Πριν από σχεδόν μία δεκαετία έπαιρνα την πρώτη (και μόνη σοβαρή) προαγωγή μου στη δουλειά. Ταυτόχρονα με εμένα, στο διπλανό τμήμα, προαγωγή έπαιρνε κι ένας αγαπημένος συνάδελφος και φίλος. Καθώς «ήμασταν κοντά» και παραμείναμε καλοί φίλοι στα χρόνια που ακολούθησαν (μέχρι και σήμερα), με φώναξε στο γραφείο του και μου έδειξε το δώρο που του είχαν κάνει οι παλαιοί συνάδελφοι και συνεργάτες του για την προαγωγή: μια φανταστική πένα.
Δέκα χρόνια μετά, οφείλω να ομολογήσω πως ζήλεψα. Χάρηκα, πρωτίστως, για την εκτίμηση που έδειχναν οι συνάδελφοι στο Βασίλη, που (δικαίως) καλούνταν να βρεθεί επικεφαλής τους, αλλά ζήλεψα κιόλας. Και δεν ζήλεψα τόσο ότι οι δικοί μου συνάδελφοι είχαν περιοριστεί στα συγχαρίκια, όσο την πένα αυτή καθαυτή. Έκτοτε, μου μπήκε το μικρόβιο. Άρχισα να μαζεύω πένες.
Στη δημιουργία αυτής της συλλογής συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες: η παρατεταμένη οικονομική κρίση που «στένευε» φίλους και γνωστούς σε περιστάσεις δώρων. Κάποτε, μια κυρία (με όλη της σημασία της λέξης) μου έκανε δώρο και την πιο ακριβή (μάλλον) πένα της συλλογής μου, όταν πήρα το διδακτορικό μου και κυκλοφόρησε το βιβλίο μου. Έπειτα, ξέφυγα. Και λίγες στιγμές προτού ξεκινήσω να γράφω αυτό το κείμενο, κατάλαβα.
Εκτός από την οικονομική κρίση και τις «αραιωμένες» εορταστικές μαζώξεις γενεθλίων και εορτών, ένας ακόμα πολύ σημαντικός παράγοντας έπαιξε ρόλο στην δημιουργία αυτής της συλλογής από πένες (και της άλλης, της χειρότερης, της ασύδοτης των τρεξιματικών παπουτσιών - για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο): δε μάζευα πια δίσκους και cds.
Γαμώτο. Ή αν προτιμάτε: «άτιμο streaming».
Φοβάμαι ότι έχω αγαπήσει ήδη τόσο πολύ τις νέες μου συλλογές που δεν θα επιστρέψω στα βινύλια, παρότι μετά τη συνειδητοποίηση που περιγράφω στο παρόν αγόρασα ήδη τρία μαζεμένα (Ρίτα Αντωνοπούλου, Μίλτος Πασχαλίδης και Πάνος Βλάχος - όλα καινούργιες κυκλοφορίες).
Δεν πειράζει: η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία.
Καλή Κυριακή.