[Του Απόστολου Κουφοδήμου]
O Ντοστογιέφσκι της rock σε μια ακόμα μοναδική παράσταση ενώπιον 60.000 plus θεατών.
Φθάνοντας στη Ρώμη ευχόμουν να παρακολουθήσω μια συναυλία που, ποιοτικά τουλάχιστον, ίσως και να προσέγγιζε την προ τριετίας εμφάνιση του σπουδαίου Αμερικανού αστέρα της rock, στο Ippodromo delle Cappanelle. Αφού έχουν περάσει κάποιες μέρες και ο αρχικός ενθουσιασμός έχει τιθασευτεί (τρόπος του λέγειν), ομολογώ ότι ο τεράστιος Bruce παρέδωσε για ακόμα μια φορά ένα μοναδικό μάθημα συναυλιακής (και όχι μόνο) μυσταγωγίας. Οι 60.000 και πλέον τυχεροί που είχαν τη δυνατότητα να παραβρεθούν στο venue του Circo Massimo, είναι σίγουρο ότι θα μνημονεύουν την εν λόγω εμφάνιση ως μια από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής τους. Επειδή, όλες αυτές τις δεκαετίες, αυτό ακριβώς κάνει ο Bruce Springsteen και η E-Street Band: γεμίζουν τη ζωή σου, με κάποιες από τις ωραιότερες και πιο σπάνιες στιγμές της. Στιγμές που τις συζητάς, τις αναπολείς και τις μοιράζεσαι με την παρέα σου, τους φίλους σου και την οικογένειά σου, νιώθοντας εν τέλει πως η ζωή σου έχει γίνει πολύ πιο όμορφη λόγω της παρουσίας του Bruce (όπως συμβαίνει και με τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι δηλαδή).
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: από πολύ νωρίς το πρωί, γύρω στις 08.30, φθάσαμε στο συναυλιακό χώρο, προκειμένου να αποκτήσουμε το μαγικό περικάρπιο που σου δίνει τη δυνατότητα να βρίσκεσαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στη σκηνή. Έπειτα από 6 περίπου ώρες, η διαδικασία ολοκληρώθηκε και γύρω στις 14.30 οι πρώτοι 2.000 θεατές εισέρρευσαν στον φανταστικό, από κάθε άποψη, χώρο του Circo Massimo, που αποτελεί ένα κλασσικό μνημείο ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Σε περιστάσεις όπως αυτή, δεν υπολογίζεις ούτε κόπο, ούτε ταλαιπωρία, ούτε κούραση. Το μόνο που θέλεις, είναι να είσαι όσο το δυνατόν πιο front of stage γίνεται και εν τέλει αυτό επιτεύχθηκε. Ο καιρός βοηθούσε, το αεράκι ήταν αναζωογονητικό, τα καπελάκια που μας είχαν μοιράσει σε προστάτευαν από τον ήλιο, επομένως όλα ήταν ιδανικά.
Γύρω στις 17.30, έκανε την εμφάνισή της η πρώτη support band, οι Ιταλοί Themes Blues Band. Το κοινό τους υποδέχθηκε με αρκετό ενθουσιασμό και αυτοί φρόντισαν με την εμφάνισή τους να περάσει αν μη τι άλλο τουλάχιστον ευχάριστα η ώρα. H blues-rock μουσική τους ταίριαζε με κάποια από τα κομμάτια που θα απέδιδε αργότερα επί σκηνής "Το Αφεντικό", επομένως η επιλογή τους για την έναρξη του event κρίνεται επιτυχημένη. Δεν θα έλεγα το ίδιο για τους Counting Crows που ακολούθησαν. Αν και κατά το παρελθόν έχουν γράψει κάποια αξιόλογα κομμάτια, με το hit-single Mr. Jones να είναι το πιο γνωστό από αυτά, βρήκα την εμφάνισή τους άνευρη και αδιάφορη. Anyway, δεν θεωρώ ότι υπήρχε έστω και ένας που βρέθηκε στο Circo Massimo για να δει τους C.C., αλλά αν υπήρχε, κερδίζει δικαιολογημένα τον τίτλο του ήρωα της βραδιάς.
