Με εξαίρεση τα φτωχά καλοκαίρια του κορωνοϊού, το ελληνικό καλοκαίρι είναι άκρως ταυτισμένο (και) με ανοιχτές καλοκαιρινές συναυλίες. Και τι καλύτερο από το να απολαύσεις πολλούς από τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες να τραγουδάνε σε ειδυλλιακές τοποθεσίες μέσα στη φύση, ενώ περιτριγυρίζεσαι από πλήθος μουσικόφιλων ακροατών και μοιράζεσαι μαζί τους την ίδια ποικιλία συναισθημάτων που προσφέρει απλόχερα μια τέτοια εμπειρία; Μια τέτοια εξύμνηση του ελληνικού καλοκαιριού και επιτομή του ζωντανού μοιράσματος συναισθημάτων αποτελούν τα καλοκαιρινά φεστιβάλ στη φύση.
Μια χρονιά, λοιπόν, που τα φεστιβάλ αυτά φαίνεται να είναι περισσότερα από ποτέ, ικανοποιώντας την αντίστοιχη δίψα του κοινού, επιλέξαμε να βρεθούμε σε ένα από τα πιο καινούργια αλλά και πολλά υποσχόμενο φεστιβάλ της ηπειρωτικής Ελλάδας, το Voés Festival. Αν και είναι προφανώς πολύ δύσκολο να περιγραφούν σε ένα άρθρο τα όσα είδαμε, ακούσαμε, ζήσαμε τέσσερις μέρες, ακολουθεί μια περίληψη της κάθε ημέρας, κυρίως ως δέλεαρ ώστε να προγραμματίσετε από τώρα το επόμενο καλοκαίρι σας.
Ημέρα 1η (Πέμπτη 25 Ιουλίου)
Οι πρώτοι κατασκηνωτές/ακροατές είχαν από νωρίς φτάσει και σιγά-σιγά ο οριοθετημένος χώρος της κατασκήνωσης έφερνε σε πολύχρωμο καμβά, από τις διάφορες σκηνές που στήνονταν η μία κοντά στην άλλη. Την πρώτη μέρα του φεστιβάλ οι συναυλίες ξεκινήσαν σχετικά πιο αργά, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να εγκατασταθεί με άνεση και να εξερευνήσει τόσο το χώρο του χιονοδρομικού κέντρου Ζήρειας αλλά και τις γύρω περιοχές, που συνδυάζουν άψογα τη γραφικότητα της ελληνικής υπαίθρου, εν προκειμένω τα Τρίκαλα Κορινθίας, μαζί με την ανέγγιχτη φύση του όρους Κυλλήνη. Από την υποδοχή του φεστιβάλ, την οργάνωση και τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων, αλλά και την παροχή του φαγητού, όλοι οι εργαζόμενοι ήταν άρτια εκπαιδευμένοι, ευγενικοί και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν, κάτι που διευκόλυνε την όλη εμπειρία, αλλά και υπερκάλυπτε τυχόν μικροελλείψεις σε θέματα οργάνωσης που μπορεί να προέκυπταν.
Η μουσική δεν έλειπε ακόμη και τις ώρες που δεν υπήρχε κάποιο μουσικό δρώμενο, καθώς από το πρωί οι διάφοροι καλλιτέχνες που θα έπαιζαν μέσα στη μέρα έκαναν soundcheck, προσφέροντάς μας και ένα μικρό sneak peek του προγράμματος που αργότερα θα παρουσίαζαν.
Αφού ο χώρος είχε ψιλοστεγνώσει από τη μεσημεριανή μπόρα (αυτά τα απρόοπτα έχει το καλοκαίρι στο βουνό), την έναρξη της πρώτης μέρας αλλά και του φεστιβάλ ανέλαβαν οι Τσέρρυ Μπράντυ. Μας ζέσταναν υπό punk και indie ήχους, θέτοντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα για το line-up που θα ακολουθούσε την πρώτη ημέρα.
