Ο Βασίλης Μόσχος είναι ένας νέος συγγραφέας που εκπροσωπεί ιδανικά τη γενιά του. Αλλά δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας, είναι ένας από εμάς. Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1987, ζει και παρατηρεί τους ήρωες και τις ηρωίδες της καθημερινότητας με μια φρέσκια και αυθεντική ματιά. Τα πάντα γύρω του αποτελούν έμπνευση μα περισσότερο από όλα η ίδια η ζωή. Γράφει όπως αναπνέει. Τόσο φυσικά και αβίαστα. Με αλήθεια και αμεσότητα. Έχει ήδη εκδώσει μία ποιητική συλλογή και δύο συλλογές διηγημάτων.
Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Λαντ Ρόβερ», που κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλιο, αποτελείται από 10 συναρπαστικά διηγήματα, 10 ιστορίες σαν ταινίες μικρού μήκους, με πρόσωπα ραγισμένα μα και τρομερά αναγνωρίσιμα. Καταστάσεις που συμβαίνουν δίπλα μας και ζωές δύσκολες, συχνά βασανισμένες. Γραμμένο με γλώσσα ζωντανή που πάλλεται, όπως μια καρδιά, δε σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να τελειώσει. Μοιάζει πραγματικά απίστευτο πως αυτό το βιβλίο έκανε πέντε χρόνια για να εκδοθεί και είναι ουσιαστικά το δεύτερο βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας, και ας κυκλοφόρησε τελευταίο στη σειρά.
Το Βασίλη Μόσχο τον συνάντησα για πρώτη φορά στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το Μάιο, στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών. Ακούστηκαν πολλά ωραία και ενδιαφέροντα κείμενα εκείνη την ημέρα, όταν όμως έφτασε η ώρα του Βασίλη να διαβάσει κάτι δικό του, και συγκεκριμένα το ανέκδοτο ποίημα του «Οργίλος», ένιωσα πως ξεχωρίζει με την απλότητα και την ευθύτητα του.
Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μια ευκαιρία να ανακαλύψουμε περισσότερα για το δημιουργικό κόσμο, τις σκέψεις και το πάθος για τη συγγραφή του Βασίλη Μόσχου.
MixGrill: Πότε ξεκίνησες να γράφεις και τι σε παρακινεί να το κάνεις;
Βασίλης Μόσχος: Επί της ουσίας, χωρίς να υπολογίσουμε τις παιδιάστικες απόπειρες σε μικρή ηλικία, ξεκίνησα λόγω της σχολής του τμήματος Κινηματογράφου του Α.Π.Θ και της κατεύθυνσης σεναρίου, την οποία και τελείωσα. Ενώ ήμουν στα πρόθυρα να τα παρατήσω τελείως και να ασχοληθώ με άλλα πράγματα στη ζωή μου, το είδα σαν τελευταία ευκαιρία, άρχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα σεναρίου και είπα: «Εδώ είμαστε. Αυτό θα κάνω». Τι με παρακινεί να γράφω; τα πάντα. Αυτό το κλισέ, που αν θυμάμαι καλά το είχε πει ο Μπουκόφσκι, «Γράφω για να μην τρελαθώ» σε μένα ισχύει απόλυτα.
Το γράψιμο με βοηθάει να νοηματοδοτήσω τη ζωή εκεί έξω, που μου φαίνεται εξ ορισμού εντελώς παράλογη, με βοηθάει να βρω νόημα στους ανθρώπους, στις κοινωνίες μας όπως τις έχουμε διαμορφώσει, στο πώς υπάρχουμε και λειτουργούμε και ζούμε και αγαπάμε και πεθαίνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο.
M.G.: Με ποιό κριτήριο επιλέγεις τις ιστορίες σου και τη θεματολογία σου;
Β.Μ.: Οι ιστορίες κάπως σε διαλέγουν, όχι με μεταφυσικό τρόπο, αλλά με έναν τρόπο ασυνείδητο. Όταν ξεκινάω να γράφω μια ιστορία, ενδεχομένως τυχαίνει να θέλω πολύ να τη γράψω αλλά κάπου στα μισά να συνειδητοποιήσω ότι δε με ενδιαφέρει, ότι δεν πάει εκεί που νόμιζα ότι θα πάει, οπότε να την παρατήσω. Άλλες φορές τυχαίνει μία άλλη, φαινομενικά «ασήμαντη» ιστορία, στη διαδρομή να ανακαλύψω πως έχει πολύ ζουμί και να αρχίσω να την αναπτύσσω και να την ξεδιπλώνω περισσότερο. Δεν ξέρω πως πάνε και έρχονται αυτά. Είναι λίγο περίεργο. Μπορεί να σου 'ρθει ανά πάσα στιγμή, μπορεί να σου ρθει κατόπιν πολλής σκέψης και στυψίματος του κεφαλιού σου.
M.G.: Πώς αντέδρασες όταν είδες για πρώτη φορά τυπωμένα τα γραπτά σου;
Β.Μ:. Πρωτοείδα τα γραπτά μου σε βιβλία. Δηλαδή δεν είχα δημοσιεύσει σε περιοδικά λογοτεχνίας, σε sites και blogs. Πρώτη φορά που είδα ολοκληρωμένο το γραπτό μου ήταν με το πρώτο μου βιβλίο. («Θραύσματα», Εκδόσεις Κέδρος). Ένιωσα πολλή χαρά, πολλή ανακούφιση, σιγουριά ότι καλά πάμε και θα τα καταφέρουμε, κάτι που εξανεμίστηκε γρήγορα, γιατί ήταν και η πρώτη φορά.
M.G.: Σου λείπει εκείνη η αίσθηση της πρώτης φοράς; Ο ενθουσιασμός;
Β.Μ.: Καθόλου. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Όπως σε όλα σε αυτή τη ζωή. Ο ενθουσιασμός γρήγορα έδωσε τη θέση του σε άλλα συναισθήματα όχι τόσο ευχάριστα, αλλά μάλλον πιο σημαντικά και αναγκαία.
