Γράφει ο Δημήτρης Καμπούρης :
Röyksopp ή Moderat;
Απόλαυση να βρίσκεσαι στην πλατεία Νερού, στα πλαίσια της πρώτης ημέρας του Release Athens Festival. Όταν μάλιστα όλα συναινούν για μια υπέροχη βραδιά, τότε το μόνο που σου μένει, είναι να φορέσεις κι εσύ με την παρέα σου, την καλή σου διάθεση και να περάσεις όμορφα.
Δεν έχουμε αίσθηση του πόσος κόσμος κατέβηκε χθες στο Φάληρο, ήταν πολύς, δεν είμαστε σίγουροι όμως αν ήταν αρκετός για μια μέρα που είχε δύο πολύ δυνατά acts. Όσοι όμως ήταν εκεί, πολύχρωμοι και χαρούμενοι, έχουμε την αίσθηση ότι ήταν τυχεροί. Ο καιρός απόλυτα σωστός για μια τέτοια βραδιά, με την «απαραίτητη» ζέστη για να ιδρώσεις τη φανέλα, αλλά χωρίς να πεθαίνεις κιόλας. Η πρόσβαση στο χώρο σχετικά εύκολη, με τραμ, λεωφορεία, αυτοκίνητα και ταξί, ανοιχτός, ώστε να μη νιώθεις τρομερή πίεση κι η διοργάνωση εξαιρετικά στημένη (νερό για να πλύνεις τα χέρια σου στις τουαλέτες, μόνο αυτό αρκεί για να το χαρείς λίγο παραπάνω).
Ο ήχος όμως δεν ήταν το ίδιο ικανοποιητικός. Για εμάς που βρισκόμασταν αρκετά κοντά στη σκηνή, τα μπάσα σε τρυπούσαν, σε τέτοιο βαθμό που έκλεβαν λίγη από τη δόξα των καλλιτεχνών. Όταν επίτηδες απομακρυνθήκαμε στο διάλειμμα, μεταξύ Moderat και Röyksopp, χάσαμε την «επαφή», αφού ο ήχος ήταν διαφορετικός και πιο αδύναμος αυτή τη φορά, οπότε κι επιστρέψαμε πάλι εμπρός.
Ας μιλήσουμε όμως και για τους καλλιτέχνες. Όσο κι αν το προσπαθήσαμε, δεν καταφέραμε να φτάσουμε στη σκηνή πριν την έναρξη του live του Larry Gus. Το θέλαμε, τρέξαμε, όμως οι καθημερινές δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους, ιδιωτικούς υπάλληλους να προλάβουν. Ζητάμε ταπεινά συγγνώμη από την Etten, αλλά και τους Rattler Proxy.
O Larry Gus, είναι ο «γνωστός» εκείνος τύπος, ο Παναγιώτης Μελίδης από τη Βέροια, που ξελαρρυγγιάζεται και «τρέχει» χιλιόμετρα πάνω στη σκηνή. Μόνο που αυτή τη φορά έτρεξε και λίγο αίμα. Αυτό που κάνει είναι γνωστό, είναι μοναδικό και το έχει εξελίξει, από τότε που ξεκίνησε. Και το έχει κάνει τόσο ακραίο και βίαιο πια, που ενώ του αναγνωρίζεις τη δουλειά και το δόσιμο, μπορεί να σε κάνει να θέλεις να απομακρυνθείς, το ίδιο ακραία. Και πραγματικά, μετά από μια δεκαετία μοναχικής πορείας κι «εξέλιξης», θα είχε ενδιαφέρον να δούμε το Larry Gus να προχωράει ένα βήμα εμπρός. Έχει όλο το ταλέντο του κόσμου κι έχει αποδείξει αυτό που μπορεί να κάνει, έχει το προσωπικό του κοινό που τον λατρεύει, εντός κι εκτός συνόρων, και έχει πετύχει. Θα ήταν ένα στοίχημα να παρουσιάσει μία περισσότερο «στρογγυλεμένη» δουλειά και μάλιστα μέσα από ένα live act. Σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα του, τις μουσικές επιλογές του που τον έχουν φτάσει να συνεργάζεται με τη DFA Records (πόσοι δε θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του), θεωρούμε όμως πως χρειάζεται μια αλλαγή, μια μικρή στροφή σε έναν πιο γλυκό και ποπ κόσμο (χωρίς ιστορίες συνδυαστικών προβλημάτων μέσης και τουαλέτας). Η εμφάνιση του διήρκησε περίπου μία ώρα (19:35-20:35) και στο επόμενο μισάωρο υπήρχε ο χρόνος για να ξεκουραστούμε, να ανεφοδιαστούμε αλλά και να μαζευτούμε περισσότεροι, καθώς το φως έπεφτε κι η νύχτα υποδεχόταν τους Moderat.
