Ο Στράτος Μυρογιάννης σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ και Μεσαιωνικές και Σύγχρονες Γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (PhD). Έχει διδάξει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Διδάσκει Δημιουργική Γραφή και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο ΕΑΠ. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για τον Νεοελληνικό και Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τον Βιζυηνό, και την αστυνομική λογοτεχνία. Έχει εκδώσει τις μελέτες: The Emergence of a Greek Identity (1700-1821) (Cambridge Scholars Publishing, 2012) και Από τις ιστορίες μυστηρίου στην αστυνομική πλοκή (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη, η αστυνομική λογοτεχνία και η θεωρία της λογοτεχνίας.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τίτλο «Μυθομανίες» από τις εκδόσεις Gutenberg, ενός βιβλίου που όσο και να προσπάθησα να κατατάξω σε κάποια κατηγορία δεν μπόρεσα. Οι χαρακτηρισμοί «ιδιαίτερο», «αταξινόμητο» και «υβριδικό» είναι ό,τι πιο κοντινό. Βρεθήκαμε σε καφέ των Εξαρχείων με όνομα ήρωα, μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Mix Grill: Πώς κάτι που ξεκίνησε το 2005 ως αστείο καταλήγει να γίνει ολοκληρωμένο βιβλίο το 2020;
Στράτος Μυρογιάννης: Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι ιστορίες των «Μυθομανιών» δεν ξεκίνησαν το 2005 ούτε μόνο σαν αστείο. Γενικά, μου αρέσει να σκέφτομαι, να φτιάχνω και να λέω περίεργες και όχι συνηθισμένες ιστορίες και φυσικά να διαβάζω τέτοιου είδους κείμενα. Οι ιστορίες του βιβλίου είναι ένα μικρό μόνο μέρος από ιδέες που συζητούσα με καλούς φίλους, κυρίως στη διάρκεια του διδακτορικού μου στην Αγγλία αλλά και αργότερα, μέχρι σήμερα. Έχω την τύχη να έχω καλούς φίλους που ασχολούνται με την ιστορία και τη λογοτεχνία, είτε από χόμπι είτε επαγγελματικά. Κάποιοι από αυτούς είναι καθηγητές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, ενώ άλλοι είναι συστηματικοί συλλέκτες σπάνιων βιβλίων. Έτσι, για παράδειγμα, είχα άμεση πρόσβαση σε σπάνια βιβλία του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα και γενικά τα βιβλία και οι τύχες τους, οι διαδρομές τους, αποτελούσαν και αποτελούν θέμα συζήτησης με παρέες. Μιλούσαμε για αυτά, φτιάχναμε ιστορίες και κάποια στιγμή γεννήθηκε η έμπνευση και άρχισα να γράφω τις δικές μου ιστορίες, οι οποίες σταδιακά έφτασαν στη μορφή που είναι μέσα στο βιβλίο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχω συν-γράψει αυτές τις ιστορίες μαζί με τους ανθρώπους που με βοήθησαν να τις σκεφτώ, να τις διαμορφώσω μέσα στο κεφάλι μου και να τις αποτυπώσω στο χαρτί. Από αυτή την άποψη, οι «Μυθομανίες» είναι συλλογικό εγχείρημα.