M.G.: Πόσο σε ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων; Προτιμάς να δείχνεις αυτά που γράφεις σε γνωστούς, σε δικούς σου ανθρώπους ή σε άγνωστους, για μια πιο αντικειμενική άποψη;
Β.Μ.: Αν έλεγα ότι δε με απασχολεί η γνώμη των άλλων, θα ήμουν αισχρός ψεύτης. Και εδώ θα μου επιτρέψεις ένα σχόλιο. Το βλέπω πάρα πολύ συχνά να το λένε σε συνεντεύξεις διάφοροι άνθρωποι της λογοτεχνίας, και είναι κάπως άσχημο. Η γνώμη των άλλων σε νοιάζει αναγκαστικά, από τη στιγμή που θέλεις να επικοινωνήσεις κάτι, γιατί η λογοτεχνία για μένα είναι μια επικοινωνιακή πράξη και όχι μια πράξη έκφρασης. Δε με νοιάζει να εκφραστώ. Εκφράζομαι με χίλιους άλλους δύο τρόπους στη ζωή μου και στην καθημερινότητά μου. Γράφω λογοτεχνία, γιατί θέλω να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους, οπότε με νοιάζει βασικά να διαβάζονται αυτά που γράφω. Δε με νοιάζει να παίρνω την έγκριση ή την επιβράβευση δέκα-δεκαπέντε ανθρώπων, καταξιωμένων ενδεχομένως ή σημαντικών. Με νοιάζει να φτάσει σε όσα περισσότερα μάτια και αυτιά γίνεται αυτό που θέλω και έχω ανάγκη να πω. Μερικές φορές, η γνώμη ενός άγνωστου ανθρώπου μπορεί να μετρήσει πολύ περισσότερο από ενός οικείου, ή ενός γνωστού, καταξιωμένου, αν θες, ανθρώπου.
M.G.: Έχεις σκεφτεί σε ποιους μπορεί να απευθύνεσαι, ποιο είναι το κοινό σου και πώς νιώθεις όταν ξέρεις ότι κάποιος/-α εκεί έξω διαβάζει το βιβλίο σου;
Β.Μ.: Με ενδιαφέρει να απευθύνομαι κυρίως σε ανθρώπους της γενιάς μου συν πλην. Δηλαδή αν μου έβαζαν ένα πιστόλι στον κρόταφο και μου έλεγαν «Διάλεξε ένα target group που θες να απευθυνθείς», θα είναι ηλικιακό και θα είναι πάνω-κάτω η γενιά μου. Αλλά προφανώς, αν όλο αυτό θα μπορούσε να περάσει καθολικά εκεί έξω, θα ήταν ακόμα καλύτερα. Το λέω γιατί οι ιστορίες που αφηγούμαι κατά κύριο λόγο αφορούν αυτή τη γενιά, αυτές τις ηλικίες, είναι από τις δικές μου προσλαμβάνουσες, τις δικές μου παραστάσεις, και εν πολλοίς και τα δικά μου βιώματα, οπότε νομίζω πως θα έχει μεγαλύτερο βαθμό ταύτισης ένας άνθρωπος στα 30 του στα 40 του παρά ένας άνθρωπος σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ηλικία. Αλλά αυτό είναι δικιά μου υπόθεση και μπορεί να είναι εντελώς λανθασμένη.
M.G.: Έχουν περάσει πέντε χρόνια προσπάθειας για να βρει το «Λάντ Ρόβερ» την εκδοτική του στέγη. Τώρα που έχει περάσει η απαραίτητη απόσταση, τι θυμάσαι πιο έντονα από τον καιρό που έγραφες αυτά τα διηγήματα;
Β.Μ.: Θυμάμαι ότι μου ‘χε φύγει η μαγκιά. Δηλαδή σε σχέση με το πρώτο βιβλίο, που ήταν και πολύ περισσότερες οι ιστορίες, και πιο μεγάλο σε έκταση, θα πω ότι με είχε δυσκολέψει πάρα πολύ. Και νομίζω με είχε δυσκολέψει γιατί η δικιά μου ψυχική και συναισθηματική κατάσταση αλλά και οι συνθήκες βιοπορισμού προφανώς μου ήτανε και αντικειμενικά πιο δύσκολες. Αυτά όλα δυσκόλεψαν αυτήν τη διαδικασία συγγραφής του βιβλίου, όπως και οι ιστορίες καθαυτές, που είναι κάπως πιο σκοτεινές, πιο πνιγηρές θεματικά. Και με δυσκόλεψε το πώς αυτό το πράγμα εγώ θα το διυλίσω λογοτεχνικά, χωρίς να προκαλέσει με την κακή έννοια του όρου.
M.G.: Δεν πιστεύεις ότι η Τέχνη πρέπει να ενοχλεί και να προκαλεί;
Β.Μ.: Το πιστεύω, όταν αυτό το πράγμα όμως γίνεται οργανικά, όχι επί τούτου. Αν ξεκινάς με γνώμονα αυτό και πεις ότι «Εγώ θέλω να προβοκάρω τώρα», κανένα πρόβλημα μαζί σου, όμως δεν είναι για μένα. Εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Αν κάτι θυμάμαι πραγματικά, είναι αυτό, το πόσο δύσκολο ήταν να διαπραγματευτώ εγώ λογοτεχνικά και συγγραφικά αυτές τις ιστορίες, σε σχέση πάντα με το πρώτο βιβλίο και την πρώτη απόπειρα, οπού δεν είχα τέτοιο άγχος.
M.G.: Τελικά είναι περιπέτεια η έκδοση ενός βιβλίου στην Ελλάδα του 2024;
Β.Μ.: Αν έχεις λεφτά, μαμά και μπαμπά με πορτοφόλι καθόλου περιπέτεια. Είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Το μόνο που αρκεί να κάνεις είναι να δώσεις τα χρήματα που απαιτεί ο εκδότης και προφανώς να απεμπολήσεις κάθε δικό σου δικαίωμα επί της πνευματικής σου ιδιοκτησίας. Επίσης, το να έχεις άκρες και γνωριμίες στο σινάφι, είτε επίκτητες είτε κληρονομικώ δικαιώματι, ως τέκνο του νεποτισμού ή της περίφημης παρεοκρατίας που τραγουδούσε κι ο Σαββόπουλος και μαζί του όλη η χώρα. Αν μπορείς να κάνεις αυτά τα δύο, γίνεται το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να βγάλεις βιβλίο στην Ελλάδα το 2024.
M.G.: Τι απέγιναν εκείνα τα διηγήματα που τελικά δεν μπήκανε μέσα στο βιβλίο;
Β.Μ.: Κάποια πεθάνανε και θα μείνουν για πάντα ένα αρχείο, σε έναν σκληρό δίσκο.
M.G.: Δε θα αναστηθούν;
Β.Μ.: Όχι, ποτέ. Κάποια άλλα μάλλον δεν ήταν η ώρα τους να βγούνε τώρα, και κάποια στιγμή στο μέλλον θα έρθει η σειρά τους, κατόπιν περαιτέρω επεξεργασίας και δουλειάς.