Οι Moderat, όπως έγραψα και χθες στο Λεπτό Προς Λεπτό (παραλίγο να με «φάει» η συντρόφισσα συντάκτης Δήμητρα Τζαβάρα για το σχόλιο), αν συνεχίσουν έτσι, θα γίνουν οι νέοι James για τις συναυλίες στην Ελλάδα (αν φυσικά παραμείνουν Moderat και τα επόμενα χρόνια). Μόνο που εγώ το είπα για καλό. Τους πετύχαμε και μας πέτυχαν με ένα εξαιρετικό τρίτο άλμπουμ κι έθεσαν τις βάσεις για κάτι πραγματικά μεγάλο. Η μουσική τους έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που ταιριάζουν στο ελληνικό κοινό: μελαγχολική, industrial, synth pop, electronica. Μα πάνω από όλα, αυτό που προσφέρουν είναι εξαιρετικά καλαίσθητο κι αξιοπρεπές. Χωρίς να πλησιάσουν το live τους το Νοέμβριο, κατάφεραν και πάλι να μας κερδίσουν. Πιθανότατα έφταιξε ο «βαρύς» ήχος κι όχι η ίδια η performance.
Οι Moderat έχουν πετύχει απόλυτα το συνδυασμό ήχου κι εικόνας, live act και dj set. Ενώ ουσιαστικά το προηχογραφημένο υλικό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του set, δε σε κάνουν να αισθάνεσαι καθόλου πως βρίσκεται μπροστά από ένα άψυχο και «στημένο» event. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το κοινό, ο τρόπος που σου λένε ευχαριστώ ή προσπαθούν να σε ξεσηκώσουν, είναι περισσότερο ανθρώπινος και λιγότερο μηχανικός. Φυσικά, ακούσαμε κι είδαμε ένα πρόγραμμα, παρόμοιο με εκείνο του Νοέμβρη, κι όμως δε βαρεθήκαμε τόσο, όταν μάλιστα θα ακολουθούσαν κι οι Röyksopp. Το σετ περιελάμβανε όλες τους τις μεγάλες στιγμές, όπως τα “Rusty Nails”, “Running”, “Reminder”, “Bad Kingdom” και νομίζουμε πως δεν άφησε πολλούς ανικανοποίητους.
Σε αντίθεση με τους πολυλατρεμένους Röyksopp, το main act δικαιωματικά της βραδιάς, οι οποίοι κι ανέβηκαν εντυπωσιακά στη σκηνή, στις 23:05, συνοδευόμενοι από τη Jonna Lee, με το “Monument”. Οι Röyksopp, αν κι ήταν ο βασικός λόγος που «κατέβηκα» στην πλατεία Νερού, αφού τους έχω παρακολουθήσει από την αρχή της καριέρας τους (από το εξαιρετικό ντεμπούτο τους “Melody A.M.” μέχρι το τελευταίο τους “The Inevitable End”), ήταν άψυχοι. Θεαματική παραγωγή, καλός ήχος, ωραίες φωνές, με μια ροπή προς το Eurovision-ικό κιτς και μια αίσθηση περισσότερο μηχανική παρά ανθρώπινη. Η Jonna Lee (την οποία και λατρεύουμε με το προσωπικό της όχημα iamwhoami), αλλά κι ο Jamie Irrepressible (από τους επίσης αγαπημένους Irrepressibles), δύο εξαιρετικοί ερμηνευτές και περσόνες, εναρμονισμένοι στο όλο υπερθέαμα, δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν, κι αν το έκαναν, ήταν σε στιγμές κι όχι συνολικά.
