«Σου αρέσουν; Πρέπει να τις είχα αγοράσει κάπου το ‘83 με ‘84!».
Η Άννα καθόταν δίπλα μου στο λεωφορείο που μας πήγαινε από Θεσσαλονίκη στην Πλατεία Νερού. Μου έδειχνε με περηφάνια μερικές κονκάρδες των Duran Duran στην μπλούζα της. Είναι 52 ετών, μάνατζερ σε μεγάλη εταιρεία. Όμως, για μια μέρα αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω και να γίνει ξανά η έφηβη που περίμενε με αγωνία κάθε νέο άλμπουμ της πεντάδας από το Birmingham.
Αυτή η παράγραφος θα αρκούσε για να καταλάβει κανείς το κλίμα και τα συναισθήματα που επικράτησαν την περασμένη Πέμπτη με την εμφάνιση των Duran Duran στο Release Athens Festival. Όμως, για χάρη του κοινού μας, ας πω λίγα περισσότερα.
Στις 19:00 μπήκαμε στο χώρο του φεστιβάλ, εμείς και μερικοί ακόμα γενναίοι που αποχωρίστηκαν το air condition σε μια πολύ καυτή μέρα. Στη σκηνή είχε ήδη ανέβει ο DJ και ραδιοφωνικός παραγωγός Σπύρος Παγιατάκης, για να μας χαρίσει ένα set-γέφυρα ανάμεσα στη synthpop των ‘80s και τις πιο σύγχρονες μετεξελίξεις της. Από τους Depeche Mode και τους Visage στους Boy Harsher, από τους Dream Sequence και την Kate Bush στους Franz Ferdinand, ο Παγιατάκης (μαζί με τους σεκιουριτάδες που μοιράζαν νεράκια) κατάφερε να απομακρύνει για λίγο τη σκέψη μας από τον καύσωνα και, παρά τον ήλιο, να μας μεταφέρει νοερά σε κάποιο σκοτεινό, περίκλειστο dancefloor.
Στις 19:30 υποδεχτήκαμε τον JC Stewart και την μπάντα του. Ο 27χρονος από τη Βόρεια Ιρλανδία αντικατέστησε τους Sofi Tukker, οι οποίοι ακύρωσαν την εμφάνισή τους λόγω ανωτέρας βίας. Όπως μας εξήγησε, εκεί που απολάμβανε τις διακοπές του στην Κέρκυρα, το τηλέφωνο χτύπησε και του ζητήθηκε να… σώσει την κατάσταση. Και το έκανε, προσφέροντας σε εμάς ένα 45λεπτο ανάλαφρης indie pop και στον ίδιο μια ανεπανάληπτη εμπειρία, αφού δήλωσε ενθουσιασμένος με την ευκαιρία να «ανοίξει» συναυλία των Duran Duran.
Παρέα με τον Dan (ντραμς) και τον Danny (ηλεκτρική κιθάρα), ο JC ακολούθησε μια πιο «συναυλιακή» προσέγγιση στον ήχο του και παρέκκλινε από την «ηλεκτρονική» και ραφινάτη παραγωγή που χαρακτηρίζει τα ηχογραφήματά του. Ανάμεσα στα κομμάτια που μας παρουσίασε ήταν και το ολοκαίνουργιο “Hey Babe, I’m A Mess, I’m Sorry”. Μια καλή πάσα για να μας πει πόσο δύσκολα την πάλεψε με τη ζέστη της Αθήνας. “At least the food was nice!”, πρόσθεσε.
Όσο για το κοινό, παρακολούθησε αρχικά με κάποιο ενδιαφέρον αυτόν τον πρωτοεμφανιζόμενο στα μέρη μας καλλιτέχνη, αλλά σύντομα πολλοί άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Η αλήθεια είναι πως η εμφάνιση του Stewart θα μπορούσε να κάνει καλύτερο γκελ σε κάποιον άλλο χώρο ή lineup. Εδώ, το χάσμα, ηλικιακό και στιλιστικό, ήταν αρκετά μεγάλο σε σύγκριση με τη σύνθεση του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η ώρα πέρασε ευχάριστα και ο ίδιος ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα την εμφάνισή του, υποσχόμενος πως θα συνεχίσει με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη τις διακοπές του από δω και πέρα.
Μας χώριζε πλέον μια ώρα από την εμφάνιση των θρυλικών pop icons από το Birmingham, και κάπου εκεί νιώσαμε ότι ένα ακόμα όνομα στο lineup θα βοηθούσε. Το όλο μούδιασμα της αναμονής επέτεινε και μια φωτιά στο γειτονικό γήπεδο του μπιτς βόλεϊ. Μερικά ανήσυχα μουρμουρητά, μερικά κινητά που απαθανάτισαν τους καπνούς στο βάθος και σύντομα γυρίσαμε στη ραστώνη της απραξίας. Σημεία των καιρών;
Στις 22:00 και κάτι, λοιπόν, με μια μικρή καθυστέρηση, τα φώτα πέσαν και στο video wall εμφανίστηκε ένα εισαγωγικό βίντεο με τα 3D ομοιώματα των τεσσάρων πια Duran Duran να προσγειώνονται σε ένα φουτουριστικό “planet earth”: Simon Le Bon, Nick Rhodes, John και Roger Taylor. Η τετράδα-φωτιά που κοσμούσε τις κονκάρδες της Άννας βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας, έστω και χωρίς τον τρίτο Taylor της παρέας. Αντ’ αυτού, τη θέση του Andy Taylor στην κιθάρα πήρε ο ταλαντούχος session κιθαρίστας Dominic Brown, γνωστός από τη συνεργασία του με άλλους γίγαντες της εποχής, όπως ο Elton John και ο Lionel Richie.