M.G.: Πώς προέκυψε ο τίτλος «Λάντ Ρόβερ» για το βιβλίο και γιατί διάλεξες το συγκεκριμένο ομολογουμένως εντυπωσιακό εξώφυλλο;
Β.Μ.: Ο τίτλος του βιβλίου στην αρχή ήταν διαφορετικός. Είχα σκοπό να το τιτλοφορήσω ως «Όρια», γιατί κάπως μου ταίριαζε με τις ιστορίες, με τις θεματικές και τις πλοκές τους. Εμένα πάντα ο τίτλος μού έρχεται αφού καταλάβω και καταλήξω ότι υπάρχει ένα βιβλίο εδώ πέρα και κάτι θα το κάνουμε. Η λέξη όρια μού φαινότανε πάρα πολύ ταιριαστή για τους χαρακτήρες σε αυτά τα διηγήματα, που όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καλούνται είτε να ξεπεράσουν τα όριά τους, είτε να περιχαράξουν τα όρια τους, είτε να σεβαστούν όρια άλλων ή καμιά φορά να παραβιάσουν τα όρια άλλων ανθρώπων.
Εμένα μου άρεσε αυτός ο τίτλος αλλά μάλλον δεν άρεσε σε κανέναν άλλον, και ίσως ήτανε μία από τις αιτίες για τις οποίες δυσκολεύτηκε να βρει στέγη αυτό το βιβλίο. Τον τωρινό τίτλο τον έδωσε η σύντροφος μου, η ποιήτρια και εικαστικός Βίκυ Μπρούσαλη, που είναι και ο τίτλος ενός διηγήματος, μιας εκ των ιστοριών που περιέχονται μέσα στο βιβλίο ούτως ή άλλως. Η Βίκυ μού πρότεινε να το βάλω σαν τίτλο του βιβλίου, γιατί είναι μεν πιο πιασάρικος αλλά και πιο ενδεικτικός του ύφους αυτού του βιβλίου. Να έχει και ένα μυστήριο από πίσω να μην είναι κάτι τόσο προφανές, όπως ο αρχικός τίτλος. Το αστείο είναι ότι «Όρια» έλεγαν και ένα διήγημα μέσα, το οποίο και αυτό άλλαξε τίτλο εντέλει και αυτή η λέξη εξαφανίστηκε από παντού, δεν υπάρχει πουθενά.
M.G.: Να πούμε κάπου εδώ πως το διήγημα στο οποίο αναφέρεσαι θα το βρούμε πλέον στο βιβλίο ως «Πες Την» αντί του προηγούμενου τίτλου «Όρια».
Β.Μ.: Ναι, έγινε «Πες Την» κατόπιν προτροπής της εκδότριας μου Καλλιόπης Πασσιά. Και για να σου απαντήσω και στην προηγούμενη ερώτηση, σχετικά με το εξώφυλλο, η Αθηνά Ριζοπούλου, που επιμελήθηκε το σχεδιασμό της έκδοσης, έκανε κάτι το οποίο δεν συνηθίζουν (κατά τη δική μου μικρή εμπειρία, εν πάση περιπτώσει) οι γραφίστες και οι γραφίστριες σε αυτό τον κλάδο: Διάβασε το βιβλίο και κατέληξε σε αυτήν τη σύνθεση με αυτό το σκεπτικό που αναφέρθηκε και στην παρουσίαση τις προάλλες, στο γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι σχισμένοι κατά κάποιο τρόπο, έχει γίνει κάτι στις ζωές τους που τους έχει φέρει σε αυτή την κατάσταση και κατά τη λαϊκή έκφραση το γάλα έχει ήδη χυθεί, η ζημιά δηλαδή έχει ήδη γίνει, και πάμε να δούμε πως θα προχωρήσουμε.
Κάτι που με εντυπωσίασε, και γιατί μπήκε στη διαδικασία να το διαβάσει και να το προσεγγίσει όχι μόνο αισθητικά, σαν μια επαγγελματική πρόταση που θα κοσμεί ένα εξώφυλλο και τίποτα άλλο, αλλά στο ότι θα είναι έτσι οργανικά συνδεδεμένο και με το περιεχόμενο του βιβλίου. Η δουλειά που έκανε είναι φανταστική και την ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του βιβλίου «Λαντ Ρόβερ» που έγινε τον Ιούνιο στο Oratos στη Θεσσαλονίκη.
«Άκουσε θόρυβο στην κουζίνα. Βρήκε τον μεγάλο της γιο μπροστά στο ψυγείο να πίνει γάλα από το κουτί. Είχε πάρει το μεγάλο κουτί με το γάλα και το κατέβαζε μονορούφι με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, έτρεχαν γάλατα απ’ το στόμα στο σαγόνι, απ’ το σαγόνι στον λαιμό του, γάλατα διέτρεχαν το μαύρο μπλουζάκι του, τη φόρμα, έπεφταν και στο πάτωμα.
-Στέφανε;
Δεν της απάντησε. Σκούπισε το στόμα του με το πάνω μέρος της παλάμης, ρεύτηκε και πέταξε το άδειο κουτί στον νεροχύτη. Πήρε άλλο ένα κι άρχισε να το κατεβάζει κι αυτό με τον ίδιο τρόπο, αφήνοντας την πόρτα του ψυγείου ανοιχτή. Ύστερα από λίγο η συσκευή άρχισε να προειδοποιεί με έναν σύντομο, οξύ κι επαναλαμβανόμενο ήχο, ότι καλό θα ήταν να έκλεινε κάποια στιγμή η πόρτα. Η Φωτεινή πρόσεξε ένα πυροσβεστικό τσεκούρι ακουμπισμένο στον πάγκο της κουζίνας, λίγο πιο δίπλα.
-Στέφανε; ξανάπε».
( απόσπασμα από το διήγημα «Λαντ Ρόβερ»).
