Iron Maiden live @ Πλατεία Συντάγματος, Βουκουρέστι 30-07-2016

Ο Απόστολος Κουφοδήμος περιγράφει τη μοναδική εμπειρία που προσέφεραν οι θρύλοι του heavy metal στην όμορφη πρωτεύουσα της Ρουμανίας
Διαβάστηκε φορες
Ο Maiden-ικός πολιτισμός στο απόγειό του

Έχει ήδη γίνει πολύς λόγος για τη συναυλία των θρύλων του heavy metal, με τα σχόλια να εστιάζουν κυρίως στις αναφορές του Bruce Dickinson περί της τωρινής κατάστασης του ελληνικού πολιτισμού. Πριν φθάσουμε στο εν λόγω σημείο, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η προγραμματισμένη συναυλία των Iron Maiden στο Βουκουρέστι, στο πλαίσιο της The Book of Souls World Tour, όπως ήταν φυσιολογικό, κινητοποίησε τους οπαδούς του συγκροτήματος από την Ελλάδα. Έχουν περάσει 5 χρόνια από την τελευταία επίσκεψή τους στη χώρα μας, διάστημα που θεωρείται πολύ μεγάλο για όσους λατρεύουν τους Maiden και επιθυμούν να τους βλέπουν από κοντά. Επομένως, και μόνο το γεγονός ότι η μπάντα θα έφτανε στην όμορφη πρωτεύουσα της Ρουμανίας σήμανε συναγερμό στις τάξεις των φίλων του συγκροτήματος, που έφτασαν στο Βουκουρέστι είτε αεροπορικώς είτε οδικώς. Οργανωμένη εκδρομή έγινε από τη Θεσσαλονίκη, με συμμετοχή 120 ατόμων από όλες τις πόλεις της Ελλάδας και με αρκετά παιδιά να έρχονται από την Αθήνα, γεγονός που αν μη τι άλλο δείχνει την τρέλα των φίλων του γκρουπ. Έπειτα από 13 περίπου ώρες, φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας. Αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο στο ξενοδοχείο, κατευθυνθήκαμε στο χώρο της συναυλίας, την Πλατεία Συντάγματος του Βουκουρεστίου, τοποθεσία ιδανική, για την πραγματοποίηση μεγάλων συναυλιών (μια μέρα πριν έπαιζαν οι Muse στον ίδιο χώρο), με το Παλάτι του Λαού, που φτιάχτηκε επί των μαύρων ημερών της δικτατορίας του Τσαουσέσκου, να δεσπόζει απέναντι ακριβώς από τη σκηνή της συναυλίας.

Όσο περνούσε η ώρα, το κοινό μαζευόταν σιγά σιγά και γύρω στις 19:20, ανέβηκαν στη σκηνή οι The Raven Age. Ο προβληματικός ήχος, η μέτρια απόδοση του γκρουπ, αλλά και η αδημονία του κοινού για την εμφάνιση των Maiden είχαν σαν αποτέλεσμα η μπάντα "να περάσει και να μην ακουμπήσει", όπως συνηθίζουμε να λέμε. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του front man των The Raven Age να κινητοποιήσει το κοινό, το αλά Bullet for my Valentine melodic metal των R.A. μας άφησε παγερά αδιάφορους, ακόμα και αν στην κιθάρα βρισκόταν ο George Harris, ο γιος δηλαδή του μεγάλου Steve. Αν στο μέλλον ο μπαμπάς αποφασίσει να βοηθήσει περισσότερο τον γιο του, ίσως το αποτέλεσμα να είναι καλύτερο. Στα περίπου 40 λεπτά της εμφάνισής τους ο κόσμος περισσότερο πηγαινοερχόταν και μιλούσε, παρά τους παρακολουθούσε. Μακάρι να είχαμε τη δυνατότητα να δούμε τους Anthrax, ως support band, κάτι που συνέβη αρκετές φορές φέτος, αλλά δυστυχώς όχι στην προκειμένη περίπτωση.