Όσο η ώρα πλησίαζε για την εμφάνιση του Bruce, ο χώρος γέμιζε. Γύρω στις 20.15 και υπό τους ήχους του Ennio Morricone, τα μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας Εγχόρδων της Ρώμης ανέβηκαν στη σκηνή, ακολουθούμενα από την E-Street Band. Όλα ήταν έτοιμα, επομένως, για το εναρκτήριο κομμάτι της μαγικής βραδιάς, που δεν ήταν άλλο από το μεγαλειώδες New York City Serenade, που είχε παιχθεί και στο προ τριετίας live, αποτελώντας ίσως την κορυφαία στιγμή του. Εκπληκτική εκτέλεση, που καθήλωσε το κοινό προϊδεάζοντας το παράλληλα για την ανεπανάληπτη βραδιά που επρόκειτο να ζήσει. Badlands για τη συνέχεια, κομμάτι που συγκαταλέγεται δικαιολογημένα στις πιο δυνατές στιγμές των live του Bruce και της E-Street Band.
To ατελείωτο party μόλις είχε ξεκινήσει και το Summertime Blues που πήρε τη
σκυτάλη, δυνάμωσε τόσο την ένταση όσο και τη χορευτική διάθεση. Όπως είναι γνωστό, η φετινή περιοδεία είναι αφιερωμένη στο The River, επομένως το εν λόγω album ήταν αυτό με τη μεγαλύτερη “εκπροσώπηση” κομματιών: κατά σειρά, The ties that bind, Sherry Darling, Jackson Cage, Two Hearts, το συγκλονιστικό Independence Day, το απόλυτο party-anthem Hungry Heart με την κλασική πλέον κατά το ήμισυ sing-along εκτέλεση του κοινού και το Out in the Street.
Από τα live του Springsteen ουδέποτε έλειπαν οι εκπλήξεις, αλλά η επιλογή του
κλασσικού Boom boom του John Lee Hooker ήταν από τις πλέον επιθυμητές, όπως και το Detroit Medley, με την Ε-Street Band να παραδίδει μαθήματα (και) blues-rock. Και τα δύο προαναφερθέντα κομμάτια ήρθαν έπειτα από την κλασσική, πλέον, στις συναυλίες του Bruce διαδικασία επιλογής κομματιών από το κοινό (sign request).
Εν συνεχεία, You can look(but you better not touch), για την προσήκουσα
επιστροφή στο The River και Death to my Hometown μετά, κομμάτι που ταιριάζει πλέον απόλυτα με τις εκάστοτε set-list και λόγω της irish-folk ρίζας του αλλά και εξ αιτίας της δυνατότητας που προσφέρει στα μέλη της μπάντας να μαζευτούν όλα μαζί στο κέντρο της σκηνής, εναρμονίζοντας πλήρως τους ήχους του ακορντεόν, του σαξόφωνου και της κιθάρας.
Η ακουστική εκτέλεση του The Ghost of Tom Joad που ακολούθησε υπήρξε, για εμένα προσωπικά, το απόλυτο high-light της βραδιάς. Ο Bruce στο κέντρο του stage να παραδίδει μαθήματα αμερικανικής μουσικής, ιστορίας και λογοτεχνίας. Και όλα αυτά με μια φυσαρμόνικα και μια κιθάρα. Στο ίδιο περίπου κλίμα, κινήθηκαν το καθηλωτικό The River και το εξ ίσου καθηλωτικό Point Blank, με την οσμή της γλυκιάς μελαγχολίας να κατακλύζει την ατμόσφαιρα.