M.G.: Χωρίς να προδώσουμε περισσότερα για το διήγημα που βάφτισε και το βιβλίο «Λαντ Ρόβερ», η δική μου αίσθηση διαβάζοντάς το είναι πως γίνεται μια αποδόμηση της σύγχρονης κοινωνίας και του πλουτισμού, αντιλαμβάνομαι το ξέσπασμα του ήρωα σαν μια γροθιά στο οικονομικό και κοινωνικό status της οικογένειας, την επιλογή του αυτοκινήτου Λαντ Ρόβερ ως ταξικό σύμβολο και την καταστροφή του καθόλου τυχαία. Είναι έτσι;
Β.Μ.: Πιο πολύ μια βίαιη πρόσκρουση θα έλεγα. Ο κόσμος γενικότερα νομίζει και έχει αυτή την ψευδαίσθηση, την οποία τροφοδοτούν οι ανώτερες τάξεις και τα media και όλο το σύστημα που τους συντηρεί, ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά κλιμάκια είναι πραγματικά ευτυχισμένοι, ότι ο κόσμος τους είναι αγγελικά πλασμένος και χωρίς προβλήματα. Δε νομίζω ότι ισχύει αυτό το πράγμα. Οι άνθρωποι έχουν τα δικά τους προβλήματα πάντα, ανεξαρτήτως οικονομικής θέσης ή κοινωνικής τάξης, απλά είναι διαφορετικά. Διαφορετικό πρόβλημα είναι αν δεν έχω να ταΐσω τα παιδιά μου και δουλεύω δωδεκάωρο και δε μπορώ να πληρώσω τη ΔΕΗ και διαφορετικό πράγμα είναι να εξωθώ το παιδί μου σε μια τέτοια κατάσταση που θα πάρει π.χ. ένα τσεκούρι και θα κάνει σμπαράλια το σπίτι μας.
Για μένα, αυτή η ιστορία έχει να κάνει περισσότερο με τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, πόσο δυσλειτουργική μπορεί να είναι μια οικογένεια, πολλώ δε μάλλον μια παραδοσιακή, πυρηνική οικογένεια όπως την ξέρουμε. Ο συμβολισμός μάλλον δεν ήταν στις προθέσεις μου. Για μένα, ήταν κυρίως μια ιστορία ενός παιδιού με τον πατέρα, τον αδερφό του και τη μάνα του και πώς η πίεση να ακολουθήσει ακριβώς βήμα-βήμα τη διαδρομή που οι άλλοι ακολουθούν με περισσή ευκολία, αλλά αυτός για διάφορους λόγους δυσκολεύεται, οδηγεί σε μια τέτοια κατάσταση, σε βαθμό που να χρήζει ψυχιατρικής αντιμετώπισης. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι από αληθινή ιστορία. Αν θες, αυτή η ιστορία για μένα είναι περισσότερο τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια ιλουστρασιόν επιφάνεια, το οποίο καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από αυτό που νομίζουμε ότι μας βασανίζει.
M.G.: Ποιόν συμβουλεύτηκες για τους ιατρικούς όρους και τις ιατρικές πράξεις που περιγράφονται μέσα στο διήγημα σου με τίτλο «Ρεβεγιόν»;
Β.Μ.: Το διήγημα αυτό προέκυψε εν πολλοίς εμπειρικά, από την περίοδο που βρέθηκα ο ίδιος σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Στα πραγματολογικά στοιχεία, τεχνικά ζητήματα και διαδικασίες που λόγω θέσης δεν θα μπορούσα προφανώς να γνωρίζω, ζήτησα βοήθεια από φίλους και φίλες γιατρούς.
M.G.: Όταν γράφεις, ξέρεις από την αρχή πως θα εξελιχθεί μια ιστορία ή σε καθοδηγούν οι ίδιοι οι ήρωες σχετικά με το τέλος που θα τους ταίριαζε καλύτερα;
Β.Μ.: Και τα δύο. Καμιά φορά αυτό που έχεις σίγουρο στο μυαλό σου ανατρέπεται στη διαδρομή ή όταν ξεκινάς κάτι το οποίο δεν ξέρεις που ακριβώς θα πάει να καταλήξει να φτάσει σε έναν τρόπο ιδανικό. Χονδρικά πάντα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πάντα ψυλλιάζομαι πώς θα πάει, δε σημαίνει όμως πως πέφτω πάντα μέσα. Η ανατροπή που λέγαμε. Πολλές φορές, οι ήρωες και οι ηρωίδες σου σε καθοδηγούν και σε πάνε εκεί που πρέπει. Όταν μιλάμε για μικρή φόρμα ειδικά, το τέλος είναι περίεργο πράγμα. Δεν είμαι σίγουρος αν τελειώνουν ποτέ οι ιστορίες, είτε μιλάμε για λογοτεχνικά διηγήματα είτε για ταινίες μικρού μήκους. Ας πούμε ότι είναι ένα μικρό στιγμιότυπο αυτό που διαβάζουμε, ένα κομμάτι από μια μεγαλύτερη ιστορία, της οποίας την εξέλιξη ή το τί έχει προηγηθεί μπορούμε μόνο να το φανταστούμε.
M.G.: Οι σπουδές σου στον Κινηματογράφο σε βοήθησαν να γράφεις με τρόπο κινηματογραφικό και να δημιουργείς εικόνες, οι ιστορίες σου έχουν συνοχή, ροή δεν είναι ημιτελείς και είναι συχνά ανατρεπτικές. Η ερώτηση είναι: σε ενδιαφέρει να ασχοληθείς ενεργά με αυτό το χώρο και σε συνεργασία με κάποιο σκηνοθέτη να τις μεταφέρεις στο σινεμά;
Β.Μ.: Χαίρομαι για αυτό. Δε θα έλεγα ότι είναι στα άμεσα ενδιαφέροντα μου, αλλά δε θα έλεγα και όχι σε κάτι τέτοιο. Επειδή τυχαίνει να είμαι και κινηματογραφιστής ουδέποτε με απασχόλησε να μεταφέρω στον κινηματογράφο σαν ταινίες μικρού μήκους κάποια από τα διηγήματά μου, προς το παρόν τουλάχιστον, αλλά δεν είμαι αρνητικός σε μια τέτοια πρόταση.
M.G.: Υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης που θα ταίριαζε με το δικό σου στυλ;
Β.Μ.: Εγώ εμπιστεύομαι απόλυτα τα παιδιά από την σχολή Κινηματογράφου στην Σταυρούπολη, του Α.Π.Θ. την σχολή που έβγαλα κι ο ίδιος, οπότε αν μου λέγανε διάλεξε ποιους θέλεις, θα έφτιαχνα ένα team απο κει πέρα για να το κάνω με τους δικούς μου όρους.
M.G.: Ποια κινηματογραφικά σενάρια έχεις ζηλέψει;
Β.Μ.: Οπωσδήποτε θα πω την «Casablanca», οπωσδήποτε τα τρία χρώματα του Κισλόφσκι, είναι και οι 3 ταινίες το ίδιο αγαπημένες, δε μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Λατρεύω ως εκεί που δεν πάει τον πρώτο «Νονό» του Κόπολα, Λατρεύω ως εκεί που δεν πάει και ιδίως σεναριακά που με ρωτάς, το «Mikey And Nicky», της Elaine May, αδιανόητη ταινία και αδιανόητο χτίσιμο χαρακτήρων και με πολύ απλά μέσα φτιαγμένη. Τον «Ψεύτη ήλιο» του Μιχάλκοφ, σχεδόν ό,τι έχουν γράψει ο Tarantino και ο Wong Kar Wai.