Πρώτο τραγούδι στη λίστα το “Nightboat” από το περσινό “Danse Macabre”, και η ρυθμική σύνδεση με το κλασικό “Wild Boys” ήρθε στο μυαλό μας, για να επιβεβαιωθούμε λίγα λεπτά αργότερα. Έπειτα, παραδομένοι σε ένα σερί αναμνήσεων, ακούσαμε μονοκοπανιά το “Hungry Like The Wolf” και το “View To A Kill”. Το φάλτσο του Le Bon σε αυτό το απαιτητικό κομμάτι στο Live Aid πριν 39 χρόνια πέρασε στιγμιαία από το μυαλό μας, όμως η εξαιρετική απόδοσή του δεν άφησε χώρο σε αρνητικές σκέψεις.
Γενικότερα, ο Simon ήταν σε μεγάλη φόρμα, τόσο φωνητικά όσο και σε σκηνική παρουσία. Το ντύσιμό του, πολύ πιο casual συγκριτικά με το ξεκίνημα της μπάντας, έδειξε πόσο μεγάλη απόσταση διένυσαν στιλιστικά. Απ’ την άλλη, η φωνή του έμοιαζε αναλλοίωτη παρά το συνεχές αλώνισμα στη σκηνή και γύρισε το κοινό σε άλλες δεκαετίες.
Η σκιά στα μάτια του Nick και το λαμέ σακάκι του John ανέλαβαν να αποτίσουν φόρο στο new wave παρελθόν της μπάντας, όμως τη βασική δουλειά στο ξύπνημα της νοσταλγίας την έκαναν οι μελωδίες τους. Ο Nick, ταμπουρωμένος πίσω από τα πλήκτρα του, αρκέστηκε σε κάνα δυο μειδιάματα. Ο δε John ανέλαβε ηγετικό ρόλο και οι περίτεχνες μπασογραμμές του απέδειξαν για πολλοστή φορά πόσο παρεξηγημένη μπάντα υπήρξαν οι Duran Duran από άποψη μουσικής αξίας, απλά επειδή ήταν «ποπ». Το ίδιο πρέπει να πούμε και για το παίξιμο του Roger, που «καπάκωσε» ιδανικά τις μπασογραμμές και χάρισε ένα άκρως δεμένο αποτέλεσμα.
Ειδική αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στην τραγουδίστρια Anna Ross, η οποία καταχειροκροτήθηκε όταν συνόδεψε τον Le Bon στο πολυαγαπημένο “Come Undone”, αλλά και στο σαξοφωνίστα Simon Willescroft, που σε τραγούδια όπως το “Planet Earth” συμπύκνωσε τη σημασία αυτού του μουσικού οργάνου στις παραγωγές της εποχής.
Το setlist ήταν μια πετυχημένη ακροβασία ανάμεσα στις πολλές φάσεις των Duran Duran, δίνοντας φυσικά έμφαση στις «καλές» τους περιόδους δισκογραφικά, μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 αλλά και την τελευταία πενταετία. Ωστόσο, χώρεσε η διασκευή στο “White Lines” του ράπερ Grandmaster Melle Mel, που αν και θεωρήθηκε ατυχέστατη όταν κυκλοφόρησε, λειτούργησε καλά συναυλιακά.
Στο “Careless Memories” ουρλιάξαμε τους στίχους από το video wall. Στο “Is There Something I Should Know”, το “The Reflex” και το “Girls On Film” δεν χρειαζόμασταν καν video wall. Στο “New Moon On Monday” ο Simon μάς έδειξε το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι στον ουρανό. Στο “Save A Prayer” μάς ζήτησε να φέρουμε το γαλαξία στην Πλατεία Νερού με τους φακούς από τα κινητά μας, σε ένα ιδανικό encore από κοινού με το “Rio”.
Η βραδιά είχε και τα κοινωνικοπολιτικά της μηνύματα, με αναφορά σε «όλους τους αόρατους ανθρώπους που δουλεύουν ώστε να λειτουργεί κάπως αυτός ο κόσμος» (“Invisible”) κα τους «ανθρώπους σε Ουκρανία, Παλαιστίνη και Ισραήλ που επιθυμούν να σταματήσουν οι πόλεμοι και να ζήσουν απλώς σε έναν συνηθισμένο κόσμο» (“Ordinary World”). Συγκινητικά και πολύτιμα αυτά τα σχόλια, καταχειροκροτήθηκαν μεν αλλά σε καμία περίπτωση δεν έπιασαν το βάθος που ζήσαμε στους Massive Attack μια μέρα πριν.
«Άλλο το ένα, άλλο το άλλο» θα πει κανείς, και νομίζω ότι θα συμφωνήσω. Με τους Duran Duran ζήσαμε ένα χορταστικό δίωρο πανηγύρι, γεμάτο από μαξιμαλιστική αισθητική με 80’s vaporwave πινελιές, μια επαγγελματική εμφάνιση γεμάτη pop ύμνους, βρετανικό χιούμορ και μπόλικη νοσταλγία. Κυρίως, όμως, ζήσαμε τη δικαίωση ενός «ρηχού boyband ξεχασμένου στα ‘80s» να συγκινεί και να αποδεικνύει τη μουσική του αξία σαράντα χρόνια μετά.
Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το Release Athens Festival.