Αξίζει να αναφερθεί πως το Voés festival, σε μια άκρως πρωτοπόρα κίνηση, επέλεξε όλα τα opening acts του φεστιβάλ μετά από σχετικό διαγωνισμό στο Instagram (ένα για κάθε ημέρα και ακόμα ένα λόγω ισοψηφίας στη διαδικασία). Ομολογουμένως, αυτό ήταν μια απόφαση με μεγάλο ρίσκο, όπως αποδείχθηκε, καθώς κάποια opening acts δεν είχαν την ίδια αποδοχή στη ζωντανή παρουσίαση σε σχέση με την διαδικτυακή ψηφοφορία, αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι αξιέπαινη η κίνηση του φεστιβάλ να στηρίξει πραγματικά ανερχόμενους καλλιτέχνες σε μια όσο πιο δημοκρατική διαδικασία γίνεται.
Στη συνέχεια, στη σκηνή βγήκαν οι Final Act, που οι δουλεμένες ροκ ενορχηστρώσεις τους άρχισαν να συγκεντρώνουν και τους πιο αργοπορημένους στην κεντρική σκηνή.
Τη σκυτάλη πήραν οι άκρως αποκαλυπτικοί Pagan, που από τα πρώτα δευτερόλεπτα φάνηκε να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Σε ήχους που ισορροπούν άρτια μεταξύ ροκ και παράδοσης, και εναρμονισμένοι άψογα με τη βουκολικότητα που επιβάλλει η Ζήρεια, έδωσαν το πρώτο τράνταγμα στο ακόμη κάπως μουδιασμένο κοινό. Η άκρως μυστηριακή σκηνική τους παρουσία, όπως και το όνομά τους μαρτυράει, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα που γρήγορα συνεπήρε σύσσωμο το κοινό και ουσιαστικά το καλωσόρισε στον παλμό του τετραημέρου.
Ως κλείσιμο του συναυλιακού μέρους της πρώτης ημέρας εμφανίστηκαν οι συγκλονιστικοί Villagers Of Ioannina City. Με τον stoner παραδοσιακό τους ήχο, κατάφεραν όλο το πλήθος να κινείται στον ίδιο ρυθμό, παρουσιάζοντας μια απαράμιλλη μουσική μαεστρία που φάνηκε να εκτιμάται ακόμη και από το λιγότερο μυημένο κοινό.
Με το κλείσιμο του προγράμματος των V.I.C, η φιέστα μεταφέρθηκε στη μικρότερη σκηνή του σαλέ, όπου χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος οι Inassi και George Apergis κράτησαν την ενέργεια σε αμείωτα επίπεδα μέχρι τα ξημερώματα, με ένα DJ set με στοιχεία techno, house ίσως και λίγο dubstep, εμπνευσμένη ίσως από τον κάπως απόκοσμη ατμόσφαιρα του νυχτερινού ουρανού της υπαίθρου.
Ημέρα 2η (Παρασκευή 26 Ιουλίου)
Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε με μια ανάμεικτη ενέργεια, με πολυπληθείς κατασκηνωτές να καταφθάνουν και να τακτοποιούνται στο χώρο, αλλά και όσους ξενυχτήσαμε την προηγούμενη μέρα να προσπαθούμε να ξυπνήσουμε. Η μερική συννεφιά, για καλή μας τύχη, έδωσε παράταση στο κύμα δροσιάς και διευκόλυνε την όλη κατάσταση. Από τη δεύτερη μέρα της γιορτής του Voés, το μη συναυλιακό μέρος της ημέρας εμπλουτίστηκε με πλήθος δραστηριοτήτων που κάλυπταν ένα πολύ ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενδιαφερόντων και χόμπι, από άνοιγμα φύλλου πίτας υπό την επίβλεψη του Ηλία Μαμαλάκη και του Ηλία Σκουλά μέχρι και εργαστήριο κεραμικής από την Malice Θεοχάρη. Το συναυλιακό κομμάτι την Παρασκευή ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα, καθώς άλλωστε υπήρχαν και περισσότεροι καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν.
Πρώτο συγκρότημα της ημέρας ήταν οι The Lobsters, που με τις αγγλόφωνες κλασικές ροκ δημιουργίες τους υποδεχόντουσαν κατασκηνωτές που ακόμη κατέφθαναν, στον (ευτυχώς) σκιασμένο χώρο του σαλέ. Ακολούθησε το φρέσκο συγκρότημα των Deterrents, που με τον νοσταλγικό ήχο τους και με ενέργεια που κάπως θύμιζε ένα ξέγνοιαστο Schoolwave, δημιούργησαν ένα σαφώς ρομαντικό κλίμα που ταίριαξε άψογα στις δειλές ψιχάλες που έτυχε να περνάνε.