M.G.: Θα επιστρέψουμε στο βιβλίο σου, για να σου πω ότι με εντυπωσίασε ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τα πρόσωπα του «Λαντ Ρόβερ» αφουγκράζεσαι τα σκοτάδια τους, στέκεσαι δίπλα τους και όχι απέναντι, φαίνεται να τα κατανοείς και να τα αγαπάς, θέλω να σε ρωτήσω λοιπόν υποθετικά τελείως με ποιο από τα πρόσωπα του βιβλίου θα έβγαινες για ένα ποτό;
Β.Μ.: Με όλους και με κανέναν. Κάπως πιο κοντά σε μένα νομίζω βρίσκονται σαν χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες και ψυχοσυνθέσεις, η Κάτια από το «Σύρσιμο», και ο στρατιωτικός γιατρός στο «Ρεβεγιόν». Νομίζω με αυτούς θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα.
M.G.: Στο δίλημμα ποιήματα ή διηγήματα τι απαντάς;
Β.Μ.: Και τα δύο. Εγώ αυτά τα δύο είδη γράφω, μόνο αυτή τη φόρμα μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Το καθένα είναι για άλλες ώρες και άλλες στιγμές, τόσο αναγνωστικά όσο και συγγραφικά. Λειτουργώ εντελώς διαφορετικά και στα δύο κομμάτια. Γράφω πεζογραφία όπως τη διαβάζω, προσηλωμένα, με αφοσίωση, με την ησυχία μου, χωρίς βιασύνες, ενώ η ποίηση τόσο σαν αναγνώστης και σαν γραφιάς μού βγαίνει λίγο απροειδοποίητα. Σε στιγμές εκτάκτου ανάγκης, σε στιγμές δύσκολες, σε στιγμές εντελώς τυχαίες. Εγώ δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να διαβάσω στα μέσα μαζικής μεταφοράς είτε κάποιο μυθιστόρημα, κάποια νουβέλα, είτε κάποιο διήγημα, ενώ με την ποίηση μπορώ να το κάνω αυτό. Όταν γράφω πεζό, πρέπει να είμαι εκεί συγκεντρωμένος στο γραφείο μου, στον υπολογιστή μου, ενώ μπορεί να μου έρθει να γράψω ένα ποίημα, στη δουλειά, στο δρόμο, σε ένα μπαρ, ή καθώς περιμένω το λεωφορείο.
M.G.: Έχει περισσότερους κανόνες δηλαδή ένα διήγημα σε σχέση με ένα ποίημα;
Β.Μ.: Για μένα ναι, και αυτό μάλλον έχει να κάνει με την εκπαίδευσή μου, γιατί στο κινηματογραφικό σενάριο είναι πολύ αυστηρή η φόρμα του και πολύ δύστροπη, κανονιστική. Είναι κάτι το οποίο δεν σε τέρπει καθόλου αναγνωστικά αν δεν είσαι της δουλειάς. Στην ουσία, είναι ένα εγχειριδιακό πράγμα, το γράφουμε για να το πάρουν μετά άλλοι 200 άνθρωποι να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν το γράφουμε για να το διαβάζει κάποιος και να το απολαμβάνει. Έμαθα, λοιπόν, να είμαι πειθαρχημένος στον πεζό λόγο, ενώ στην ποίηση νιώθω και απολαμβάνω μια ελευθερία.
M.G.: Στην ποιητική σου συλλογή «ΓΙΟΥΝΙΚ» αναφέρεσαι πολύ συχνά στην Θεσσαλονίκη. Πες μας τα αγαπημένα σου σημεία στην πόλη.
Β.Μ.: Αναφέρομαι στην πόλη μου, γιατί η πόλη μου δεν είναι μόνο το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες μου, είναι πρόσωπο, Είναι χαρακτήρας τους βασικός, δομικός. Αγαπημένα σημεία στην πόλη, πολλά: Οι γειτονιές που έχω μείνει, οι γειτονιές που μεγάλωσα, το Λιμάνι της, η παραλία της, ο σιδηροδρομικός σταθμός της, η Τούμπα οπωσδήποτε. Για μένα η πόλη αυτή έχει μια ατμόσφαιρα και μια αγαπημένη αίσθηση παντού όπου και να πας.
M.G.: Έχει αλλοιωθεί μέσα στα χρόνια;
Β.Μ.: Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω οι άνθρωποι έχουν αλλάξει και οι συνήθειές τους. Και επειδή σε αυτήν την πόλη μάς αρέσει να γκρινιάζουμε, ίσως είναι αυτό. Δεν μπορώ να ξέρω πώς ήταν η Θεσσαλονίκη στα περιθρύλητα ‘90s και ‘80s.
M.G.: Αισθανόμαστε και λίγο ριγμένοι γενικά.
Β.Μ.: Δεν αισθανόμαστε ριγμένοι, είμαστε αδικημένοι πολύ σε διάφορους τομείς. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα της και τον αέρα της. Αυτός μένει αναλλοίωτος. Εμείς ίσως γινόμαστε πιο απαιτητικοί, πιο γκρινιάρηδες ή δε μας επιτρέπουν οι αντικειμενικές δυσκολίες της ζωής και αυτή η αδικία που υφιστάμεθα να ευχαριστηθούμε τη Θεσσαλονίκη και να την αγαπήσουμε όσο της πρέπει. Κάτι λογικό και αυτονόητο, γιατί άμα δεν έχεις ευκαιρίες, δεν έχεις δουλειά, χάνεις τους ανθρώπους που αγαπάς, τους φίλους σου γιατί φεύγουν στην Αθήνα και στο εξωτερικό, αυτομάτως αλλάζει και το τοπίο της πόλης και η ατμόσφαιρα του μαζί.
M.G.: Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτό τον καιρό; Είσαι σε δημιουργική διαδικασία;
Β.Μ.: Πάντα είμαι στη διαδικασία που γράφω κάτι, δεν ξέρω τι θα προηγηθεί. Έχω την αίσθηση ότι θα προηγηθεί το επόμενο βιβλίο με ποιήματα, το οποίο έτσι όπως το έχω στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή, μάλλον θα είναι έτοιμο κάπου το 2026. Για χρόνια παίζει στο πίσω μέρος του μυαλού μου ένα πολύ συγκεκριμένο βιβλίο, πολύ συγκεκριμένο θεματικά, πάλι με διηγήματα. Αν βγει αυτό πριν από τα ποιήματα, θα είναι μεγάλη ανατροπή. Και θα γίνουν και κάποιες παρουσιάσεις του «Λαντ Ρόβερ» το φθινόπωρο, άλλη μία εδώ Θεσσαλονίκη και άλλη μια στην Αθήνα.