Οι ρεμιξαρισμένες εκτελέσεις στα περισσότερα τραγούδια, περισσότερο μας οδήγησαν σε ένα EBM σκηνικό, παρά σε εκείνες τις βαθιές, εξομολογητικές αρμονίες των άλμπουμ. Στιγμιότυπα που μας άγγιξαν και συνδύασαν το χορό με την ψυχή και το μυαλό, υπήρξαν (“Running to the sea”, “Something in my heart”, “I had this thing”), ήταν η εξαίρεση όμως κι όχι ο κανόνας.
Και για να εξηγούμαστε, δεν περάσαμε άσχημα, αφού όπως είπαμε, λίγη καλή διάθεση και 2-3 μπύρες και λοιπά, αρκούν για να «παρτάρεις». Συν το γεγονός ότι έχεις μπροστά σου δύο αγαπημένα σχήματα που γνωρίζουν πολύ καλά τους κανόνες του παιχνιδιού.
Άρα, για να απαντήσουμε το ερώτημα που θέσαμε στο λεπτό προς λεπτό με τη λήξη της βραδιάς, η απάντηση είναι Moderat. Μακάρι να είμαστε τυχεροί στα συναυλιακά δρώμενα, τόσο μεταξύ σχημάτων που εμφανίζονται σε ένα φεστιβάλ όσο και μεταξύ των καλοκαιρινών φεστιβάλ, ώστε να «αντιμετωπίζουμε» τέτοια διλήμματα.
Μπράβο στο Release Festival που μας πρόσφερε αυτήν την επιλογή.
Γράφει η Δήμητρα Τζαβάρα:
Η χτεσινή πρώτη μέρα του Release Athens festival δικαίωσε την αναμονή του κοινού και με το παραπάνω! Μετά από την περσινή απήχηση της πρώτης εμφάνισης του festival, ακόμη και όσοι δεν είχαν παρευρεθεί το 2016 (μεταξύ αυτών και εγώ) περιμέναμε να ανακοινωθεί το line up και έπειτα από αυτό, το καλύτερο συναυλιακό γεγονός του καλοκαιριού, την Day 1.
Γύρω στις 19:00 φτάσαμε στην Πλατεία Νερού, μιας και η ζέστη νωρίτερα ήταν κάπως αποτρεπτική και η εύρεση πάρκινγκ αντιστρόφως ανάλογη με τον χρόνο. Κανένας συνωστισμός στην είσοδο και ούτε μακροσκελείς ουρές, έμοιαζαν όλα να λειτουργούν καλά και να είναι σωστά οργανωμένα.
Δυστυχώς Etten και The Rattler Proxy δεν προλάβαμε και όταν φτάσαμε στη σκηνή μόλις βγήκε ο Larry Gus. Κλασσική εμφάνιση στα μαύρα, με φανέλα και σορτς, και ιδρώτας να ρέει άφθονος. Ίσως το αέρινο "σκηνικό" των Röyksopp να του πήγαινε γάντι (!). Αεικίνητος, η κονσόλα να ανθίσταται στις νευρικές κινήσεις του, ενώ τα τύμπανα να μοιάζουν λύτρωση μιας ενέργειας που έπρεπε κάπου να μεταδοθεί. Έντονες γκριμάτσες, κραυγές και άτακτη ταλάντωση από την αρχή ως το τέλος, χωρίς σημάδια ξεπνεόματος. Οι εκτελέσεις των τραγουδιών "πειραγμένες" και μεταξύ άλλων τα αγαπημένα-hits "NP- complete", "A set of replies","The night Patrols". Το χτύπημα στο μέτωπο, κατατάσσεται πια στη γνώριμη κινησιολογία, αν και κάπως το παράκανε θαρρώ, τραυματίζοντάς το αυτή τη φορά με το μικρόφωνο. Τελευταίο ήταν το τραγούδι "Angelos Kyriou", με το οποίο σε μια πολύ εύρυθμη κατάσταση, καταφέρνει να περάσει κάτι σαν απόγνωση- θυμό θα έλεγα, σε σχέση με μια απώλεια που βιώνει, ξανά, ξανά, ξανά.. μέχρι που αποχώρησε. Πολλά και αντικρουόμενα τα σχόλια για την ιδιοσυγκρασία και τα σχόλια του ανθρώπου πίσω από το project Larry Gus, η μουσική του όμως αδιαμφισβήτητα σε άλλο level. Προσωπικά θεωρώ πως για άλλη μια φορά, αυτή η χαρακτηριστική, επαναλαμβανόμενη μεν, ανατρεπτική μουσικά δε performance, με κέρδισε.
