«Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας».
Αυτή είναι η πρώτη γραμμή του βιβλίου του Αλμπέρ Καμύ Ο Μύθος του Σισύφου, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο μυθικό πρόσωπο. Ο Σίσυφος καταδικάστηκε από τον Δία να μεταφέρει αιωνίως μία πέτρα έως την κορυφή ενός βουνού, η οποία όμως κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή έπεφτε από την άλλη πλευρά αναγκάζοντας τον να επαναλάβει το ίδιο έργο. Ο Καμύ, έχοντας ως εφαλτήριο αυτόν τον μύθο, προσπαθεί να εξερευνήσει το, κατά την άποψη του, σημαντικότερο ερώτημα της φιλοσοφίας, το οποίο είχε ήδη θέσει εξόχως ο Σαίξπηρ στον Άμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτή είναι η απορία». Με άλλα λόγια, προσπαθεί να ερμηνεύσει τη σύνδεση του παραλόγου που υπάρχει στον κόσμο με την απόφαση ενός ατόμου να τερματίσει τη ζωή του, ενώ υπογραμμίζει την έννοια της πίστης καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου του. Την πίστη στον εαυτό μας, όχι την πίστη με τη στενή θρησκευτική έννοια.
Αυτή η συνοπτική εισαγωγή θεωρώ πως ταιριάζει για τη σημερινή μας στάση στο «Ταξίδι στη Χώρα των Άνιμε», καθώς σήμερα θα παρουσιάσω μία ταινία που παρακολούθησα πρόσφατα και μου έκανε φοβερή εντύπωση ήδη από τη στιγμή που διάβαζα την περιγραφή της στο IMDb. Η ταινία, που κυκλοφόρησε το 2010, έχει σκηνοθετηθεί από τον Keiichi Hara, έχει τίτλο Karafuru (Colorful) και βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Eto Mori.
Λίγο πριν την «ώρα της κρίσης», βλέπουμε μία ουρά πνευμάτων να περιμένουν σαν σε ουρά κάποιου ταμείου για να τους αποκαλυφθεί το τι μέλλει γενέσθαι. Κατά τη διάρκεια της αναμονής ακολουθούμε ένα πνεύμα, το οποίο έχει διαπράξει μία φοβερή αμαρτία και στο οποίο έχει δοθεί, τυχαίως, η ευκαιρία να αναγεννηθεί. Για να κριθεί, όμως, άξιος αναγέννησης, πρέπει πρώτα να περάσει μία δοκιμασία, μετοικώντας στο σώμα ενός 14χρονου αυτόχειρα, του Makoto Kobayashi.
Η ταινία διαφέρει αρκετά από τα συνηθισμένα άνιμε στα περισσότερα πεδία. Η απόδοση τόσο των γραφικών όσο και των ανθρώπων είναι ακραιφνώς ρεαλιστικές (μάλιστα σε κάποια σημεία βλέπουμε πραγματικές φωτογραφίες). Δεν υπάρχουν εδώ οι εξάρσεις στη συμπεριφορά ή τα υπερφυσικά προσόντα των παραδοσιακών άνιμε χαρακτήρων. Αντίθετα, η προσέγγιση είναι αρκετά «σεμνή» και, αν ξεχάσουμε το υπερφυσικό της υπόθεσης περί αναγέννησης, η ταινία πραγματεύεται καθημερινά ζητήματα, τα οποία απασχολούν και θα συνεχίσουν να απασχολούν το κοινωνικό ον που λέγεται άνθρωπος. Και τονίζω το κοινωνικό, διότι έχουμε να κάνουμε με ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την κοινωνία και την κοινωνική μας φύση. Η αυτοκτονία, το bullying, η φιλία, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η τέχνη· όλα αυτά έχουν να κάνουν με την επι-κοινωνία και όλα αυτά παρουσιάζονται στο Colorful.