M.G.: Από την προσωπική σου βιβλιοθήκη ποιους συγγραφείς και βιβλία ξεχωρίζεις;
Β.Μ.: Λατρεύω την Αμερικανική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Λατρεύω βρώμικο ρεαλισμό, λατρεύω beatniks και στα πεζά και στην ποίησή της. Άργησα να αγαπήσω και να εκτιμήσω τους λεγόμενους κλασικούς: Ντίκενς, Ουγκώ, Ντοστογιέφσκι, Μέλβιλ.
Αν μπορούσα να διαλέξω βιβλία μεμονωμένα και όχι εποχές ή τάσεις, θα έλεγα από ποίηση τους «Αιώνες» του Max Ritvo, το «Λευκό Σε Λευκό» της Athena Farrokhazd, αυτά τα δύο από ποίηση, και από πεζογραφία το «Για Τι Πράγμα Μιλάμε Όταν Μιλάμε Για Αγάπη» του Raymond Carver, και τα «Οράματα Του Κόντυ» του Τζακ Κέρουακ.
M.G.: Όταν γράφεις, ακούς μουσική; Δώσε μας μια μικρή γεύση της playlist σου.
Β.Μ.: Ακούω συνέχεια μουσική. Όπως όλοι οι άνθρωποι ανάλογα τα κέφια, τη συνθήκη, την περίσταση και τη διάθεση. Μου αρέσει πάρα πολύ η jazz, μου αρέσουν τα blues, όλη η σκηνή από το punk και ύστερα post-punk, new wave, darkwave, goth rock, synthpop… Με τις ώρες της μού αρέσει η κλασική μουσική. Αγγίζει συναισθηματικές χορδές με πολύ καταπραϋντικό τρόπο και ανακουφιστικό. Αν θέλω μόνο να χαλαρώσω από κάτι, θα βάλω κλασική μουσική, θα βάλω Τρίτο Πρόγραμμα και θα το αφήσω να παίζει. Αγαπάω πολύ την πρώτη περίοδο της rock n’ roll μουσικής.
Κυρίως όταν γράφω ποίηση, μπορεί να με εμπνεύσει ένας στίχος από ένα αγαπημένο τραγούδι. Πέρασα κάποτε μια πολύ έντονη περίοδο με Στέρεο Νόβα, όπως οι περισσότεροι νομίζω της γενιάς μας σε αυτή τη χώρα, και θα καταφύγω πάντα εκεί πέρα για λόγους νοσταλγίας. Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία το οποίο πάντα το ξεχνάω είναι ένα που έχει βγει από τις εκδόσεις Οξύ, που είναι συνολικά οι στίχοι των Στέρεο Νόβα και διάφορα άλλα ποιήματα του Κωνσταντίνου Βήτα, που δε μελοποιήθηκαν, το οποίο όταν το είχα πάρει στα χέρια μου το είχα ξεκοκαλίσει.
M.G.: Θα μπορούσες να λειτουργήσεις με περιοριστικούς όρους, με συγκεκριμένο θέμα και όχι απόλυτη ελευθερία;
Β.Μ.: Οι σεναριογράφοι, το ξέρω καλά, γράφουν κυρίως για λογαριασμό άλλων. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο story και κάποιος σκηνοθέτης ή παραγωγός σού λέει να το κάνεις σενάριο. Στο 90% των περιπτώσεων έτσι δουλεύεται το πράγμα. Αλλά στη λογοτεχνία δε θα μπορούσε να λειτουργήσει με τίποτα αυτό. Είναι, όμως, πολύ καλό εκπαιδευτικό εργαλείο όταν σπουδάζεις τη γραφή. Αυτές οι ασκήσεις είναι πάντα οι καλύτερες. Όταν έρχεται η ώρα να γράψεις κάτι δικό σου, πρέπει να το έχεις περάσει ήδη αυτό το στάδιο.
M.G.: Κάτι που έχω παρατηρήσει είναι πως δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες γύρω από σένα ή φωτογραφίες, κάτι που κάνουν άλλοι συγγραφείς, για παράδειγμα. Υπάρχει συχνά και ένα ναρκισσιστικό κομμάτι στο χώρο. Αυτό το κάνεις ηθελημένα, για να καλλιεργείς και ένα μυστήριο, ή δεν σε ενδιαφέρει και πολύ να προωθήσεις τον εαυτό σου;
Β.Μ.: Μπορεί να έχω το σύνδρομο του Αντιστάρ. Με κουράζει πάρα πολύ να βλέπω στα αυτιά βιβλίων βιογραφικά τα οποία καλύπτουν όλο το αυτί και συνεχίζονται και στο αυτί του οπισθόφυλλου. Το βαριέμαι, με ενοχλεί αφάνταστα όταν το βλέπω σε περιοδικά, σε site, σε δελτία τύπου για παρουσιάσεις βιβλίων. Όσο περνάνε τα χρόνια, λιγοστεύω όλο και περισσότερο τις πληροφορίες που θέλω να αναγράφονται στα βιβλία μου σαν βιογραφικό. Νομίζω δεν αφορούν στα αλήθεια κανένα. Αν αφορούν κάποιον, είναι τους υποψήφιους συνεργάτες σου, εκδότες κτλ.
Θα έπρεπε να κρίνεται το λογοτέχνημα που παρουσιάζεις και όχι αν έχω βγάλει τρία πτυχία, δύο μεταπτυχιακά και πέντε διδακτορικά. Επίσης, κάπως ξεχνάμε λίγο —καθόλου περίεργα γιατί σε αυτή τη χώρα οι τέχνες παραδοσιακά ήταν λίγο σπορ και χόμπυ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων—, ξεχνάμε λίγο ότι συγγραφέας μπορεί να είναι και ένας εργάτης, μια μετανάστρια, ένα παιδί μεταναστών δεύτερης γενιάς, κάποιος που ενδεχομένως να μην έχει τελειώσει καν το σχολείο. Πολύ δύσκολα θα βρούμε στα βιβλιοπωλεία τις ιστορίες τέτοιων ανθρώπων δυστυχώς. Από την άλλη θα βρούμε πάμπολες ιστορίες ανθρώπων που τα βιογραφικά τους είναι εφτά οχτώ παράγραφοι.