Η εμφάνιση των Röyksopp ήταν ενα φαντασμαγορικό θέαμα: μια υπερυψωμένη "πίστα" πάνω από τις κονσόλες, με ένα "αέρινο" εφέ και πολύχρωμα φώτα, συνέθεταν μια υπερπαραγωγή! Γνώμη μου είναι πως κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο να καθηλώσουν το κοινό: το περίτεχνο λίκνισμα της Jonna και η εκκεντρική εμφάνιση του Jamie μαγνήτισαν τα βλέματα. Βέβαια, αποβλέποντας κυρίως σε μια live μουσική εμπερία, παρά σε ένα καλοστημένο show, μπορεί κανείς να πει πως δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο ήχος δεν βοηθούσε, μιας και, ενώ ήταν σωστότερος από των Moderat, η χαμηλή ένταση δημιουργούσε ένα επιπλέον φραγμό ανάμεσα στους ερμηνευτές και το κοινό. Πολύ καλές ερμηνείες, αν και κάπως αποστασιοποιημένες, λογω της "σκηνοθεσίας", ενώ οι μιξαρισμένες εκτελέσεις δυναμίτισαν κομμάτια, όπως το "Never Ever" και το "I had this thing".
Κορυφαία στιγμή ήταν η εκτέλεση του "Running to the sea", ενώ o ρυθμός μας συνεπήρε στο "Do it again": έπαιξε ρόλο και το ότι είχαμε επιστρέψει μπροστά, μαζί με τα πολύχρωμα κομφετί που γέμισαν ξαφνικά το χώρο μπροστά στη σκηνή και έτσι ο παλμός έπιασε το μέγιστο. Βέβαια, για μένα, αυτή τους η εμφάνιση ήταν κάτι διαφορετικό από τον γνώριμο ήχο των Royskopp, μιας και "έντυνε" τις αισθαντικές ερμηνείες με ρυθμικά πυροτεχνήματα και μπορώ να πω πως μου άρεσε σαν προσέγγιση μουσικά. Θεωρώ πως με λίγη ένταση παραπάνω και λιγότερο στυλιζάρισμα, θα είχαν πετύχει να εκτοξεύσουν το live και να κάνουν ένα από τα πιο μεγάλα συναυλιακά πάρτυ.
Συνολικά, ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που αποτελούν ένα αξέχαστο μουσικό boost, ενώ στο τέλος τους καθίσταται απαραίτητη η "επανασυναρμολόγηση".
Οι φωτογραφίες προέρχονται από την επίσημη σελίδα του Release Athens Festival 2017 και ανήκουν στους φωτογράφους Αλέξανδρο Μαραγκό, Αλεξάνδρα Κατσαρού, Γιάννη Νέγρη, Aφροδίτη Ζαγγανά και Χριστίνα Αλώσση.
Röyksopp ή Moderat;
Απόλαυση να βρίσκεσαι στην πλατεία Νερού, στα πλαίσια της πρώτης ημέρας του Release Athens Festival. Όταν μάλιστα όλα συναινούν για μια υπέροχη βραδιά, τότε το μόνο που σου μένει, είναι να φορέσεις κι εσύ με την παρέα σου, την καλή σου διάθεση και να περάσεις όμορφα.
Δεν έχουμε αίσθηση του πόσος κόσμος κατέβηκε χθες στο Φάληρο, ήταν πολύς, δεν είμαστε σίγουροι όμως αν ήταν αρκετός για μια μέρα που είχε δύο πολύ δυνατά acts. Όσοι όμως ήταν εκεί, πολύχρωμοι και χαρούμενοι, έχουμε την αίσθηση ότι ήταν τυχεροί. Ο καιρός απόλυτα σωστός για μια τέτοια βραδιά, με την «απαραίτητη» ζέστη για να ιδρώσεις τη φανέλα, αλλά χωρίς να πεθαίνεις κιόλας. Η πρόσβαση στο χώρο σχετικά εύκολη, με τραμ, λεωφορεία, αυτοκίνητα και ταξί, ανοιχτός, ώστε να μη νιώθεις τρομερή πίεση κι η διοργάνωση εξαιρετικά στημένη (νερό για να πλύνεις τα χέρια σου στις τουαλέτες, μόνο αυτό αρκεί για να το χαρείς λίγο παραπάνω).