Στις 20:35 ακριβώς, η γνώριμη εισαγωγή του Doctor Doctor σήμανε συναγερμό. Ενώπιον περίπου 18.000 θεατών, το intro του τελευταίου album σήμανε την επί σκηνής εμφάνιση του αγγλικού συγκροτήματος. Ο Bruce στην κορυφή του stage, τα πρώτα λόγια του If Eternity Should Fail και ιδού οι Iron Maiden ενώπιόν μας. Κάποια προβληματάκια στον ήχο, που παρουσιάστηκαν αρχικά, διορθώθηκαν σχετικά γρήγορα και στο επόμενο κομμάτι, το Speed of Light, όλα δούλευαν ρολόι και με maiden-ική ακρίβεια. Αν και εκ των υστέρων κάποια από τα παιδιά που ήταν στη συναυλία είπαν ότι σε πολλά κομμάτια ο ήχος παρουσίαζε αυξομειώσεις, προσωπικά είχα πολύ καλή ακουστική στο σημείο που βρισκόμουν.

iron maiden bucharest 2016 MixGrill

Τα δύο προαναφερθέντα κομμάτια, που ανοίγουν όλες τις φετινές εμφανίσεις του συγκροτήματος, είναι σίγουρα αρκετά καλά, σε καμία όμως περίπτωση δεν αγγίζουν τα anthems του παρελθόντος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ακατάλληλο της ώρας, αλλά και τη φυσική παρουσία του Dickinson, που έμοιαζε να προσπαθεί να προσαρμοστεί, είχαν σαν συνέπεια τις χλιαρές -για live των Maiden- αντιδράσεις του κοινού. Τα πάντα έμελε να αλλάξουν με το επόμενο κομμάτι, το Children of the Damned, που έδενε άριστα με το συνολικό setlist και μας οδηγούσε αρκετά χρόνια πίσω, στην εποχή του The Number of the Beast. Πριν την έναρξη του κομματιού, είχαμε και το πρώτο λογύδριο του Bruce προς το κοινό, με αναφορές στην ηλικία του, αλλά και την ανησυχητική υποσημείωση ότι αυτή ίσως και να είναι η τελευταία φορά που εμφανίζονται στο Βουκουρέστι. Φυσικά κάτι τέτοιο μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί και συνεπώς ως τέτοιο έγινε αντιληπτό. Θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμα μέχρι να αποχωρήσει η κορυφαία μπάντα της ιστορίας του metal.
Το Tears of a Clown, που ακολούθησε, μας ξαναγύρισε στο Book of Souls, κατά τον πλέον επιτυχημένο τρόπο. Το κομμάτι είναι ιδανικό για live, με τα κοφτά riffs να δεσπόζουν και το ρεφρέν να δίνει τη δυνατότητα στον Dickinson να παρουσιάζει το φωνητικό του εύρος, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, παρά την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του. Δυστυχώς αυτό δε συνεχίστηκε, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω.

Για το δεκατριών λεπτών έπος του Red and the Black τα λόγια είναι περιττά. Ήταν η κορυφαία στιγμή της συναυλίας, με τον Harris να πυροβολεί και τους Smith, Murray και Gers να απογειώνουν τα κιθαριστικά μέρη του κομματιού  με τις συνεχείς εναλλαγές στα riffs. Η πιο τρανή απόδειξη ότι εδώ και 36 χρόνια, από τότε δηλαδή που έσκασε σαν βόμβα το πρώτο album στην punk-ίζουσα Αγγλία, οι συνθέσεις των Iron Maiden ήταν, είναι και θα είναι μοναδικές.

iron maiden bucharest 2016 MixGrill

Αν αντί για το The Trooper με το οποίο συνέχισαν, είχαμε π.χ. ένα Revelations, θα θεωρούσα το setlist άριστο από όλες τις απόψεις. Επειδή όμως πολλοί οπαδοί του συγκροτήματος τους έβλεπαν για πρώτη φορά, είναι φυσιολογικό η μπάντα να επιμένει στο εν λόγω κομμάτι, που εμένα προσωπικά -πλέον- με αφήνει ολίγον αδιάφορο Με το Powerslave η μαγεία επανήλθε πλήρως, με τον Bruce να αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι παραμένει μοναδικός και ανεπανάληπτος, τόσο κινησιολογικά, όσο και από άποψη φωνής. Death or Glory για τη συνέχεια, ώστε να επιστρέψουμε στο τελευταίο album, κομμάτι που μπορεί να μην ενθουσιάζει, όπως κάνει το The Red and the Black, αλλά είναι σίγουρα αξιοπρεπέστατο και αποδείχθηκε ο ιδανικός προάγγελος για το δεύτερο έπος της βραδιάς, το υπέρτατο Book of Souls. Οι θεματικές αναφορές του τραγουδιού στο χαμένο πολιτισμό των αυτοχθόνων της Κεντρικής Αμερικής και η δεκάλεπτη διάρκειά του εκτόξευσαν τη συναυλία.