M.G.: Πόσο σημαντικές θεωρείς τις βραβεύσεις. Τα βραβεία γενικότερα είναι δείκτης ποιότητας ή ανούσια, κατά την άποψη σου;
Β.Μ.: Θα σου απαντήσω αλλιώς. Μια χαρά χρήσιμα είναι τα βραβεία. Δεν έχω κάτι εναντίον τους, αξιωματικά μιλώντας. Αλλά αυτό το οποίο με εξοργίζει είναι η βραβειοθηρία. Κάπως σε ένα ξεχωριστό κύκλωμα, παράλληλο κύκλωμα, έχουμε πάρα πολλά βραβεία για το πόσο μικρή χώρα είμαστε λογοτεχνικά και πόσο μικρή αγορά είμαστε. Κάθε εβδομάδα ανακοινώνεται και ένα βραβείο. Ποια είναι πιο έγκυρα και ποια όχι δεν θα το κρίνω εγώ, δεν με απασχολεί κιόλας. Είναι τέτοια, όμως, η πληθώρα, που δυστυχώς αναγκάζει πολύ κόσμο που μπαίνει νέος στο λογοτεχνικό κουρμπέτι, τους αναγκάζει να τα κυνηγάνε με το τουφέκι, να στέλνουν τα βιβλία τους σε επιτροπές, να μιλάνε με επιτροπές. Κατά τη γνώμη μου, το μόνο που καταφέρνουν να κάνουνε είναι να υπονομεύουν το ίδιο τους το έργο, και αντί να επικεντρωθούν στο γράψιμο, να ασχολούνται με αυτές τις καταστάσεις.
M.G.: Χρησιμοποιείς πολύ τις αντιθέσεις στα διηγήματα σου, το πέρασμα από τη μία συνθήκη στην άλλη, το αναπάντεχο κλείσιμο. Ειδικά στην «Τυφλότητα» δεν μπορείς με τίποτα να μαντέψεις το τέλος, την εναλλαγή των συναισθημάτων από διήγημα σε διήγημα, π.χ. σκληρότητα και τρυφερότητα. Αυτό έγινε σκόπιμα ή τυχαία;
Β.Μ.: Και τα δύο. Έτσι είναι η ζωή. Γλυκιά και πικρή, βάναυση και ταυτόχρονα χαρμόσυνη. Και επειδή εμένα με ενδιαφέρει να γράφω ιστορίες που αφορούν τη ζωή και τους ανθρώπους, γράφω όπως αντιλαμβάνομαι τη ζωή και τον κόσμο και τους ανθρώπους και το γράψιμο με βοηθάει να καταλαβαίνω καλύτερα και τη ζωή και τους ανθρώπους.
M.G.: Και τον εαυτό σου;
Β.Μ.: Οπωσδήποτε. Η ζωή μας είναι τόσο απρόβλεπτο πράγμα και τόσο δυναμικό και τόσο διαρκώς σε κίνηση, είναι τόσο συναρπαστικό πράγμα αυτό που ζούμε σα ζωή, το οποίο δε γίνεται να μην το πιάσεις στην ολότητά του. Αλλιώς, θα ένιωθα ότι δεν είμαι συνεπής και έντιμος απέναντι και στον εαυτό μου και στις ιστορίες που γράφω και σε εκείνους που θα τις διαβάσουν.
M.G.: Παραδέχεσαι δηλαδή ότι όλα είναι ρευστά στη ζωή. Σε φοβίζει αυτό;
Β.Μ.: Καθόλου. Με φόβιζε παλιότερα, όταν ήμουν νεότερος. Όσο περνάνε τα χρόνια, συμφιλιώνομαι περισσότερο με αυτό το γεγονός και τις αλλαγές στη ζωή. Βαριέμαι εύκολα, οπότε προτιμώ το ξεβόλεμα ακόμα και αν έχει αρνητικές επιπτώσεις, γιατί είναι κάτι που σπάει τη ρουτίνα. Μια έκπληξη είναι πάντα καλύτερη από την πλήξη και τη βαρεμάρα.
M.G.: Νομίζω ταιριάζει πολύ με αυτά τα οποία λέμε, το ποίημα σου με τίτλο «Ανάγκη», που ανοίγει και την ποιητική σου συλλογή «ΓΙΟΥΝΙΚ». Επιλέγω τυχαία κάποιες σειρές: «Αγκάλιασε την θλίψη... παραμέρισε την ομορφιά... Συμφιλιώσου με την οργή και τις απώλειες... Την πνιγηρή λαχτάρα για ευτυχία περιφρόνησε...». Θεωρείς ότι είναι μάταιο το κυνήγι της ευτυχίας και της τελειότητας, κάτι τελείως ουτοπικό;
Β.Μ.: Μάταιο είναι σίγουρα, γιατί όπως είπαμε, η ζωή είναι τελείως απρόβλεπτη και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει την επόμενη μέρα. Από την άλλη, εγώ νιώθω ότι ζούμε σε έναν πολιτισμό τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια μιας ασφυκτικής ανάγκης για ευτυχία, για καλοπέραση, το οποίο με εξοργίζει.
M.G.: Σαν να απαγορεύεται να είναι κανείς δυστυχισμένος.
Β.Μ.: Ακριβώς. Αυτό και παιδαγωγικά, αν θες, είναι τόσο λάθος, γιατί μας εξασκεί και μας εκπαιδεύει στο να μπλοκάρουμε και να αποκλείουμε κυριολεκτικά τη μισή βεντάλια, τη μισή γκάμα συναισθημάτων μας. Και όταν η ίδια η ζωή με την απροβλεψιμότητά της, σε φέρνει προ αυτών των συναισθημάτων, χάνεις την μπάλα και δεν ξέρεις τι να κάνεις.
M.G.: Πιάνεις τον εαυτό σου να το κάνει αυτό, να πέφτεις σε αυτή την παγίδα;
Β.Μ.: Ναι, νομίζω όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Γενικά, όλη αυτή η ανάγκη να δείξουμε ότι είμαστε τέλειοι, ότι είμαστε πανέμορφοι και φωτογενείς, ότι περνάμε υπέροχα είναι κάτι το οποίο σιχαίνομαι. Είναι κουραστικό και πολύ βλαβερό για το συναισθηματικό μας κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις.
M.G.: Αν μπορούσες με την πένα σου, να γράψεις κάτι και να συμβεί και στην πραγματικότητα, δηλαδή να διορθώσεις κάτι που συμβαίνει γύρω μας, ποιο θα ήταν αυτό;
Β.Μ.: Αυτό. Μια ζωή χωρίς φίλτρα. Και δεν μιλάω μόνο για τα φίλτρα του Instagram. Ονειρεύομαι μια ζωή αφτιασίδωτη.