Ο ήχος όμως δεν ήταν το ίδιο ικανοποιητικός. Για εμάς που βρισκόμασταν αρκετά κοντά στη σκηνή, τα μπάσα σε τρυπούσαν, σε τέτοιο βαθμό που έκλεβαν λίγη από τη δόξα των καλλιτεχνών. Όταν επίτηδες απομακρυνθήκαμε στο διάλειμμα, μεταξύ Moderat και Röyksopp, χάσαμε την «επαφή», αφού ο ήχος ήταν διαφορετικός και πιο αδύναμος αυτή τη φορά, οπότε κι επιστρέψαμε πάλι εμπρός.
Ας μιλήσουμε όμως και για τους καλλιτέχνες. Όσο κι αν το προσπαθήσαμε, δεν καταφέραμε να φτάσουμε στη σκηνή πριν την έναρξη του live του Larry Gus. Το θέλαμε, τρέξαμε, όμως οι καθημερινές δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους, ιδιωτικούς υπάλληλους να προλάβουν. Ζητάμε ταπεινά συγγνώμη από την Etten, αλλά και τους Rattler Proxy.
O Larry Gus, είναι ο «γνωστός» εκείνος τύπος, ο Παναγιώτης Μελίδης από τη Βέροια, που ξελαρρυγγιάζεται και «τρέχει» χιλιόμετρα πάνω στη σκηνή. Μόνο που αυτή τη φορά έτρεξε και λίγο αίμα. Αυτό που κάνει είναι γνωστό, είναι μοναδικό και το έχει εξελίξει, από τότε που ξεκίνησε. Και το έχει κάνει τόσο ακραίο και βίαιο πια, που ενώ του αναγνωρίζεις τη δουλειά και το δόσιμο, μπορεί να σε κάνει να θέλεις να απομακρυνθείς, το ίδιο ακραία. Και πραγματικά, μετά από μια δεκαετία μοναχικής πορείας κι «εξέλιξης», θα είχε ενδιαφέρον να δούμε το Larry Gus να προχωράει ένα βήμα εμπρός. Έχει όλο το ταλέντο του κόσμου κι έχει αποδείξει αυτό που μπορεί να κάνει, έχει το προσωπικό του κοινό που τον λατρεύει, εντός κι εκτός συνόρων, και έχει πετύχει. Θα ήταν ένα στοίχημα να παρουσιάσει μία περισσότερο «στρογγυλεμένη» δουλειά και μάλιστα μέσα από ένα live act. Σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα του, τις μουσικές επιλογές του που τον έχουν φτάσει να συνεργάζεται με τη DFA Records (πόσοι δε θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του), θεωρούμε όμως πως χρειάζεται μια αλλαγή, μια μικρή στροφή σε έναν πιο γλυκό και ποπ κόσμο (χωρίς ιστορίες συνδυαστικών προβλημάτων μέσης και τουαλέτας). Η εμφάνιση του διήρκησε περίπου μία ώρα (19:35-20:35) και στο επόμενο μισάωρο υπήρχε ο χρόνος για να ξεκουραστούμε, να ανεφοδιαστούμε αλλά και να μαζευτούμε περισσότεροι, καθώς το φως έπεφτε κι η νύχτα υποδεχόταν τους Moderat.
Οι Moderat, όπως έγραψα και χθες στο Λεπτό Προς Λεπτό (παραλίγο να με «φάει» η συντρόφισσα συντάκτης Δήμητρα Τζαβάρα για το σχόλιο), αν συνεχίσουν έτσι, θα γίνουν οι νέοι James για τις συναυλίες στην Ελλάδα (αν φυσικά παραμείνουν Moderat και τα επόμενα χρόνια). Μόνο που εγώ το είπα για καλό. Τους πετύχαμε και μας πέτυχαν με ένα εξαιρετικό τρίτο άλμπουμ κι έθεσαν τις βάσεις για κάτι πραγματικά μεγάλο. Η μουσική τους έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που ταιριάζουν στο ελληνικό κοινό: μελαγχολική, industrial, synth pop, electronica. Μα πάνω από όλα, αυτό που προσφέρουν είναι εξαιρετικά καλαίσθητο κι αξιοπρεπές. Χωρίς να πλησιάσουν το live τους το Νοέμβριο, κατάφεραν και πάλι να μας κερδίσουν. Πιθανότατα έφταιξε ο «βαρύς» ήχος κι όχι η ίδια η performance.
Οι Moderat έχουν πετύχει απόλυτα το συνδυασμό ήχου κι εικόνας, live act και dj set. Ενώ ουσιαστικά το προηχογραφημένο υλικό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του set, δε σε κάνουν να αισθάνεσαι καθόλου πως βρίσκεται μπροστά από ένα άψυχο και «στημένο» event. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το κοινό, ο τρόπος που σου λένε ευχαριστώ ή προσπαθούν να σε ξεσηκώσουν, είναι περισσότερο ανθρώπινος και λιγότερο μηχανικός. Φυσικά, ακούσαμε κι είδαμε ένα πρόγραμμα, παρόμοιο με εκείνο του Νοέμβρη, κι όμως δε βαρεθήκαμε τόσο, όταν μάλιστα θα ακολουθούσαν κι οι Röyksopp. Το σετ περιελάμβανε όλες τους τις μεγάλες στιγμές, όπως τα “Rusty Nails”, “Running”, “Reminder”, “Bad Kingdom” και νομίζουμε πως δεν άφησε πολλούς ανικανοποίητους.
Σε αντίθεση με τους πολυλατρεμένους Röyksopp, το main act δικαιωματικά της βραδιάς, οι οποίοι κι ανέβηκαν εντυπωσιακά στη σκηνή, στις 23:05, συνοδευόμενοι από τη Jonna Lee, με το “Monument”. Οι Röyksopp, αν κι ήταν ο βασικός λόγος που «κατέβηκα» στην πλατεία Νερού, αφού τους έχω παρακολουθήσει από την αρχή της καριέρας τους (από το εξαιρετικό ντεμπούτο τους “Melody A.M.” μέχρι το τελευταίο τους “The Inevitable End”), ήταν άψυχοι. Θεαματική παραγωγή, καλός ήχος, ωραίες φωνές, με μια ροπή προς το Eurovision-ικό κιτς και μια αίσθηση περισσότερο μηχανική παρά ανθρώπινη. Η Jonna Lee (την οποία και λατρεύουμε με το προσωπικό της όχημα iamwhoami), αλλά κι ο Jamie Irrepressible (από τους επίσης αγαπημένους Irrepressibles), δύο εξαιρετικοί ερμηνευτές και περσόνες, εναρμονισμένοι στο όλο υπερθέαμα, δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν, κι αν το έκαναν, ήταν σε στιγμές κι όχι συνολικά.
Οι ρεμιξαρισμένες εκτελέσεις στα περισσότερα τραγούδια, περισσότερο μας οδήγησαν σε ένα EBM σκηνικό, παρά σε εκείνες τις βαθιές, εξομολογητικές αρμονίες των άλμπουμ. Στιγμιότυπα που μας άγγιξαν και συνδύασαν το χορό με την ψυχή και το μυαλό, υπήρξαν (“Running to the sea”, “Something in my heart”, “I had this thing”), ήταν η εξαίρεση όμως κι όχι ο κανόνας.
Και για να εξηγούμαστε, δεν περάσαμε άσχημα, αφού όπως είπαμε, λίγη καλή διάθεση και 2-3 μπύρες και λοιπά, αρκούν για να «παρτάρεις». Συν το γεγονός ότι έχεις μπροστά σου δύο αγαπημένα σχήματα που γνωρίζουν πολύ καλά τους κανόνες του παιχνιδιού.
Άρα, για να απαντήσουμε το ερώτημα που θέσαμε στο λεπτό προς λεπτό με τη λήξη της βραδιάς, η απάντηση είναι Moderat. Μακάρι να είμαστε τυχεροί στα συναυλιακά δρώμενα, τόσο μεταξύ σχημάτων που εμφανίζονται σε ένα φεστιβάλ όσο και μεταξύ των καλοκαιρινών φεστιβάλ, ώστε να «αντιμετωπίζουμε» τέτοια διλήμματα.