MG: «Η ανάγνωση ως νοητική διεργασία είναι ισάξια (αν όχι ανώτερη) της συγγραφής» λέει κάπου ο ήρωας μας. Ισχύει;
ΣΜ: Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είχα διαβάσει κάτι αντίστοιχο ή συναφές σε μια εισαγωγή ή πρόλογο που είχε γράψει ο Μπόρχες σε μια συλλογή διηγημάτων. Τότε μου είχε αρέσει και κάποια στιγμή ένας από τους αφηγητές, ο αφηγητής της πρώτης ιστορίας με τον Ιάσονα Μαυροκορδάτο-Bodin, φαινόταν έτοιμος να πει κάτι σχετικό και έτσι δεν δίστασα και τον έβαλα να λέει κάτι παρόμοιο. Θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες για την αξία και τους τρόπους ανάγνωσης, ειδικά στο πλαίσιο της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, αλλά καλύτερα να το αποφύγουμε. Ας περιοριστούμε στο εξής: έχω την εντύπωση ότι όταν διαβάζουμε, ως αναγνώστες, ξαναγράφουμε μαζί με τον συγγραφέα το κείμενο και μάλιστα ξανασκεφτόμαστε, συνειδητά ή ασυνείδητα, και πολλές άλλες πτυχές του, παρόμοια πράγματα ή άλλα, σκεφτόμαστε δικές μας εμπειρίες και βιώματα, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες και γίνονται ένα σωρό παράλληλες και απρόβλεπτες διεργασίες. Όλα αυτά εκκινούν και πυροδοτούνται από την ανάγνωση. Συνεπώς, έχω την υποψία ότι η ανάγνωση είναι μια εκπληκτικά δημιουργική διαδικασία που μας βάζει σε κόσμους μαγικούς, κόσμους που υπάρχουν μόνο μέσα στο μυαλό μας, με αφορμή ένα εξωτερικό ερέθισμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η ανάγνωση ως νοητική διεργασία είναι εξαιρετικά δημιουργική και ισάξια, αν όχι ανώτερη, της συγγραφής. Μέσα στο μυαλό μας μπορούμε να σκεφτούμε με πολλαπλούς τρόπους απίθανες ιστορίες που ίσως να μην μπορούμε να τις αποδώσουμε σε γραπτό λόγο με αντίστοιχα πετυχημένο τρόπο.
MG: «Ο Μύθος είναι ο θετός γιος της Ιστορίας και του Ψέματος». Θα ήθελα το σχόλιό σας;
ΣΜ: Για αυτό το σχόλιο θα πρέπει να βρείτε και να ρωτήσετε τον συγγραφέα του «Επίμετρου», Φιλήμονα Έρουλο. Από όσο γνωρίζω η ιστορία είναι δική του, πρωτότυπη και την έχει εμπνευστεί στην προσπάθειά του να εξηγήσει και να διασαφηνίσει, όπως κάνει σε όλο το «Επίμετρο», τις ιστορίες του βιβλίου με σκοπό να βοηθήσει τους αναγνώστες να το καταλάβουν κάπως καλύτερα και πιο εύκολα. Οπότε, προσωπικά, δεν θεωρώ ότι είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.
MG: Στο νέο σας βιβλίο «Μυθομανίες» ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα διαρκές και έντονο ερώτημα. Πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος; Ήταν εξαρχής αυτή η πρόθεσή σας;
ΣΜ: Όπως είπα και σε προηγούμενη ερώτηση, οι ιστορίες του βιβλίου είναι μόνο ένα μικρό μέρος ιστοριών που συζητάω και συνδιαμορφώνω με καλούς φίλους που τους αρέσει να φτιάχνουν και να λένε ιστορίες. Θεωρώ ότι στο μεγαλύτερο μέρος της η λογοτεχνία (με κάποιες εξαιρέσεις, φυσικά) είναι ένα δημιουργικό μείγμα πραγματικών στοιχείων, βιωμάτων, εμπειριών αλλά και φανταστικών πραγμάτων, ιδεών και σκέψεων, που δημιουργούμε στο μυαλό μας. Η μυθοπλασία είναι οργανική και εγγενής παράμετρος της λογοτεχνίας ως δημιουργική κατασκευή και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς, ποσοτικά, τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο. Σκεφτείτε το εξής, ακόμα και στα έργα επιστημονικής φαντασίας, που θεωρητικά εξελίσσονται σε ένα μη πραγματικό σύμπαν, υπάρχουν στοιχεία που έχουν προϋπάρξει σε μια μορφή στον πραγματικό κόσμο ή βασίζονται σε πραγματικές εμπειρίες. Επομένως, και για να απαντήσω στο ερώτημά σας, οι Μυθομανίες παίζουν με αυτή τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και την αξιοποιούν στο έπακρο (και προς όφελός τους, θα ήθελα να πιστεύω). Μάλιστα, έχω πληροφορηθεί ότι κάποιοι αναγνώστες άρχισαν να ψάχνουν στο διαδίκτυο, και σε άλλες πηγές, για να διαπιστώσουν ποια από τα πρόσωπα και τα πράγματα του βιβλίου είναι πραγματικά και ποια δεν είναι, αλλά δεν νομίζω ότι εκεί κρύβεται η απόλαυση της ανάγνωσης των «Μυθομανιών».
MG: Πόσο εύκολο είναι να διδάσκουμε τον Μπαρτ, τον Έκο, τον Μπόρχες (σ.σ.