M.G.: Φτάνοντας κοντά στο τέλος αυτής της συνέντευξης και αφού μιλήσαμε προηγουμένως για τη ματαιότητα της τελειότητας με αφορμή το ποίημα σου «Ανάγκη», θα αλλάξουμε λίγο το σκηνικό, και μάλιστα θα γίνει με τον δικό σου τρόπο, με την «Έξοδο», το τελευταίο ποίημα, που έρχεται να μαλακώσει τις καρδιές μας και να κλείσει γλυκά το βιβλίο σου: «Επάνω σε ταράτσες όλο σίδερο πετρέλαιο και μπετόν. Από ‘κει πάνω κοίταζες τον κόσμο που περιμένει πάλι να σε πιει σε διψασμένο όνειρο». Αυτό είναι ποίηση, πραγματικά. Ο λόγος σε σένα:
Β.Μ.: Θα απαντήσω με το “It’s A Wonderful Life” του Frank Capra, που όταν ο Τζωρτζ συνειδητοποίησε πόσο άγγιζε τις ζωές αναρίθμητων ανθρώπων και μόνο με την παρουσία του, πάνω εκεί που νόμιζε ότι άμα αυτός έφευγε από τη μέση όλοι θα ήτανε καλύτερα, αγγίζουμε, και μας αγγίζουν οι άνθρωποι, και αγγίζουμε και εμείς τους άλλους, με τρόπους που δε μπορούμε καν να επεξεργαστούμε και να συλλάβουμε. Να πω και μια φράση από μια από τις αγαπημένες μου μπάντες, τους Idles: Κανείς δεν είναι νησί, κανείς δεν είναι μόνος του εκεί έξω. Καλώς ή κακώς, είμαστε όλοι κομμάτι αυτού του οποίου αποκαλούμε ανθρωπότητα. Το ότι δεν μπορούμε να σκεφτούμε ακόμα σαν είδος συλλογικά αλλά σκεφτόμαστε σαν έθνη, σαν θρησκείες, σαν ράτσες, σαν φυλές, σαν ό,τι βλακεία μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, είναι μάλλον ακόμα παιδική ασθένεια. Θέλω να πιστεύω πως κάποια στιγμή θα την ξεπεράσουμε και θα εξελιχθούμε πέρα από αυτό για το καλό και το δικό μας, και του πλανήτη μας και των άλλων υπάρξεων που μοιραζόμαστε τον ίδιο πλανήτη μαζί τους.
M.G.: Σε απασχολούν έντονα τα κοινωνικά ζητήματα, όπως βλέπουμε στα γραπτά σου. Μιλάς για την ανεργία, τους χρήστες ουσιών, κ.α. μιλάς για όλα αυτά που κάνουμε ίσως ότι δεν τα βλέπουμε γύρω μας και τα προσπερνάμε.
Β.Μ.: Όπως το είπες, παριστάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε, ενώ πιστεύω πως τους περισσότερους από μας εκεί έξω τους απασχολεί αυτό το πράγμα, ακόμα και αν δε βρίσκονται οι ίδιοι στη θέση του να βράζουν στο ζουμί τους λόγω αυτών των προβλημάτων.
M.G.: Θεωρώ το κείμενο σου όχι μόνο σημερινό αλλά και αυριανό. Αν κρίνω, για παράδειγμα, το διήγημά σου «Tomboy», είναι μια ιστορία που ουσιαστικά θα την βρίσκουμε μπροστά μας. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα.
Β.Μ.: Μακάρι.
M.G.: Βασίλη, ποια είναι η πιο σημαντική λέξη για σένα;
Β.Μ.: Δε με νοιάζει αν θα ακουστώ πολύ ρομαντικός ή γλυκανάλατος. «Αγάπη» θα πω. Αν κάτι μας κάνει ανθρώπους και μας προσδίδει ανθρωπιά, αυτό που όταν λέμε ανθρωπιά εννοούμε τις θετικές εκδηλώσεις της, είναι η αγάπη.
M.G.: Προς όλα τα πλάσματα θα συμπληρώσω, κάτι που το βλέπω στη γραφή σου και στα ποιήματα και στο «Λαντ Ρόβερ», στο διήγημα με το γατάκι , και μάλιστα με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο ήρωας του «Μέχρι Τέλους», που είναι τόσο ευαίσθητος και παράλληλα στο τέλος ρισκάρει πάρα πολύ και δεν τον ενδιαφέρει ακόμα και αν βρίσκεται στη μέση του δρόμου.
Β.Μ.: Όχι απλά ρισκάρει, έχει αφεθεί και έχει παραιτηθεί. Αλλά το κάνει με τους δικούς του όρους, οπότε κατά τη γνώμη μου δεν παραιτείται ακριβώς. Δεν αφήνεται να γίνει έρμαιο το κάνει με τον δικό του τρόπο.
M.G.: Θεωρεί ότι πρέπει να προστατεύσει, ακόμα και την ύστατη στιγμή...
Β.Μ.: Το άψυχο γατί. Επειδή λέγαμε για την «Μπλε Ταινία» προηγουμένως, είναι εκείνη η φανταστική μελοποίηση από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους, που λέει: «Πάνω από όλα η αγάπη». Χωρίς αυτήν δεν ξέρω τι είμαστε. Σίγουρα αυτό το πράγμα το εχθρεύονται αυτοί οι κύκλοι ισχύος και εξουσίας και πλούτου που προσπαθούνε να προσαρμόζουνε τις ζωές μας στο δικό τους μοτίβο. Και το καταφέρνουνε με φοβερή επιτυχία.
Ίσως ακούστηκε πολύ χριστιανικό αυτό. Δεν πειράζει, αυτά τα καλά που λένε εγώ τους τα αναγνωρίζω. Μακάρι να τα εφαρμόζανε κιόλας στις ζωές τους!
M.G.: Σε ευχαριστώ πολύ!
Τα Βιβλία του Βασίλη Μόσχου:
«Θραύσματα» Συλλογή με 24 διηγήματα από τις Εκδόσεις Κέδρος (2016)
«ΓΙΟΥΝΙΚ» Ποιήματα από τις Εκδόσεις Θράκα (2023)
«Λαντ Ρόβερ» Συλλογή 10 διηγημάτων από τις Εκδόσεις ΤΡΙ.ΕΝΑ. (2024).
Οι φωτογραφίες ανήκουν στην Άννα Μπαρμποπούλου και στο mixgrill.gr.