Προπαγανδίζοντας την Ποίηση
[Κείμενο με αφορμή την παρουσία της Λένας Πλάτωνος στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Το αφιερώνω στον Θάνο Σταθόπουλο]
Πάντα η Ποίηση, διαρκώς και διακαώς και διηνεκώς η Ποίηση, για την Λένα Πλάτωνος αστείρευτη εμπνεύσεως πηγή και σύγνεφα που γίνονται οι αενάως ταξιδιάρες νότες στην αχανή παρτιτούρα τ’ ουρανού.
Λένα Πλάτωνος, η Ποιήτρια των Ήχων. Πρώτο της ολοκληρωμένο έργο, άλλωστε, το «Καρυωτάκης –13 Τραγούδια», κι ας κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά το θρυλικό, και αγέραστο, «Σαμποτάζ», του 1981. Και ας μην ξεχνάμε ότι και τα δικά της λόγια στις επιβλητικά λιτές, μίνιμαλ συνθέσεις της, είναι ποίηση κι αυτά, είναι πότε καταβυθίσεις στο Εντός, στο μύχιο, απόηχοι από τα σπασμωδικά λυρικά σπαράγματα της Sylvia Plath, και πότε αγέρωχα ανοίγματα στο αίνιγμα του Εκτός, στον λαβύρινθο του έξω κόσμου.
Λένα Πλάτωνος, γεννημένη τον Οκτώβριο του 1951, από παιδίσκη να ομνύει στον έβενο και το ελεφαντόδοντο των πλήκτρων, το πιάνο να γίνεται η Μοίρα της, το σμίξιμο των λέξεων με τις νότες να γίνεται η μεγάλη, γενναιόψυχη δωρεά της στην κουλτούρα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Πάντα με ποιητές ολόγυρά της, όπως ο Θάνος Σταθόπουλος που μάλιστα τραγουδάει στις «Μάσκες Ηλίου» (1984) ή ο Γιώργος Χρονάς, που την στηρίζει πολύτιμα στα «Ημερολόγια» (2008) ενώ ήδη της έχει εκδώσει το σύνολο των ποιημάτων της με τίτλο «Τα Λόγια μου» (2005).
Λένα Πλάτωνος, πάντα τολμηρή~ και τώρα, η αναμέτρηση, ανεπίληπτα συγκλονιστική, με τον Κ. Π. Καβάφη, μέγιστο ποιητή που διαπερνά τις δεκαετίες και μένει αιχμηρά ανοξείδωτος. Και ενδιαμέσως, η περιπλάνηση, πάντα στην Ποίηση, μέσα από τα δικά της λόγια, μέσα από την Μαριανίνα Κριεζή, αλλά και από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τον Τζιάνι Ροντάρι.
Λένα Πλάτωνος~ με άσματα που είναι μίνι ηλεκτρικές άριες μες στο πολύβουο αστικό κενό, την κοσμοβριθή έρημο των μεγαλουπόλεων~ με άσματα που γαλούχησαν γενιές και γενιές συγκλονισμένων και ανήσυχων νέων ανθρώπων~ άσματα που τραγουδήθηκαν ξανά και ξανά, πάντα σαν Ποίηση, σύγχρονη, διεισδυτική, κυμαινόμενη ανάμεσα στα δύο «κάππα», ανάμεσα σε Καρυωτάκη και Καβάφη, κάνοντας το συνθεζάιζερ να τανύεται ανάμεσα σε προωθημένα και πρωτοποριακά ηχητικά τοπία και σε αρχέγονα βαριά θλιμμένα μπλουζ και ζεϊμπέκικα, όπως ιδιοφυώς συμβαίνει στο λατρεμένο, για κάποιους από εμάς, «Η πεδιάς και το νεκροταφείον».