ο Στράτος Μυρογιάννης διδάσκει Θεωρία της Λογοτεχνίας και Δημιουργική Γραφή στο ΕΑΠ) και πόσο να τους εφαρμόζουμε κατά τη συγγραφική διαδικασία;
ΣΜ: Όλα εξαρτώνται από το πόσο αγαπάς αυτό που κάνεις και πόσο έχεις επενδύσει σε αυτό (σε συνδυασμό, φυσικά, και με άλλους παράγοντες). Προφανώς, δεν είναι εύκολο ούτε να διαβάσεις, ούτε να κατανοήσεις, πόσο μάλλον να διδάξεις Θεωρία της Λογοτεχνίας και ειδικά όταν μιλάμε για τη σκέψη του Μπαρτ και του Έκο. Ο Μπόρχες είναι, επίσης, ένα τεράστιο κεφάλαιο από μόνος του και με αφορμή το έργο του θα μπορούσε κανείς να διδάξει από Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης μέχρι Μαθηματικά. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα να διαβάζεις και να κατανοείς τους μεγάλους θεωρητικούς της λογοτεχνίας (και να τους διδάσκεις) και άλλο να τους εφαρμόζεις σε λογοτεχνικές απόπειρες. Αν το καλοσκεφτείτε, κάτι αντίστοιχο έχει κάνει ο Έκο με το Όνομα του Ρόδου, η συγγραφή του οποίου τον ανάγκασε να ανασκευάσει πολλές από τις παλαιότερες θεωρητικές του απόψεις. Συνεπώς, έχω την αίσθηση ότι η Θεωρία της Λογοτεχνίας ως διδασκόμενο αντικείμενο και η Θεωρία της Λογοτεχνίας ως μέρος της συγγραφικής έμπνευσης είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα και απαιτούν διαφορετική διαχείριση.
MG: Είναι εμφανής στο βιβλίο σας η προσπάθεια για ένα διαρκές «λογοτεχνικό παιχνίδι». Ο Αχιλλέας Κυριακίδης έχει πει: «Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι άσχημα». Ποια η θέση σας;
ΣΜ: Συμφωνώ με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος, και ως μεταφραστής του Μπόρχες, του Κορτάζαρ, του Ποτόσκι και του Περέκ (και πολλών άλλων), αλλά και ως συγγραφέας ο ίδιος, έχει αντιληφθεί μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρο της λογοτεχνίας αλλά και της τέχνης, νομίζω, στο σύνολό της. Φυσικά, δεν μιλάμε για το παιχνίδι, μόνο με την έννοια της χαλάρωσης, αλλά και με την έννοια της δημιουργικής ψυχαγωγίας, μιας προσπάθειας να μιλήσει κανείς για πράγματα που είναι εξαιρετικά σημαντικά, τόσο σημαντικά που σχεδόν δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτά απόλυτα σοβαρά. Γενικότερα, θεωρώ ότι η λογοτεχνία και η τέχνη είναι τόσο σοβαρά πράγματα, και σημαντικά για την ύπαρξή μας που το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παίξουμε μαζί τους. Από αυτή την άποψη, οι Μυθομανίες είναι μια σπουδή στην έννοια του «λογοτεχνικού παιχνιδιού» αφού «δάσκαλοί» μου σε αυτή την προσπάθεια ήταν πολλοί από αυτούς που έχετε ήδη αναφέρει, αλλά και άλλοι, όπως ο Μπόρχες και ο Έκο, ο Λεμ και ο Κάφκα, ο Τζόυς και ο Ναμπόκοφ, ο Τζέιμς και ο Σαίξπηρ, ο Καλβίνο και ο Περέκ αλλά και ο Ροΐδης και ο Καχτίτσης, ο Βιζυηνός και ο Τσίρκας, ο Χειμωνάς και ο Ε.Χ. Γονατάς και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί αλλά εξίσου σημαντικοί. Τελειώνω με ένα παράδειγμα «παιχνιδιού» στο πλαίσιο του βιβλίου: οι «Μυθομανίες» είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία, αν όχι το μόνο, στην παγκόσμια λογοτεχνία που στο τέλος έχει ενσωματωμένη, μέσα στην έκδοση, μια βιβλιοκριτική για το ίδιο το βιβλίο.