Μπράβο στο Release Festival που μας πρόσφερε αυτήν την επιλογή.
Γράφει η Δήμητρα Τζαβάρα:
Η χτεσινή πρώτη μέρα του Release Athens festival δικαίωσε την αναμονή του κοινού και με το παραπάνω! Μετά από την περσινή απήχηση της πρώτης εμφάνισης του festival, ακόμη και όσοι δεν είχαν παρευρεθεί το 2016 (μεταξύ αυτών και εγώ) περιμέναμε να ανακοινωθεί το line up και έπειτα από αυτό, το καλύτερο συναυλιακό γεγονός του καλοκαιριού, την Day 1.
Γύρω στις 19:00 φτάσαμε στην Πλατεία Νερού, μιας και η ζέστη νωρίτερα ήταν κάπως αποτρεπτική και η εύρεση πάρκινγκ αντιστρόφως ανάλογη με τον χρόνο. Κανένας συνωστισμός στην είσοδο και ούτε μακροσκελείς ουρές, έμοιαζαν όλα να λειτουργούν καλά και να είναι σωστά οργανωμένα.
Δυστυχώς Etten και The Rattler Proxy δεν προλάβαμε και όταν φτάσαμε στη σκηνή μόλις βγήκε ο Larry Gus. Κλασσική εμφάνιση στα μαύρα, με φανέλα και σορτς, και ιδρώτας να ρέει άφθονος. Ίσως το αέρινο "σκηνικό" των Röyksopp να του πήγαινε γάντι (!). Αεικίνητος, η κονσόλα να ανθίσταται στις νευρικές κινήσεις του, ενώ τα τύμπανα να μοιάζουν λύτρωση μιας ενέργειας που έπρεπε κάπου να μεταδοθεί. Έντονες γκριμάτσες, κραυγές και άτακτη ταλάντωση από την αρχή ως το τέλος, χωρίς σημάδια ξεπνεόματος. Οι εκτελέσεις των τραγουδιών "πειραγμένες" και μεταξύ άλλων τα αγαπημένα-hits "NP- complete", "A set of replies","The night Patrols". Το χτύπημα στο μέτωπο, κατατάσσεται πια στη γνώριμη κινησιολογία, αν και κάπως το παράκανε θαρρώ, τραυματίζοντάς το αυτή τη φορά με το μικρόφωνο. Τελευταίο ήταν το τραγούδι "Angelos Kyriou", με το οποίο σε μια πολύ εύρυθμη κατάσταση, καταφέρνει να περάσει κάτι σαν απόγνωση- θυμό θα έλεγα, σε σχέση με μια απώλεια που βιώνει, ξανά, ξανά, ξανά.. μέχρι που αποχώρησε. Πολλά και αντικρουόμενα τα σχόλια για την ιδιοσυγκρασία και τα σχόλια του ανθρώπου πίσω από το project Larry Gus, η μουσική του όμως αδιαμφισβήτητα σε άλλο level. Προσωπικά θεωρώ πως για άλλη μια φορά, αυτή η χαρακτηριστική, επαναλαμβανόμενη μεν, ανατρεπτική μουσικά δε performance, με κέρδισε.