Ο Makoto, που γρήγορα εξελίσσεται στον πρωταγωνιστή της ταινίας (δηλ. το πνεύμα που έχει αντικαταστήσει την μέχρι-πριν-την-αυτοκτονία ψυχή του) είναι ένας 14χρονος μαθητής, ο οποίος έχει χάσει την πίστη του στον κόσμο. Βιώνει την ασφυκτική πίεση για τις επερχόμενες εισαγωγικές εξετάσεις, ενώ η σχέση του με τους γονείς του είναι ψυχρή, το ίδιο και με τον αδερφό του. Στο σχολείο δεν έχει παρά ελάχιστους φίλους και αυτοί τυπικοί, ενώ μοναδικό καταφύγιο βρίσκει στη ζωγραφική και τον ανομολόγητο έρωτα για μία κοπέλα. Νιώθει την ορμή που έχει ένας ερωτευμένος και που είναι ικανή να αντισταθεί στο ένστικτο του θανάτου. Σύντομα, όμως, θα μάθει ότι αυτή η κοπέλα πληρώνεται για να χαρίζει το κορμί της σε μεσήλικους άντρες σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Στο ίδιο φτηνό ξενοδοχείο θα αντικρύσει τη μητέρα του με τον δάσκαλο χορού της. Έτσι, μετά από αυτά τα απανωτά χτυπήματα στην ήδη εύθραυστη προσωπικότητα του Makoto, θα επιχειρήσει να τερματίσει τη ζωή του. Γενναίος ή δειλός;
Εκ πρώτης όψεως έχουμε έναν απογοητευμένο έφηβο που αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ηλικίας του, ψάχνοντας έναν τρόπο να κατανοήσει τον κόσμο και να επικοινωνήσει τον εαυτό του. Όμως, αυτό που καταφέρνει η ταινία και που, για μένα, την ξεχωρίζει από άλλες, είναι ότι μας εμπλέκει βαθύτατα στην ιστορία του πρωταγωνιστή. Γνωρίζουμε τους γονείς του, τους φίλους του, τον αδερφό του και τους συν-αισθανόμαστε. Τους γνωρίζουμε για να ολοκληρωθεί το μωσαϊκό της προσωπικότητας του ήρωα μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εμπλακούμε συναισθηματικά και να τον συμπονέσουμε. Από την άλλη, αυτό γίνεται χωρίς να μειώνεται η αξία των άλλων προσώπων· δηλαδή, η εμπλοκή μας με τους χαρακτήρες δε σταματάει μόνο στον πρωταγωνιστή, αλλά προχωράει και στον περίγυρό του.
Με άλλα λόγια, η ταινία μάς αγγίζει όχι επειδή είναι συγκινησιακά φορτισμένο το θέμα της, αλλά επειδή μας εισάγει πολύ βαθιά στον κόσμο ενός αυτόχειρα. Και δεν το καταφέρνει αναδρομικά, δηλαδή δείχνοντας μας ως αποκορύφωμα της ιστορίας την αυτοκτονία, αλλά δείχνοντας μας ως αρχή την αυτοκτονία και ως αποκορύφωμα τη συνειδητοποίηση αυτής μέσα από την ζωή του Makoto, αφού έχει διαπράξει την αυτοκτονία.
Τα προβλήματα που είναι ικανά να γονατίσουν τους εφήβους – και όχι μόνο αυτούς, απλά στην ταινία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο – συχνά υποτιμώνται από τους γονείς. Η πίεση για τις εξετάσεις, η αδιαφορία για τις κλίσεις του παιδιού, τα συμπλέγματα των γονέων που πασχίζουν να περάσουν και στα παιδιά τους· όλα αυτά δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό στο παιδί, το οποίο νιώθει αποπροσανατολισμένο και αδυνατεί να δομήσει την προσωπικότητα του με όρους, που να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στις δικές του επιθυμίες και ανάγκες.
Όλα αυτά τα προβλήματα, θα μας επισημάνει η ταινία, οδηγούν τον άνθρωπο να ζει μία μονότονη ζωή. Έτσι, έρχεται να μας προτείνει μία διαφορετική προσέγγιση: μία πολύχρωμη ζωή έναντι της μονότονης.
Σχετικό θέμα