Μεταξύ των δύο κομματιών, είχαμε την περίφημη πλέον σκηνή, με το πέταγμα της ελληνικής σημαίας, από κάποιον οπαδό του συγκροτήματος που βρισκόταν στο Diamond Ring. Ξετυλίγοντάς την, ο Dickinson έδειξε την ευαρέσκειά του και εν συνεχεία “έπαιξε” λίγο με το κοινό, ζητώντας να μάθει πόσοι από τους θεατές προέρχονταν από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Προλογίζοντας το τραγούδι, αναφέρθηκε στην πτώση των κλασσικών πολιτισμών του παρελθόντος όπως της Ρώμης και της Αθήνας. Ειδικά για την Ελλάδα, σημείωσε ότι ο πολιτισμός του παρόντος ίσως και να μην είναι τόσο σπουδαίος όσο ήταν κατά το παρελθόν. Αυτά τα τόσο απλά και κατανοητά υποστήριξε ο τεράστιος Bruce και θεωρώ ότι αν τον είχαμε Υπουργό Πολιτισμού αυτής της έρμης χώρας θα είχαμε πετύχει πολύ περισσότερα. Αναφέρθηκε και στον Τσαουσέσκου, σχολιάζοντας αρνητικά το Παλάτι του Λαού που έβλεπε μπροστά του, ενώ η μνεία του στη ληστρική πολιτική των Άγγλων που αντικατοπτρίζεται στα εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου ήταν αντιπροσωπευτική του πνευματικού επιπέδου του.

Στο Book of Souls, είχαμε και την επί σκηνής είσοδο του Eddie, ενώ στο Hallowed be Thy Name που το διαδέχθηκε, αποδείχθηκε δυστυχώς ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος με τους πάντες. Η φωνή του Bruce δεν μπορεί πλέον να αποδώσει τα ιδιαιτέρως απαιτητικά μέρη του τραγουδιού και ίσως έφτασε ο καιρός που το κομμάτι θα πρέπει να αποσυρθεί από τις live εμφανίσεις των Iron Maiden. Με το Fear of the Dark έγινε ο αναμενόμενος συναυλιακός χαμός, αφού όσες φορές και να το έχεις ακούσει, το live feeling που σου δημιουργεί είναι σαν να το ακούς για πρώτη φορά. Με το κλασσικό Iron Maiden είχαμε τον άτυπο επίλογο της βραδιάς, με τον Eddie να μην εμφανίζεται λόγω τεχνικών προβλημάτων, όπως πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων.



Έπειτα από πεντάλεπτη αναμονή, η μπάντα επανήλθε για το πολυαναμενόμενο encore με το εμβληματικό -αλλά και συνηθισμένο πλέον- The Number of the Beast. Το Blood Brothers ήταν η ευχάριστη έκπληξη της φετινής περιοδείας. Το θεωρώ ως ένα από τα κορυφαία της ιστορίας των Maiden και αυτό φάνηκε και από τις αντιδράσεις του κοινού. Ο επίλογος γράφτηκε με το κομμάτι-σφραγίδα των maidenικών eighties, το μεγαλειώδες Wasted Years, που αποδείχθηκε ο ιδανικός επίλογος, μιας πολύ καλής συναυλιακής βραδιάς. Η μπάντα έπαιξε περίπου 2 ώρες, ισορροπώντας ιδανικά μεταξύ παρόντος και παρελθόντος.

Και επειδή "Always look on the Bright Side of Life", επιτέλους κάντε ένα φεστιβάλ με headliners τους Iron Maiden την πρώτη μέρα και τον Bruce Springsteen τη δεύτερη. Bruce και Bruce είναι το μόνο που ζητάμε.

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 3 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα