Rock n Roll Stories:Robert Gordon & Friends

Είναι ένα τόσο ζεστό αυγουστιάτικο βράδυ στη Νέα Υόρκη που νομίζω ότι τα πόδια μου κολλάνε στην άσφαλτο καθώς διασχίζω την πολύβουη Broadway με κατεύθυνση την 42η Λεωφόρο.
Διαβάστηκε φορες
   


     Είναι ένα τόσο ζεστό αυγουστιάτικο βράδυ στη Νέα Υόρκη που νομίζω ότι τα πόδια μου κολλάνε στην άσφαλτο καθώς διασχίζω την πολύβουη Broadway με κατεύθυνση την 42η Λεωφόρο. Εκεί, στο νούμερο 237, σχεδόν στην καρδιά της γραφικής τουριστικής Times Square, όπου ακόμη και το μπατσάδικο έχει την επιγραφή Αστυνομικό Τμήμα Νέας Υόρκης γραμμένη με τεράστια γράμματα από νέον, βρίσκεται το B.B. King Blues |Bar & Grill, ένας πολυχώρος με μπαρ, εστιατόριο και αίθουσα συναυλιών που ανήκει στον θρυλικό κιθαρίστα. Η κινηματογραφική μαρκίζα διαφημίζει την αποψινή βραδία ως Robert Gordon & Friends.

    O Robert Gordon, ένας αρκετά παραγνωρισμένος μουσικός/τραγουδιστής, είχε παραπάνω από 15 λεπτά φήμης στα τέλη της δεκαετίας του '70 όταν ξεκίνησε σχεδόν μόνος του την αναβίωση του αυθεντικού rock 'n' roll στην από 'κει μεριά του Ατλαντικού. Γεννημένος το 1947 στο Maryland, άκουσε το ''Heartbreak Hotel'' από τον Elvis στην τρυφερή ηλικία των 9 και αποφάσισε τι θα γινόταν όταν μεγαλώσει. Στα 17 του ηχογράφησε για πρώτη φορά με τους Confidentials. To 1970 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και μερικά χρόνια αργότερα τον τσίμπησε το έντομο του punk rock και βρέθηκε να τραγουδάει για τους Tuff Darts (θα τους βρείτε στο περιβόητο Live  at CBGB's). Ο παραγωγός Richrad Gottehrer ανακάλυψε τη βαρύτονη φωνή του και τον έφερε σε επαφή με το κακό αγόρι της εξάχορδης, τον Link Wray. Το 1977,  ηχογράφησαν το Robert Gordon with Link Wray, κάτι πολύ περισσότερο από ένα άλμπουμ νοσταλγίας για τη χρυσή εποχή των 50s. Ήταν (και είναι ακόμα) ένας δίσκος δυναμίτης που περιέχει μια από τις πιο δυνατές rock 'n' roll φωνές και τη φονική κιθάρα του mr Rumble. Μάλιστα το single “Red Hot” συνέπεσε με το θάνατο του Βασιλιά και οι οιωνοί έδειχναν σπουδαία πράγματα για τον κύριο Gordon.

