Βαθμολογία:
7
Τι θα ακούσετε:
Έντεχνο, παραδοσιακό
Αποκαλόκαιρο του 2016. Συγκεκριμένα Σεπτέμβρης. Η δροσιστική αύρα του φθινοπώρου παλεύει να πάρει το πάνω χέρι, στη μάχη με την καλοκαιρινή ανάμνηση του —εσωτερικού και εξωτερικού- καύσωνα. Οσονούπω, το άδοξο της αναμέτρησης έρχεται να καταδείξει καυστικά η επικείμενη νύχτα στην Τεχνόπολη. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, γνωστός διασαλευτής των επιφανειακών διλημμάτων της ανθρώπινης ψυχής, αναλαμβάνει να υπενθυμίσει στο αλλοπαρμένο πλήθος, που συμπιέζεται μεταξύ αλκοόλ, ιδρώτα και κατάνυξης, πως οι διαθέσεις μας πηγάζουν από τα μέσα προς τα έξω —και όχι το αντίθετο.
Στο μέσον περίπου της αποστολής του αυτής, ο μεγάλος τραγουδοποιός θα παραχωρήσει τη θέση του επί σκηνής στον πρόσφατα συνοδοιπόρο του Αλέξανδρο Κτιστάκη, ο οποίος, λακωνικά και αθόρυβα στο τέντωμα των χορδών, «οπλίζει» την κιθάρα του. Τα επόμενα επτά λεπτά όπου διαδραματίζεται η ερμηνεία της δικής του «Ουράς Του Αλόγου», στην πραγματικότητα λαμβάνει χώρα η γέννηση μιας εμπειρίας που θα αγκιστρωθεί στη μνήμη κάθε παρευρισκόμενου —και στην οποία ο καθένας από αυτούς θα μπορεί να επιστρέφει, όταν βρίσκεται στην ανάγκη ενός εσωτερικού «ταρακουνήματος» (Ειδικότερα για τον ρόλο, την θέση και την δύναμη του άνω τραγουδιού, απαιτείται ένα μελλοντικό —ολόδικό του— κείμενο).
Με τον παραπάνω σεισμικό τρόπο, λοιπόν, συστήνεται στο ευρύτερο κοινό ο Αλέξανδρος. Από τη Λάρισα και τις παρεΐστικες ρεμπέτικες βραδιές έως το Ναύπλιο, τη μουσική για θέατρο και τις εποχιακές εργασίες στα συναυλιακά συνεργεία, η πορεία του καταδεικνύει το ανήσυχο και πειραματικό του πνεύματός του. Έχοντας ως σήμα κατατεθέν την ακουστική του κιθάρα, επιβαίνει πλέον σήμερα ως απαραίτητος συνταξιδιώτης στο καθιερωμένο καλοκαιρινό δρομολόγιο της υπαίθριας μουσικής περιοδείας.
Όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, γράφει, σβήνει, ξαναγράφει και τελικά συγκεντρώνει προσωπικό υλικό —το οποίο όμως ουδέποτε επιχειρεί να θέσει σε δημόσια κυκλοφορία. Λίγο η ανασφάλεια, λίγο η επαναπροσέγγιση και η συνεχής διόρθωση (απαραίτητα συστατικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας), τον εμποδίζουν να κάνει το δύσκολο άλμα. Όλα αυτά, όμως, ώσπου να φτάσει η αναπόδραστη στιγμή που η ανάγκη για μοίρασμα υπερνικά το φόβο της έκθεσης. Αυτή έρχεται τελικά τον τελευταίο μήνα του περασμένου έτους, κι έτσι το Δεκέμβριο του '23 αποφασίζει να εκδώσει «Τα Μαύρα», σε δική του παραγωγή.
Ο δίσκος, αποτελούμενος από επτά τραγούδια, ήδη από τον τίτλο προδιαθέτει ως προς το περιεχόμενό του. Το ομιχλώδες εξώφυλλό του (φωτογράφιση της λίμνης των Ιωαννίνων από το φίλο και συμφοιτητή του Ηλία Σεφερλή-Φραντζή) έρχεται να ενισχύσει τη σχηματισμένη άποψη. Με το άκουσμα, όμως, του πρώτου τραγουδιού, η μουσική έρχεται για μια ακόμη φορά να εκθέσει την ανθρώπινη ανάγκη για πρώιμη διαμόρφωση άποψης. Το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι «Τα Μαύρα», ένα σύντομο ορχηστρικό θέμα παραδοσιακής έμπνευσης και ενορχήστρωσης, εισάγει τον ακροατή σε έναν κόσμο αρκετά ανάλαφρο και ίσως παιγνιώδη.