Αν μιλούσαμε για κάποια άλλη συναυλία, οποιουδήποτε άλλου συγκροτήματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η βραδιά, σιγά σιγά, πλησιάζει προς το τέλος της. Όμως όχι, μιλάμε για τον Bruce Springsteen ladies and gentlemen, επομένως έχουμε ακόμα πολύ ώρα μπροστά μας και πολλές επιθυμητές γαίες να επισκεφθούμε. The Promised Land εν τέλει για τη συνέχεια και επιστροφή στην κατάσταση party, με την τριλογία των Working on the highway, Darlington County και Bobby Jean από το Born in the USA, με τον ουρανό της Ρώμης να γεμίζει από κόκκινες καρδιές που κρατούσε στα χέρια του το κοινό, δημιουργώντας μια απόλυτα φαντασμαγορική ατμόσφαιρα.
Το -κατόπιν επίσης sign-request- Tougher than the rest ήταν μια από τις πιο
ευχάριστες εκπλήξεις, τουλάχιστον για μένα, που λατρεύω το εν λόγω κομμάτι, ενώ το Drive all night αποτέλεσε την ιδανική συνέχεια για τα κομμάτια που παίχθηκαν από το The River. Όταν το Because the night που ακολούθησε είναι ένα από τα πάρα πολλά high-light της βραδιάς, τότε καταλαβαίνει κανείς το επίπεδο της συναυλίας που έχει παρακολουθήσει. Το ίδιο ισχύει και για το The Rising, που δικαιολογημένα πλέον συμπεριλαμβάνεται στα κλασσικά κομμάτια της E-Street από την επανένωσή της και μετά. Απόλυτα συναυλιακό τραγούδι, που αυξάνει την αδρεναλίνη και κατακλύζει με ενέργεια το κοινό. Ο άτυπος, πριν το encore, επίλογος γράφτηκε με το Land of Hope and Dreams, που αφιερώθηκε στη μνήμη των θυμάτων της Νίκαιας, ως ελάχιστος φόρος τιμής.
Το έπος του Jungleland, άψογα εκτελεσμένο, άνοιξε το πρώτο encore και τα Born in the USA μαζί με το magnum opus Born to Run, που ακολούθησαν, αποτέλεσαν την ιδανική σύνοψη μιας μεγαλειώδους εμπορικά και καλλιτεχνικά δεκαετούς περιόδου. Η τελευταία αναφορά στο River ήταν το Ramrod, τραγούδι που δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ως hidden diamond και που φανερώνει παράλληλα τις, μεταξύ πολλών άλλων, Chuck Berry καταβολές του The Boss. Πολλά λόγια για να περιγραφεί η χορευτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται με το Dancing in the dark δεν χρειάζονται, όπως επίσης και για την χαρμολύπη του Tenth Avenue Freeze-Out. Clarence και Danny, είστε αναντικατάστατοι. Τόσο απλά το Shout των Isley Brothers, ήταν η τελευταία μεγαλειώδης rock n roll προσφορά του Springsteen στους οπαδούς του.
Η μπάντα στάθηκε ενώπιον του κοινού, ο Bruce τους αποχαιρέτησε έναν έναν, με τελευταίο τον Jeff Clemons, γύρισε ξανά προς τα εμάς και ως ένας Αιώνιος Σύζυγος και Έφηβος -για να ξαναθυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκι- άρχισε να ξετυλίγει μπροστά μας το πιο όμορφο φόρεμα αυτού το κόσμου, το φόρεμα της Μαίρης… Thunder Road, όπως και τρία χρόνια πριν, ενώ εύχομαι και ελπίζω και τρία χρόνια μετά.
Είχαν περάσει μόνο 3 ώρες και 50 λεπτά.
ΥΓ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλα τα παιδιά, που μαζεύονται από όλη την Ελλάδα, για να δουν το Αφεντικό. Στο Δημήτρη, τον Βασίλη, τον Γιάννη, τον Αντρέα, τον Ξενοφώντα, τον Θέμη και ιδιαίτερα στην Πόλυ, που ένα απλό της κείμενο κάποια χρόνια πριν, με έκανε να δω την πιο γλυκιά ταινία της ζωής μου.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Απόστολο Κουφοδήμο.