Όσοι κατηφόρισαν αμέσως μετά προς την κεντρική σκηνή είδαν (με μια αρκετά μεγάλη καθυστέρηση) το opening act του κύριου μέρους, τον ΜΟΝΟΖΙΜ ως μια ροζ αχτίδα επί σκηνής, που έδωσε το μικρόφωνο στους Los Tre. Καθώς σουρούπωνε και η θερμοκρασία έπεφτε κι άλλο, οι Los Tre φρόντισαν να ανεβάσουν τους παλμούς με τα άκρως χορευτικά κομμάτια τους και έφεραν κάποιο άρωμα ωκεανού στη Ζήρεια. Μετά από μερικές αναπάντεχες αλλαγές στο πρόγραμμα που ενίσχυσαν τον παράγοντα της έκπληξης, ακολούθησαν στη σκηνή οι Social Waste, εμπλουτίζοντας την ημέρα με τον κοινωνικό χαρακτήρα που της έλειπε, αλλά και ανεβάζοντας τους τόνους με το κοινό να μην χάνει ρίμα από τους στίχους τους.
Η Ματούλα Ζαμάνη απέδειξε πως θα έπρεπε ίσως να είναι η πρώτη επιλογή στο πρόγραμμα του φεστιβάλ, καθώς με την άκρως αυθόρμητη παρουσία της επί σκηνής έκανε το κοινό να την αγκαλιάσει από τα πρώτα τραγούδια. Να σημειωθεί ότι η ίδια ήταν η τελευταία προσθήκη στο lineup, καθώς στη θέση της ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστεί ο Γιάννης Αγγελάκας, που ακύρωσε μια μέρα πριν την εμφάνισή του λόγω θέματος υγείας.
Στο κλείσιμο της πάρα πολύ δυνατής ημέρας ανέβηκε ο υπέροχος Κωνσταντής Πιστιόλης, αυτή τη φορά ως πρωταγωνιστής και όχι ως μέλος των V.I.C. όπως μια μέρα πριν, αφήνοντας το ταλέντο του να ξεχειλίσει και να καταπλήξει γνώριμους αλλά και πάρα πολλούς νέους θαυμαστές.
Μετά το πέρας αυτού του ανατριχιαστικού συναυλιακού κρεσέντο, το κοινό, παρά την αυτονόητη κούραση, έμοιαζε να θέλει να παρατείνει την γιορτή και ανηφόρησε και πάλι στο σαλέ, όπου μέχρι πρωίας μας κράτησαν μουσική συντροφιά οι MS. Lefki αλλά και ο Sunset Derek.
Ημέρα 3η (Σάββατο 27 Ιουλίου)
Η τρίτη ημέρα του φεστιβάλ έμοιαζε ως φυσική εξέλιξη της δεύτερης. Μουσικόφιλοι κατασκηνωτές να προσπαθούν να ξυπνήσουν, καθώς κάποιοι τολμηροί ήδη είχαν ξεχυθεί στις διάφορες δραστηριότητες της μέρας, παρά την πιο ανεβασμένη θερμοκρασία. Από τη σκηνή του σαλέ, η μουσική μέρα ξεκίνησε με ηλεκτρονική ροκ διάθεση, με τους Egoera σε μια παρουσίαση κάπως σαν ανοιχτή πρόβα.
Στη συνέχεια και με μια άκρως εξωστρεφή διάθεση, είχαν σειρά οι Otra Rota, με το πιο παραδοσιακό τους ρεπερτόριο έστησαν κανονικό γλέντι, που καθώς ήταν και ώρα που πολύς κόσμος ακόμη απολάμβανε κάτι φαγώσιμο, το σκηνικό ήταν σαν βγαλμένο από κάποιο πανηγύρι, μάλλον νησιώτικο αλλά στο βουνό.
Μετά από ένα απαραίτητο διάλλειμα ξεκούρασης από τον έντονο χορό, στην κεντρική σκηνή ανέβηκαν τα δύο opening acts της ημέρας, η μίνιμαλ Ρία και ο Κωνσταντίνος Πετρόπουλος με την μπάντα του, όπου μας ταξίδεψαν σε πιο indie ή ακόμα και country ήχους, σε διασκευές ή και δικές τους δημιουργίες.
