Τις προάλλες, μεταμεσονύχτια (όταν, δηλαδή, γίνονται οι καλύτερες συζητήσεις), συνομιλούσα πληκτρολογώντας με μια φίλη. Μου έλεγε ότι δεν βρίσκει συγκλονιστικές τις σημερινές τραγουδίστριες και αναζητά «άγνωστές» της, παλαιότερες, με χιλιόμετρα στο επάγγελμα. Όπως μου έλεγε, βρίσκει στις ερμηνείες τους το «σημάδι», το «γδάρσιμο», την «πληγή» που ψάχνει για να συγκινηθεί.
Κάπως έτσι, μιλήσαμε για τα «Σκουριασμένα Χείλη», του πρωτοεμφανιζόμενου, τότε (1981), Σταμάτη Κραουνάκη (σε στίχους Κώστα Τριπολίτη και της – επίσης πρωτοεμφανιζόμενης – Λίνας Νικολακοπούλου), με την «παλαίμαχο» Βίκυ Μοσχολιού, που «σπάει κόκκαλα» με τις ερμηνείες της. Ο μύθος λέει πως ο τίτλος του δίσκου ήταν μια προσπάθεια του «αγίου Πατσιφά» να «πικάρει» τη Βικάρα. Κι εκείνη, ως απάντηση, μπήκε σαν οδοστρωτήρας στα αυλάκια του βινυλίου για να μας χαρίσει καντάρια συγκίνησης και μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια στην ιστορία του «σπορ».
Πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο χρόνος «χαρακώνει» τις αγαπημένες μας φωνές και – αργά ή γρήγορα – μας τις στερεί. Δεν ομιλώ, φυσικά, περί βιολογικού θανάτου, αλλά για τον άλλο, τον πιο δύσκολο ίσως, τον καλλιτεχνικό. Κανένας δε νίκησε ως τώρα το χρόνο με μία-δύο εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ωστόσο, υπήρξαν κι εκείνοι που κατάφεραν να διαχειριστούν το μειονέκτημά τους και να το μετατρέψουν σε πλεονέκτημα.
Ένα από τα πιο τρανά παραδείγματα είναι αυτό του Johnny Cash: θυμάμαι εκείνη τη συνέντευξή του στον Larry King, πάνω στην οποία είχα «πέσει» τυχαία, εκείνα τα χρόνια τα άγρυπνα. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος που το περιείχε και ο «άνδρας με τα μαύρα», στραπατσαρισμένος από τις καταχρήσεις και τις αρρώστιες, εξιστορούσε μια ζωή ξεχωριστή: τη δική του. Έμεινα ακούνητος καθ' όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, ανήμπορος να αλλάξω κανάλι, μαγεμένος από τα λόγια, αλλά και τα τραγούδια του "American IV: The Man Comes Around".
Την επόμενη μέρα έσπευσα στο δισκοπωλείο (υπήρχαν δισκοπωλεία τότε) και αναζήτησα το δίσκο. Το θυμάμαι πεντακάθαρα: είχαν ένα τελευταίο κομμάτι. Ακόμα δεν είχε ακουστεί το "Hurt", δεν είχε μπει σε εκείνη τη διαφήμιση που το έκανε γνωστό και στον τελευταίο μπουζουκόβιο. Τον πήρα, γύρισα σπίτι, και για ένα χρόνο δεν άκουγα τίποτα άλλο. Τον έκανα δώρο σε όλους μου τους φίλους σε γιορτές, γενέθλια και άλλες περιστάσεις. Επιπλέον, αγόρασα και τους υπόλοιπους δίσκους της σειρά American Recordings με τις διασκευές του Johnny Cash σε γνωστά τραγούδια από την ιστορία της παγκόσμιας τραγουδοποιίας.
Έγραψα για αυτό. Μίλησα για αυτό. Δάκρυσα με αυτό. «Έπεσα» με αυτό. «Σηκώθηκα» με αυτό. «Ξαναέπεσα» και «ξανασηκώθηκα». Ο Johnny Cash εκμεταλλεύτηκε το «μειονέκτημά» του και το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα. Χαμηλοί τόνοι, λιτές ενορχηστρώσεις και ένας εβδομηντάχρονος τραγουδιστής να ερμηνεύει με «στραπατσαρισμένη» φωνή και με τρόπο που σε τρυπάει στην ψυχή.
Το γεγονός ότι ένας τραγουδιστής μεγαλώνει δε μειώνει την αξία του. Αλλά κι εκείνος οφείλει να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του. Οι ηχογραφήσεις που έχει αφήσει πίσω του είναι αποδείξεις του μεγέθους του και του ταλέντου του. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αποχώρησε από την ενεργό δράση, αξιοπρεπής και αποδεχόμενος τη φθορά του. Έζησε αρκετά χρόνια από τότε που σταμάτησε να τραγουδάει. Ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε ότι ήταν ο αρχηγός της «Αστυνομίας Πόλεων», κατά τη γνωστή ρήση του. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Κλείνω με μια επισήμανση: καθώς μεγαλώνω αγαπώ τις «σπασμένες φωνές». Εκείνες, όμως, που δεν παλεύουν αδίκως να με πείσουν ότι παραμένουν λαμπερές και ακμαίες. Εκείνες που θέλουν, απλώς, να με φέρουν πιο κοντά για να μου ψιθυρίσουν στο αυτί πως «είναι ακόμα εδώ». Ίσως γιατί έτσι «σπάω» κι εγώ μαζί τους.