O Ντοστογιέφσκι της rock σε μια ακόμα μοναδική παράσταση ενώπιον 60.000 plus θεατών.
Φθάνοντας στη Ρώμη ευχόμουν να παρακολουθήσω μια συναυλία που, ποιοτικά τουλάχιστον, ίσως και να προσέγγιζε την προ τριετίας εμφάνιση του σπουδαίου Αμερικανού αστέρα της rock, στο Ippodromo delle Cappanelle. Αφού έχουν περάσει κάποιες μέρες και ο αρχικός ενθουσιασμός έχει τιθασευτεί (τρόπος του λέγειν), ομολογώ ότι ο τεράστιος Bruce παρέδωσε για ακόμα μια φορά ένα μοναδικό μάθημα συναυλιακής (και όχι μόνο) μυσταγωγίας. Οι 60.000 και πλέον τυχεροί που είχαν τη δυνατότητα να παραβρεθούν στο venue του Circo Massimo, είναι σίγουρο ότι θα μνημονεύουν την εν λόγω εμφάνιση ως μια από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής τους. Επειδή, όλες αυτές τις δεκαετίες, αυτό ακριβώς κάνει ο Bruce Springsteen και η E-Street Band: γεμίζουν τη ζωή σου, με κάποιες από τις ωραιότερες και πιο σπάνιες στιγμές της. Στιγμές που τις συζητάς, τις αναπολείς και τις μοιράζεσαι με την παρέα σου, τους φίλους σου και την οικογένειά σου, νιώθοντας εν τέλει πως η ζωή σου έχει γίνει πολύ πιο όμορφη λόγω της παρουσίας του Bruce (όπως συμβαίνει και με τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι δηλαδή).
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: από πολύ νωρίς το πρωί, γύρω στις 08.30, φθάσαμε στο συναυλιακό χώρο, προκειμένου να αποκτήσουμε το μαγικό περικάρπιο που σου δίνει τη δυνατότητα να βρίσκεσαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στη σκηνή. Έπειτα από 6 περίπου ώρες, η διαδικασία ολοκληρώθηκε και γύρω στις 14.30 οι πρώτοι 2.000 θεατές εισέρρευσαν στον φανταστικό, από κάθε άποψη, χώρο του Circo Massimo, που αποτελεί ένα κλασσικό μνημείο ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Σε περιστάσεις όπως αυτή, δεν υπολογίζεις ούτε κόπο, ούτε ταλαιπωρία, ούτε κούραση. Το μόνο που θέλεις, είναι να είσαι όσο το δυνατόν πιο front of stage γίνεται και εν τέλει αυτό επιτεύχθηκε. Ο καιρός βοηθούσε, το αεράκι ήταν αναζωογονητικό, τα καπελάκια που μας είχαν μοιράσει σε προστάτευαν από τον ήλιο, επομένως όλα ήταν ιδανικά.
Γύρω στις 17.30, έκανε την εμφάνισή της η πρώτη support band, οι Ιταλοί Themes Blues Band. Το κοινό τους υποδέχθηκε με αρκετό ενθουσιασμό και αυτοί φρόντισαν με την εμφάνισή τους να περάσει αν μη τι άλλο τουλάχιστον ευχάριστα η ώρα. H blues-rock μουσική τους ταίριαζε με κάποια από τα κομμάτια που θα απέδιδε αργότερα επί σκηνής "Το Αφεντικό", επομένως η επιλογή τους για την έναρξη του event κρίνεται επιτυχημένη. Δεν θα έλεγα το ίδιο για τους Counting Crows που ακολούθησαν. Αν και κατά το παρελθόν έχουν γράψει κάποια αξιόλογα κομμάτια, με το hit-single Mr. Jones να είναι το πιο γνωστό από αυτά, βρήκα την εμφάνισή τους άνευρη και αδιάφορη. Anyway, δεν θεωρώ ότι υπήρχε έστω και ένας που βρέθηκε στο Circo Massimo για να δει τους C.C., αλλά αν υπήρχε, κερδίζει δικαιολογημένα τον τίτλο του ήρωα της βραδιάς.