Σε μια ακόμη μικρή έκπληξη στο πρόγραμμα, και σε μια ασύλληπτα γρήγορη εναλλαγή, ο Πάνος Βλάχος, σε ένα μουσικό παραλήρημα έμπνευσης, μας χώρεσε σε μιάμιση ώρα περίπου κοινωνικό, σατιρικό, ερωτικό, πολιτικό, χορευτικό και νοσταλγικό τραγούδι σε έναν ορυμαγδό συναισθημάτων. Το κοινό είχε ενισχυθεί με πλήθος από τις γύρω περιοχές και απολάμβανε στο έπακρο.
Η συνέχεια της βραδιάς, προσωπικά, απεδείχθει αποκαλυπτική. Οι Σκιαδαρέσες, με μοναδική συνδρομή του μουσικού τους Χάρη και τα σεγόντα των ακροατών, πρόσφεραν μια παρουσίαση-κατάθεση ψυχής (από ό,τι άλλωστε αποτελείται και το προσωπικό τους ρεπερτόριο), κατορθώνοντας να μη βαρύνουν το κλίμα της βραδιάς αλλά προσφέροντας άπλετο πηγαίο συναίσθημα, επικυρώνοντας την αυθεντικότητα που μας είχαν δείξει λίγες μέρες νωρίτερα στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν.
Αν παρατηρούσες από πιο μακριά, θα έβλεπες πως καθώς οι Σκιαδαρέσες κατέβηκαν από τη σκηνή, κάτι άλλαζε πολύ γρήγορα στο χώρο. Από τα φώτα μέχρι την ανακατάταξη του κοινού, όπου οι ανήλικοι ακροατές υποχώρησαν προς πλάγια του πλήθους, δίνοντας χώρο στον πυρήνα των ακροατών των Λόγος Τιμής, ο παλμός του κοινού συντονίστηκε σε πιο δυνατούς χτύπους.
Οι Λόγος Τιμής, με τους άκρως στοχευμένους στίχους τους αλλά και τις διαπεραστικές μελωδικές γραμμές τους, ξεσήκωσαν ακόμη και τους ακροατές που ομολογουμένως δεν ακούνε το εν λόγω είδος μουσικής. Ήταν ίσως μια απαραίτητη στάση για παραπάνω σκέψη στην ξέγνοιαστη γιορτή. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πυρήνας του κοινού των Λ.Τ. ήταν με διαφορά ο πιο οργανωμένος και ο πιο παθιασμένος, καθώς μέρος του κοινού είχε μάλλον έρθει μόνο για εκείνους, ενώ το φεστιβάλ πλημμύρισε με το merch του συγκροτήματος, από σημαίες, μπλούζες και καπέλα.
Μετά από την πραγματικά έντονη «εξομολόγηση» των Λόγω Τιμής, και έχοντάς ήδη η ώρα περάσει τα μεσάνυχτα, στη σκηνή ανέβηκε ο τρελός έφηβος Λεωνίδας Μπαλάφας. Αν και μετά από μια τόσο γεμάτη συναυλιακή ημέρα, έμοιαζε δύσκολο να κρατήσεις τη διάθεση του κοινού αμείωτη, το αφιλτράριστο ταμπεραμέντο του Λεωνίδα έδωσε μαθήματα σκηνικής παρουσίας αλλά και αγάπης για την τέχνη.
Δεν μπορώ και ίσως δεν χρειάζεται να πω πολλά, πέρα από το ό,τι τρεις (!) ώρες μετά και ενώ η ώρα ήταν μετά τις 04:00 τα ξημερώματα σε μια υπέροχη παραφροσύνη, ο Λεωνίδας, έχοντας κρατήσει μόνο τους απολύτως απαραίτητους συνεργάτες του, δεν μας «άφηνε» να φύγουμε, χαρίζοντας μας ερμηνεία στην ερμηνεία. Όλα αυτά παρόλο που δικαίως το after party στο σαλέ με τους Γλετζair, Nikolas Gale και Useless Co. είχε ξεκινήσει από κάποια ώρα. Είναι δεδομένο πως αν το κοινό δεν είχε περάσει μια τόσο εξαντλητική μέρα, θα μας κρατούσε συντροφιά ως το ξημέρωμα, όπως εξάλλου κάνει σε πολλές εμφανίσεις του.
