθέσεων τους, που ανήκει εν δυνάμει στον ακροατή. Και λέω εν δυνάμει, γιατί ζητάει τη συμμετοχή του ακροατή για να ενεργοποιηθεί αυτός ο χώρος, και ιδιαίτερα, τη φαντασία του. Μια μουσική ουτοπία.
Απ’ τις πρώτες κιόλας νότες τους, φάνηκε η διαφοροποίηση απ’ τις προηγούμενες μπάντες. Δεν μιλάω για ανωτερότητα ή όχι, αλλά διαφορετικότητα. Γι’ αυτό το λόγο δεν ξέρω καν αν μπορούμε να τους συγκαταλέξουμε στο post-rock είδος. Σίγουρα συγγενεύουν και σίγουρα έχουν επιρροές, αλλά όπως έχουν κι από άλλα τόσα είδη. Και μέσα σε όλα αυτά, βάζουν – συνειδητά ή υποσυνείδητα – την Ιαπωνική τους κουλτούρα. Ειδικά όταν ξεκινάνε να παίξουν το «Ashes in the Snow», το ξυλόφωνο προσδίδει μια μαγεία στην όλη ατμόσφαιρα, ενώ αλλόκοτα ακόρντα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ειλικρινά, έχω παραδοθεί στη μουσική τους.
Πιστεύω πως η instrumental μουσική στοχεύει αμέσως στην καρδιά. Παρακάμπτει γρήγορα τον εγκέφαλο, τουλάχιστον το δεξί ημισφαίριο, βρίσκει τα συναισθήματα και πάνε μαζί απευθείας στην καρδιά. Έπαιξαν φυσικά και το «Death in Reverse» απ’ το Split EP, το οποίο live είναι ακόμα καλύτερο απ’ το studio version.
Όμως το παράδοξο με τους Mono είναι ότι δε σε αφήνουν με πικρία, αλλά με ένα αίσθημα πλήρωσης, δέους και ζωντάνιας. Τουλάχιστον, έτσι έφυγα εγώ χθες. Η μουσική τους μου βγάζει κάτι πολύ γήινο, σε αντίθεση για παράδειγμα με τις περισσότερες post-rock μπάντες που σε ταξιδεύουν κάπου στο διάστημα (είτε το προκαλούν οι ίδιοι, βλ. God is an Astronaut, είτε εσύ μέσω της φαντασίας σου). Χαλάρωση, οργή, ευφορία, μελαγχολία, όλα μαζί σε μια αρμονική συμβίωση, το καθένα συναίσθημα έτοιμο να ενεργοποιηθεί εκεί που πρέπει. Χωρίς ακρότητες. Ζεν. Δεν ξέρω αν τελικά το χθεσινό live ήταν η συναυλία της χρονιάς ή ένα live που θα θυμόμαστε για χρόνια στο σύνολο του, αυτό θα το αποφασίσει ο καθένας για την πάρτη του, όμως η στιγμή που έκλεισα τα μάτια μου και χάθηκα κάπου στις συνθέσεις τους, θα μου μείνει σίγουρα αξέχαστη.
Υ.Γ. Μας αποχαιρέτησαν ανακοινώνοντας πως θα κυκλοφορήσουν νέο άλμπουμ την επόμενη χρονιά, δίνοντας υπόσχεση για ανανέωση του ραντεβού τους στη χώρα μας σύντομα!
Σχετικό θέμα