Όσο η ώρα πλησίαζε για την εμφάνιση του Bruce, ο χώρος γέμιζε. Γύρω στις 20.15 και υπό τους ήχους του Ennio Morricone, τα μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας Εγχόρδων της Ρώμης ανέβηκαν στη σκηνή, ακολουθούμενα από την E-Street Band. Όλα ήταν έτοιμα, επομένως, για το εναρκτήριο κομμάτι της μαγικής βραδιάς, που δεν ήταν άλλο από το μεγαλειώδες New York City Serenade, που είχε παιχθεί και στο προ τριετίας live, αποτελώντας ίσως την κορυφαία στιγμή του. Εκπληκτική εκτέλεση, που καθήλωσε το κοινό προϊδεάζοντας το παράλληλα για την ανεπανάληπτη βραδιά που επρόκειτο να ζήσει. Badlands για τη συνέχεια, κομμάτι που συγκαταλέγεται δικαιολογημένα στις πιο δυνατές στιγμές των live του Bruce και της E-Street Band.
To ατελείωτο party μόλις είχε ξεκινήσει και το Summertime Blues που πήρε τη
σκυτάλη, δυνάμωσε τόσο την ένταση όσο και τη χορευτική διάθεση. Όπως είναι γνωστό, η φετινή περιοδεία είναι αφιερωμένη στο The River, επομένως το εν λόγω album ήταν αυτό με τη μεγαλύτερη “εκπροσώπηση” κομματιών: κατά σειρά, The ties that bind, Sherry Darling, Jackson Cage, Two Hearts, το συγκλονιστικό Independence Day, το απόλυτο party-anthem Hungry Heart με την κλασική πλέον κατά το ήμισυ sing-along εκτέλεση του κοινού και το Out in the Street.
Από τα live του Springsteen ουδέποτε έλειπαν οι εκπλήξεις, αλλά η επιλογή του
κλασσικού Boom boom του John Lee Hooker ήταν από τις πλέον επιθυμητές, όπως και το Detroit Medley, με την Ε-Street Band να παραδίδει μαθήματα (και) blues-rock. Και τα δύο προαναφερθέντα κομμάτια ήρθαν έπειτα από την κλασσική, πλέον, στις συναυλίες του Bruce διαδικασία επιλογής κομματιών από το κοινό (sign request).
Εν συνεχεία, You can look(but you better not touch), για την προσήκουσα
επιστροφή στο The River και Death to my Hometown μετά, κομμάτι που ταιριάζει πλέον απόλυτα με τις εκάστοτε set-list και λόγω της irish-folk ρίζας του αλλά και εξ αιτίας της δυνατότητας που προσφέρει στα μέλη της μπάντας να μαζευτούν όλα μαζί στο κέντρο της σκηνής, εναρμονίζοντας πλήρως τους ήχους του ακορντεόν, του σαξόφωνου και της κιθάρας.
Η ακουστική εκτέλεση του The Ghost of Tom Joad που ακολούθησε υπήρξε, για εμένα προσωπικά, το απόλυτο high-light της βραδιάς. Ο Bruce στο κέντρο του stage να παραδίδει μαθήματα αμερικανικής μουσικής, ιστορίας και λογοτεχνίας. Και όλα αυτά με μια φυσαρμόνικα και μια κιθάρα. Στο ίδιο περίπου κλίμα, κινήθηκαν το καθηλωτικό The River και το εξ ίσου καθηλωτικό Point Blank, με την οσμή της γλυκιάς μελαγχολίας να κατακλύζει την ατμόσφαιρα.