Τα επόμενα δύο τραγούδια («Όσοι Είναι Μοναχοί» και «Τα Ρούχα Τα Παλιά»), σε στίχους Θανάση και μουσική Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου, αποτελούν έναν «φόρο τιμής» στο σύμπαν του πρώτου, το οποίο μοιάζει να τον έχει καθορίσει τόσο καλλιτεχνικά όσο και σε επίπεδο έκφρασης, και γι’ αυτό παίρνουν και τη θέση αυτή στη ροή του δίσκου. Τα τραγουδά με στιβαρότητα και σταθερή ένταση, αποφεύγοντας οποιαδήποτε διάθεση επιτηδευμένου εντυπωσιασμού. Το βάθος, άλλωστε, εδώ —πέραν της μόνιμης και λυτρωτικής αναμέτρησης του Θανάση με τη Μοναξιά— έρχεται να το προσφέρει η ηλεκτρισμένη μουσική του Κωνσταντή. Ο Αλέξανδρος μοιάζει να το αντιλαμβάνεται αυτό, δίνοντάς της μέσω της ερμηνείας του, τον απαραίτητο χώρο να αναδυθεί.
Τώρα πλέον είναι κατάλληλη η στιγμή για να ακουστεί το πρώτο εξ ολοκλήρου δικό του τραγούδι. Στο αρχικό μέτρημα που ακούγεται, φαντάζεται κανείς πως παίρνει την —τελευταία και αποφασισμένη— βαθιά ανάσα θάρρους που απαιτείται, πριν διανοιχτεί στον κόσμο εκεί έξω. Το «Προσπερνάς», η ωραιότερη ίσως στιγμή του δίσκου, προδίδει τη γλυκύτητα με την οποία σκοπεύει να στέκεται ο ίδιος απέναντι στις σκοτεινές και δύσβατες περιοχές που η ζωή καμιά φορά αναπόφευκτα οδηγείται. Το μέτριο μα δυναμικά παρόν μουσικό tempo ενισχύει με επιτυχία την ηπιότητα και την αισιοδοξία που οι στίχοι εμπνέουν. Σε εκείνο το σημείο που αναφωνεί «Ζήσε και πίσω ποτέ μην κοιτάς» είναι που αποτυπώνεται εν τέλει και η πραγματική συναισθηματική κατάσταση στην οποία εκβάλει αυτή η πρώτη δισκογραφική του δουλειά.
Σε κάθε περίπτωση, το «Προσπερνάς» είναι ένα τραγούδι που σε πολλούς θα θυμίσει τον αφηγηματικό ρυθμό του Σωκράτη Μάλαμα, κι αυτό αναφέρεται για καλό. Οι επιρροές ενός μουσικού είναι όμορφο να αναπνέουν μέσα από την πρωτότυπη δημιουργία του, και αυτό ακριβώς πετυχαίνει εδώ ο Αλέξανδρος.
Στο «Αχ Καρδιά Μου», μέσω της ευχάριστης μα ίσως πλέον αναμενόμενης και ασφαλούς ερμηνείας της Ιουλίας Καραπατάκη, ο τραγουδοποιός θα καταθέσει το (αλληγορικό) παράπονό του απέναντι στον εύθραυστο και ασταθή συναισθηματικό του κόσμο. Η «κλασσική» εντεχνοπαραδοσιακή ενορχήστρωση του κομματιού, όμως, δεν θα το βοηθήσει να ξεχωρίσει μεταξύ των υπολοίπων. Αντίθετα, με το «Τα Μαύρα Μη Φοράτε» —τη δική του «κατάβαση στον Άδη»—, αν και ακολουθεί επίσης την ίδια αναμενόμενη φόρμα, επιτυγχάνεται μια υψηλότερη σύνδεση. Ίσως σημαντικό ρόλο για αυτό παίζουν οι έντονες εικόνες που σχηματίζονται μέσω των πολύ προσωπικών στίχων του τραγουδιού (το οποίο αποτελεί και το πρώτο του ολοκληρωμένο).
«Τα Μαύρα» θα κλείσουν με το γλυκόπικρο «Όνειρο Είναι Η Ζωή», με τον Αλέξανδρο σταθερά να αρπίζει την κιθάρα και να τραγουδά τους στίχους του, κάτω από ένα σταδιακά αυξανόμενο μουσικό φορτίο στο φόντο. Ιδανική επιλογή για το κλείσιμο του δίσκου, το οποίο όμως κόβεται αρκετά συντομότερα απ’ όσο ίσως το τραγούδι να ζήταγε. Εύκολα θα φανταζόταν κανείς ένα εκτεταμένο outro solo το οποίο θα διέσχιζε και θα διεύρυνε μουσικά τα όρια της ακολουθίας των ακόρντων. Ίσως όμως αυτό να επιφυλάσσεται για κάποια ζωντανή εμφάνιση. Αναμένουμε...
Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται και η πρώτη μουσική πρόταση που μας παραδίδει ο Αλέξανδρος Κτιστάκης. Ένα ταξίδι σε κανένα σημείο του οποίου δεν μετανιώνεις που βρέθηκες. Μια προσπάθεια που, αν και πήρε καιρό, τελικά είμαστε τυχεροί που βρήκε το δρόμο της διάνοιξης. Μια ομαδική δουλειά η οποία υποστηρίζει το πόσο σημαντικό και όμορφο είναι να επιλέγεις να συνεργάζεσαι με τους οικείους και τους συνοδοιπόρους σου. Και τέλος, ένα πρώτο βήμα-οδηγός για όσα ακολουθούν, που δείχνει με καθαρότητα πως «τελικά αξίζει να παλεύεις για ό,τι αγαπάς».