Γύρω στις 21:00 βγήκαν στη
σκηνή οι Moderat. Μετά από την τελευταία τους συναυλία στην Αθήνα σε
τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η αλήθεια είναι πως
θα ήταν λογικό η "επανάληψη" να θεωρείται παρωχημένη, παρόλα αυτά επικρατούσε έντονη ανυπομονησία. Το επιτυχημένο σχήμα των
Apparat και των Modeselektor, παρουσιάζεται επί σκηνής, εν μέσω ενός
πολύ καλά στημένου light show και στο backround να προβάλλεται ένα
επιβλητικό video projection. Η "σκηνοθεσία" του tour τους, είναι από
μόνη της ένα scale up στο live τους. Άλλωστε, ήταν ένας από τους λόγους
που οι Moderat, μαζί με τους Röyksopp, χαρακτηρίστηκαν δύο από τις
εμφανίσεις που ξεχώρισαν στο Coachella 2017. Η αρχή έγινε με ένα
"Intro", ενώ το "Ghostmother" ήταν το πρώτο κομμάτι όπως και στα
προηγούμενα live τους. Η ακολουθία "Running", "Eating hooks" και "Rusty
Nails" ήταν που ανέβασε αρκετά νωρίς το live στα ύψη. Το πολυαναμενόμενο
"Reminder" που μας απογείωσε την προηγούμενη φορά, ήταν και πάλι η
κορυφαία στιγμή, ίσως και όλης της συναυλιακής μέρας. Προς έκπλήξη μας
το set που ακολούθησε ήταν αυτό του Νοέμβρη και όχι του Coachella:
"Animal Trails" και "Les Grandes Marches", από τον τρίτο και τον πρώτο
δίσκο τους αντίστοιχα, ενώ με το "Milk" έκλεισαν την κυρίως
εμφάνιση. Στο encore, "Bad Kingdom" και "Intruder" μας έκαναν να μη
θέλουμε να κατέβουν από τη σκηνή. Δυστυχώς στα πλαίσια του
χρονοδιαγράμματος μας ευχαρίστησαν και σε κλίμα ενθουσιασμού από το
κοινό αποχώρησαν για να να ακολουθήσουν οι headliners, Röyksopp.
Βέβαια, μας έλειψε το "The Fool" ομολογώ.
Η εμφάνιση των Röyksopp ήταν ενα φαντασμαγορικό θέαμα: μια υπερυψωμένη "πίστα" πάνω από τις κονσόλες, με ένα "αέρινο" εφέ και πολύχρωμα φώτα, συνέθεταν μια υπερπαραγωγή! Γνώμη μου είναι πως κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο να καθηλώσουν το κοινό: το περίτεχνο λίκνισμα της Jonna και η εκκεντρική εμφάνιση του Jamie μαγνήτισαν τα βλέματα. Βέβαια, αποβλέποντας κυρίως σε μια live μουσική εμπερία, παρά σε ένα καλοστημένο show, μπορεί κανείς να πει πως δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο ήχος δεν βοηθούσε, μιας και, ενώ ήταν σωστότερος από των Moderat, η χαμηλή ένταση δημιουργούσε ένα επιπλέον φραγμό ανάμεσα στους ερμηνευτές και το κοινό. Πολύ καλές ερμηνείες, αν και κάπως αποστασιοποιημένες, λογω της "σκηνοθεσίας", ενώ οι μιξαρισμένες εκτελέσεις δυναμίτισαν κομμάτια, όπως το "Never Ever" και το "I had this thing".
Κορυφαία στιγμή ήταν η εκτέλεση του "Running to the sea", ενώ o ρυθμός μας συνεπήρε στο "Do it again": έπαιξε ρόλο και το ότι είχαμε επιστρέψει μπροστά, μαζί με τα πολύχρωμα κομφετί που γέμισαν ξαφνικά το χώρο μπροστά στη σκηνή και έτσι ο παλμός έπιασε το μέγιστο. Βέβαια, για μένα, αυτή τους η εμφάνιση ήταν κάτι διαφορετικό από τον γνώριμο ήχο των Royskopp, μιας και "έντυνε" τις αισθαντικές ερμηνείες με ρυθμικά πυροτεχνήματα και μπορώ να πω πως μου άρεσε σαν προσέγγιση μουσικά. Θεωρώ πως με λίγη ένταση παραπάνω και λιγότερο στυλιζάρισμα, θα είχαν πετύχει να εκτοξεύσουν το live και να κάνουν ένα από τα πιο μεγάλα συναυλιακά πάρτυ.
Συνολικά, ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που αποτελούν ένα αξέχαστο μουσικό boost, ενώ στο τέλος τους καθίσταται απαραίτητη η "επανασυναρμολόγηση".
Οι φωτογραφίες προέρχονται από την επίσημη σελίδα του Release Athens Festival 2017 και ανήκουν στους φωτογράφους Αλέξανδρο Μαραγκό, Αλεξάνδρα Κατσαρού, Γιάννη Νέγρη, Aφροδίτη Ζαγγανά και Χριστίνα Αλώσση.