Ημέρα 4η (Κυριακή 28 Ιουλίου)
Μετά το πραγματικά ατελείωτο πάρτυ του Σαββάτου, το τέταρτο και τελευταίο ξημέρωμα μάς βρήκε σαφώς πιο υποτονικούς. Σύντομα, όμως, η κεκτημένη διάθεση των προηγούμενων ημερών κυριάρχισε και έβλεπες μια έντονη δραστηριότητα στο κατά τα άλλα «σβήσιμο» του φεστιβαλ. Κάποιοι ξεστήνανε και μαζεύανε για να αποχωρήσουν, άλλοι αναζητούσαν τον πρώτο καφέ της μέρας, ενώ άλλοι προσπαθούσαμε να απολαύσουμε τις τελευταίες στιγμές αυτού του ονειρικού τετραήμερου.
Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι τη στιγμή εκει λίγο μετά το μεσημέρι, που ο Δημήτρης Γαλακτόπουλος έδωσε το εναρκτήριο σύνθημα και το αποχαιρετιστήριο γλέντι στήθηκε στο σαλέ. Θες λίγο η ανάγκη όλων μας να παρατείνουμε αυτό το μοναδικό τετραήμερο, θες το σοκαριστικό ταλέντο του Δημήτρη Γαλακτόπουλου και της παρέας του όχι μόνο μουσικά αλλά και στο να μας ξεσηκώσουν, το στοίχημα είχε κερδηθεί. Η ενέργεια των όσων αρνούμασταν να φύγουμε αλλά και όσων ήρθαν επί τούτου για το γλέντι από τις γύρω περιοχές, όπου όπως φαίνεται το ταλέντο του Δημήτρη Γαλακτόπουλου έχει διαδοθεί, νομίζω κατάφερε να καταγράψει το τετραήμερο αυτό ως ένα από τα πιο μοναδικά που έχω βιώσει. Και αυτό κυρίως στην αποκάλυψη του εν λόγω φεστιβάλ, το Δημήτρη Γαλακτόπουλο αλλά και την ανφάν γκατέ των μουσικών που τον συνόδευαν εν προκειμένω, και που έπαιξαν άκρως καταλυτικο ρόλο στην αναπάντεχη κορύφωση του τετραημέρου.
Άλλωστε, μια πιθανή εξήγηση μπορεί να είναι πως ο Γαλακτόπουλος έχει εν μέρει «κλέψει» την ενέργειά του από τον ιδιοφυή Λεωνίδα Μπαλάφα (με τον οποίο μας παρουσίασαν και το ολοκαίνουργιο, συγκινητικό τους ντουέτο «Πάσα»).
Το μόνο πραγματικά μελανό σημείο της ημέρας αυτής και ίσως ολόκληρου του τετραημέρου και όλων των παρόμοιων φεστιβάλ είναι η (ευτυχώς ελεγχόμενη) ρύπανση του περιβάλλοντος. Αν και το πιο βασικό προτέρημα και ξεχωριστό σημείο των εν λόγω φεστιβάλ, είναι η ένωση με τη φυση, πολλοί από τους συμμετέχοντες φαίνεται να το ξεχνάνε κατά την αποχώρησή τους από τον εκάστοτε χώρο. Είναι αποκαρδιωτικό να βλέπεις νέα άτομα να καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον αφήνοντας τα σκουπίδια τους παντού, με το επιχείρημα, στην καλύτερη, ότι θα τα μαζέψουν οι εργαζόμενοι και οι εθελοντες. Το αποκορύφωμα επήλθε την τελευταία μέρα σαφώς, όπου πολύς κόσμος που θα έφευγε, αποφάσισε πως τα σκουπίδια του πλέον θα ήταν πρόβλημα κάποιου άλλου, σε μια ομαδική αναλγησία.
Θα μπορούσα εννοείται να γράψω πολλά bytes πληροφορίας ακόμα ώστε να περιγράψω τις άπειρες μοναδικές στιγμές που βιώσαμε σε τέσσερις μέρες. Αντ’ αυτού, θα σας προτρέψω έντονα να παρευρεθείτε στο Voés Festival του 2025, ώστε να βιώσετε και εσείς μια μοναδική εμπειρία, που συνδυάζει μια εξαιρετική παλέτα εμπειριών, αναμνήσεων, γεύσεων και ακουσμάτων.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο Γιάννη Κουρεμένο και στο mixgrill.gr.