Για άλλο ένα καλοκαίρι το Release Athens Festival μάς προσφέρει πολυσυλλεκτικές μουσικές βραδιές, με αφετηρία metal και rock ήχους, πέρασμα σε soul και pop μονοπάτια και τερματίσμο σε electro και dance ρυθμούς. Την έβδομη ημέρα του φεστιβάλ είχαμε ραντεβού με την παλαιά αλλά και τη νέα φρουρά της αγγλικής ηλεκτρονικής σκηνής, που ανοίγει έναν καινούργιο μουσικό δρόμο.
Λίγο πριν τις 19:00 και αρκετοί από εμάς, αψηφώντας την υπερβολική ζέστη, πιάνουμε θέση κάτω από τη σκηνή για να υποδεχτούμε τους Mount Kimbie. Σχηματίστηκαν στο Λονδίνο το 2009 από τους Dominic Maker και Kai Campos, για να προστεθούν στην πορεία ο ντράμερ Marc Pell και η Andrea Ballency-Bearn στα keyboards. Αποτελώντας κομμάτι της αναδυόμενης dubstep βρετανικής σκηνής όταν ξεκίνησαν, στην πορεία οι Mount Kimbie ενσωμάτωσαν πιο pop και electro στοιχεία, για να φτάσουν στη φετινή χρονιά και την κυκλοφορία του "The Violent Sunset", του πιο ολοκληρωμένου δίσκου τους.
Η μουσική τους πια έχει κάτι το αιθέριο, με ψήγματα dreampop, αλλά κάτω από την μελωδία υποβόσκει μια σκοτεινιά, μια αγωνία πιθανότατα για την επόμενη ημέρα, δοσμένη μουσικά. Όσο προχωρούσε η εμφάνιση τους, τόσο πλήθαινε η παρουσία του κόσμου, με τραγούδια σαν το "Shipwreck" να ξεχωρίζουν.
Και ενώ όλο και αυξανόταν ο αριθμός των παρευρισκόμενων στον περιβάλλοντα χώρο του φεστιβάλ (που κάθε χρόνο γίνεται και καλύτερο σε θέματα οργάνωσης, καθαριότητας και παροχής διασκέδασης στα διάφορα stands), οι BEAK> ξεκινάνε να παίζουν. Η μπάντα του Geoff Barrow των Portishead έκανε από το πρώτο λεπτό ξεκάθαρες τις προθέσεις της. Krautrock ρυθμοί, επαναλαμβανόμενα drone περάσματα και φωνητικά που περισσότερο απαγγέλλονταν παρά τραγουδιόνταν.
Μαζί με τον Barrow τους BEAK> αποτελούν οι Billy Fuller (που παίζει και με τον Robert Plant) στο μπάσο και τα φωνητικά και τον Will Young στα keyboards και την κιθάρα. Ο στόχος τους σε κάθε συναυλία είναι να βάζουν τους θεατές σε ένα ενιαίο μουσικό πλαίσιο, στο οποίο δεν έχουν σημασία τα μεμονωμένα τραγούδια, αλλά η συνολική αίσθηση που βγάζει η μουσική τους. Κάτι που κατάφεραν με περίσσεια ευκολία το βράδυ της Τετάρτης, με το αρκετά μεγάλο πλήθος προς το τέλος της εμφάνισης τους μπροστά στην σκηνή να συνηγορεί προς αυτό.
Έχοντας πέσει το σκοτάδι για τα καλά και με τη ζέστη να είναι οριακά υποφερτή, ετοιμαστήκαμε για τους headliners της βραδιάς. Η σχέση λατρείας του ελληνικού κοινού με τους Massive Attack είναι δεδομένη, με περίπου δώδεκα χιλιάδες κόσμου να ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του γκρουπ. Το ξεκίνημα με το "Risingson" έδωσε το στίγμα για όσα θα επακολουθούσαν στη σκηνή. Μια σκηνή που χώρεσε τους φίλους και συνεργάτες, παλιούς και νέους των Massive Attack. Τον Horace Andy, που με την ερμηνεία του στο "Girl I Love U", αλλά πολύ περισσότερο στο "Angel" (που έντυσε ηχητικά μια πετυχημένη πρόταση γάμου στο κοινό) μας θύμισε ξανά το ηχητικό στίγμα που έχουν αφήσει από την κυκλοφορία του αριστουργηματικού "Blue Lines" από το 1991 και μετά.
Τους ανερχόμενους Young Fathers, επίσης από το Μπρίστολ, που ανέβηκαν στη σκηνή δίνοντας λίγη από την ενέργεια και την μουσική τους ορμή στους "πατεράδες" τους, κατά κάποιο τρόπο. Τη θρυλική Elisabeth Fraser, που στα "Teardrop" και στο ιστορικό "Song To The Siren" μας συγκίνησε βαθιά, όσο και αν η φωνή της δεν είναι πια όπως ήταν στην ακμή της με τους Cocteau Twins. Την Debora Miller, που απέδωσε όμορφα τα κλασικά "Safe From Harm" και "Unfinished Sympathy".
Και τέλος τους ίδιους τους Massive Attack, που εξακολουθούν τριάντα και χρόνια μετά να έχουν λόγο ύπαρξης και να μεταλαμπαδεύουν τα πιστεύω τους, μουσικά και μη. Τραγούδια σαν το "Karmakoma" και το "Inertia Creeps" εξακολουθούν να ακούγονται το ίδια αιχμηρά όπως την πρώτη φορά που τα ακούσαμε. Όταν μάλιστα συνδυάζονται με τα υψηλής αισθητικής visuals και τα εξαιρετικά φώτα, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Εικόνες από την πολύπαθη Γάζα, την Ουκρανία, τη σκοτεινή, βαθιά Αμερική περάσαν μπροστά από τα μάτια μας, δίνοντας ουσιαστικό νόημα στο μουσικό περιεχόμενο.
Λίγο πριν τις δώδεκα, σχεδόν δυο ώρες από την έναρξη της εμφάνισης τους, οι Massive Attack κατάφεραν να μας κάνουν κοινωνούς στην αγωνία τους για ένα ζοφερό μέλλον που είναι ήδη εδώ, για την αλόγιστη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και τις εστίες πολέμου που δεν λένε να κλείσουν. Μουσική με πολιτικό υπόβαθρο, ξεκάθαρη οπτική, εστίαση και αίσθημα αλληλεγγύης.
Ως την επόμενη φορά...