MG: Το επόμενο βήμα θα έχει σχέση με την αστυνομική λογοτεχνία ή να αναμένουμε κάποια νέα έκπληξη;
ΣΜ: (Γελάει) Δε συνηθίζω να προγραμματίζω το μέλλον. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια σχέδια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ερευνητικά και λογοτεχνικά. Για παράδειγμα, οι «Μυθομανίες», όπως έχω ήδη πει, αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος από ιστορίες που έχουν ήδη γραφτεί. Υπάρχουν και άλλες τέτοιες ιστορίες, αδημοσίευτες, που κάποια στιγμή μπορεί να εκδοθούν. Επίσης, γνωρίζω ότι αν και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την κυκλοφορία του βιβλίου, υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό για τη μετάφρασή του και αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να προχωρήσει. Θα ήθελα το βιβλίο να δοκιμαστεί σε ένα διαφορετικό αναγνωστικό κοινό, με άλλη κουλτούρα και διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο. Και είναι πολύ τιμητικό για μένα που τόσο γρήγορα υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο. Τέλος, πρέπει να πω ότι παρόλο που ασχολούμαι ερευνητικά με την αστυνομική λογοτεχνία, τα δικά μου κείμενα δε θα μπορούσαν να ενταχτούν σε αυτό το είδος. Οι «Μυθομανίες» είναι, μεταξύ άλλων, ιστορίες μυστηρίου, αλλά όχι με την τυπική έννοια. Είναι ιστορίες για τα μυστήρια των ιστοριών των βιβλίων. Και είναι και πολλά άλλα πράγματα που δεν θα μπορούσα να περιγράψω εύκολα μέσα σε λίγες γραμμές.
MG: Μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν έγινε;
ΣΜ: Μέχρι στιγμής, οι ερωτήσεις που μου έκανες ήταν ταυτόχρονα δύσκολες και εύστοχες. Η τελευταία, όμως, είναι η πιο απαιτητική. Υποθέτω θα πρέπει να αφορά μια ερώτηση που δεν μου έγινε ποτέ μέχρι τώρα σε σχέση πάντα με το βιβλίο, έτσι δεν είναι;
MG: Έτσι ακριβώς. Υπάρχει κάτι;
ΣΜ: Λοιπόν, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το εξής: υπάρχει λύση στο μυστήριο του βιβλίου; Η απάντηση είναι: υπάρχει. Δηλαδή, για να εξηγηθώ κάπως περισσότερο: όσο το έγραφα, πέρα και πίσω από τις ιστορίες σκεφτόμουν ένα βαθύ, θα λέγαμε, μυστήριο, μια παράλληλη και υπόγεια πλοκή, ένα μυστικό που συνδέει όλες τις επιμέρους πλοκές και όλες τις ιστορίες σε μία ενιαία αφήγηση και αποκαλύπτει πράγματα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά ή δεν φαίνονται καθόλου. Αυτή ήταν η δική μου λύση. Κάποιοι από όσους το έχουν διαβάσει έχουν βρει δικές τους απαντήσεις για τη λύση, αλλά δεν είναι αυτή που είχα σκεφτεί όταν το έγραφα. Πάντως, θα προτιμούσα όποιος διαβάσει το βιβλίο, να το κάνει με «παιχνιδιάρικη» διάθεση, να απολαύσει την ίδια την ανάγνωση και τις απίθανες ιστορίες. Δεν χρειάζεται να βρούμε όλοι την ίδια λύση. Αυτό που λένε όσοι το έχουν διαβάσει είναι ότι οι «Μυθομανίες» γοητεύουν τον αναγνώστη με τις σαγηνευτικές τους ιστορίες, με το ρυθμό της αφήγησης που σε βάζει σε ένα μεσαιωνικό και αναγεννησιακό κλίμα ενώ ταυτόχρονα σε παγιδεύει σε μια προσπάθεια να βρεις τη λύση σε ένα μυστήριο, το οποίο, όμως, δεν μπορείς εύκολα να ορίσεις. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για ένα βιβλίο απατηλά εύκολο και γοητευτικά απατηλό.
MG: Εγώ πάντως περιμένω ανυπόμονα και το επόμενο συγγραφικό «χτύπημα»!
ΣΜ: (Γελάει) Κι εγώ. Ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση και τη φιλοξενία στο site σας.
Ευχαριστούμε το καφέ Μαιγκρέ για τη φιλοξενία!
*Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Κωνσταντίνο Ρουμελιώτη και το Mix Grill.