Αν μιλούσαμε για κάποια άλλη συναυλία, οποιουδήποτε άλλου συγκροτήματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η βραδιά, σιγά σιγά, πλησιάζει προς το τέλος της. Όμως όχι, μιλάμε για τον Bruce Springsteen ladies and gentlemen, επομένως έχουμε ακόμα πολύ ώρα μπροστά μας και πολλές επιθυμητές γαίες να επισκεφθούμε. The Promised Land εν τέλει για τη συνέχεια και επιστροφή στην κατάσταση party, με την τριλογία των Working on the highway, Darlington County και Bobby Jean από το Born in the USA, με τον ουρανό της Ρώμης να γεμίζει από κόκκινες καρδιές που κρατούσε στα χέρια του το κοινό, δημιουργώντας μια απόλυτα φαντασμαγορική ατμόσφαιρα.
Το -κατόπιν επίσης sign-request- Tougher than the rest ήταν μια από τις πιο
ευχάριστες εκπλήξεις, τουλάχιστον για μένα, που λατρεύω το εν λόγω κομμάτι, ενώ το Drive all night αποτέλεσε την ιδανική συνέχεια για τα κομμάτια που παίχθηκαν από το The River. Όταν το Because the night που ακολούθησε είναι ένα από τα πάρα πολλά high-light της βραδιάς, τότε καταλαβαίνει κανείς το επίπεδο της συναυλίας που έχει παρακολουθήσει. Το ίδιο ισχύει και για το The Rising, που δικαιολογημένα πλέον συμπεριλαμβάνεται στα κλασσικά κομμάτια της E-Street από την επανένωσή της και μετά. Απόλυτα συναυλιακό τραγούδι, που αυξάνει την αδρεναλίνη και κατακλύζει με ενέργεια το κοινό. Ο άτυπος, πριν το encore, επίλογος γράφτηκε με το Land of Hope and Dreams, που αφιερώθηκε στη μνήμη των θυμάτων της Νίκαιας, ως ελάχιστος φόρος τιμής.
Το έπος του Jungleland, άψογα εκτελεσμένο, άνοιξε το πρώτο encore και τα Born in the USA μαζί με το magnum opus Born to Run, που ακολούθησαν, αποτέλεσαν την ιδανική σύνοψη μιας μεγαλειώδους εμπορικά και καλλιτεχνικά δεκαετούς περιόδου. Η τελευταία αναφορά στο River ήταν το Ramrod, τραγούδι που δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ως hidden diamond και που φανερώνει παράλληλα τις, μεταξύ πολλών άλλων, Chuck Berry καταβολές του The Boss. Πολλά λόγια για να περιγραφεί η χορευτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται με το Dancing in the dark δεν χρειάζονται, όπως επίσης και για την χαρμολύπη του Tenth Avenue Freeze-Out. Clarence και Danny, είστε αναντικατάστατοι. Τόσο απλά το Shout των Isley Brothers, ήταν η τελευταία μεγαλειώδης rock n roll προσφορά του Springsteen στους οπαδούς του.
Η μπάντα στάθηκε ενώπιον του κοινού, ο Bruce τους αποχαιρέτησε έναν έναν, με τελευταίο τον Jeff Clemons, γύρισε ξανά προς τα εμάς και ως ένας Αιώνιος Σύζυγος και Έφηβος -για να ξαναθυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκι- άρχισε να ξετυλίγει μπροστά μας το πιο όμορφο φόρεμα αυτού το κόσμου, το φόρεμα της Μαίρης… Thunder Road, όπως και τρία χρόνια πριν, ενώ εύχομαι και ελπίζω και τρία χρόνια μετά.
Είχαν περάσει μόνο 3 ώρες και 50 λεπτά.
ΥΓ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλα τα παιδιά, που μαζεύονται από όλη την Ελλάδα, για να δουν το Αφεντικό. Στο Δημήτρη, τον Βασίλη, τον Γιάννη, τον Αντρέα, τον Ξενοφώντα, τον Θέμη και ιδιαίτερα στην Πόλυ, που ένα απλό της κείμενο κάποια χρόνια πριν, με έκανε να δω την πιο γλυκιά ταινία της ζωής μου.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Απόστολο Κουφοδήμο.