   
To 1978, τα δύο bad boys δανείστηκαν τους Jordanaires, που έκαναν δεύτερα φωνητικά για τον Elvis, για το Fresh Fish Special. Ο δίσκος συνέχισε τις δυνατές πωλήσεις του πρώτου, όμως η ανεξάρτητη εταιρεία στην οποία κυκλοφόρησαν φαλίρισε και ο Gordon έμεινε άστεγος. Ταυτόχρονα, μια διαφωνία με τον Wray διέλυσε τη συνεργασία τους. Η RCA “άρπαξε” αμέσως τον τραγουδιστή και ο Gordon δήλωσε ότι ήταν τεράστια τιμή για εκείνον να ηχογραφεί στην ίδια εταιρεια με τον Elvis. Το Φεβρουάριο του '79 το Rock Bill Boogie είχε τη στάμπα της RCA στην ετικέτα και τον Chris Spedding στην κιθάρα. Ακολούθησαν άλλα δύο LP με την RCA αλλά τα 80s είχαν πλέον εισβάλλει για τα καλά. Τα ηλεκτρονικά ντραμς, οι βάτες, τα πλουμιστά πουκάμισα και οι κομμώσεις a la Flock of Seagulls αντικατέστησαν τις αρρενωπές φωνές, τις αληθινές κιθάρες και τα δερμάτινα. Την ίδια στιγμή, οι Stray Cats πρόσφεραν μια πιο στυλιζαρισμένη και φιλική προς το ραδιόφωνο εκδοχή του rock 'n' roll του '50. Τα bad boys εκτοπίστηκαν από τους φλώρους και τους “βασανισμένους ευαίσθητους καλλιτέχνες”. Έτσι λοιπόν ο Gordon βρήκε καταφύγιο στον κόσμο του cult και εκεί που καταλήγουν όλοι οι αυθεντικοί rock 'n' rollers: στη Σκανδιναβία.

    Από το 2005 και ύστερα, ο Gordon ξανάσμιξε με τον Chris Spedding και ξεκίνησε  μια σειρά από περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική. Μάλιστα ηχογράφησαν μαζί ένα tribute άλμπουμ με 15 τραγούδια του Elvis και τους Jordanaires στα δεύτερα φωνητικά. Ο δίσκος δεν πήγε ιδιαίτερα καλά (εκτός από τη Σκανδιναβία βέβαια) αλλά οι δύο μουσικοί συνεχίζουν μαζί σαν τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο.

    Έτσι λοιπόν αυτό το βράδυ στο μαγαζί του B.B. King οι δύο παλιόφιλοι συναντιούνται μαζί με άλλους δύο ζωντανούς θρύλους για μια βραδιά rock 'n' roll. Κυρίες και κύριοι, στο μπάσσο ο Glen Matlock, o μοναδικός Sex Pistol που ήξερε να διαβάζει και να γράφει μουσική. Στα ντραμς, ο Slim Jim Phantom των Stray Cats με το κοκοράκι ανέγγιχτο από το χρόνο και ούτε ένα περιττό κιλό γύρω από τη μέση.

   
Παίζουν ένα greatest hits του Robert Gordon: Όλα τα καλούδια είναι εδώ: “Rock Billie Boogie”, “Fire”, “The Way I Walk”, “Black Slacks”, “Red Hot”, “Someday Someway”, “It's Only Make Believe”. Στα slow κομμάτια, η φωνή του αγκαλιάζει τα λόγια σαν βελούδο. Στα πιο αλανιάρικα, ακούγεται σαν κεραμιδόγατος σε καυγά. Στα 62 του, μπορεί το κοκόρι του να ξεκινάει από τη μέση του κρανίου και όχι από το μέτωπο πια, αλλά η φωνάρα του παραμένει αυτή του Bad Boy από το 1980. Ο άνθρωπος για τον οποίο ο Jerry Lee Lewis έχει πει: “He is the real deal”.

    Όταν κάνει ένα σύντομο διάλειμμα για να ξεκουράσει τη φωνάρα, o Spedding τραγουδάει δύο κομμάτια που έγραψε ο ίδιος. Ύστερα έρχεται η σειρά του Matlock να τραγουδήσει δύο κομμάτια που έγραψε αυτός. Αυτά είναι το “Anarchy in the UK”  και το “God Save the Queen”. Σε rockabilly στυλ. Ο Slim Jim με τη σειρά του ερμηνεύει δύο hits των Stray Cats: το “Rock This Town” και το “Rumble in Brighton” που απόψε τιμής ένεκεν γίνεται “Rumble in New York”. Ο Gordon ξαναβγαίνει στη σκηνή για να τελειώσει ένα σετ που είναι ένα μέρος γλυκιά νοσταλγία και ένα μέρος άγρια έξαρση. Δίπλα μου μια Αγγλίδα δείχνει εκστασιασμένη και ουρλιάζει ασταμάτητα. “Φοβερή φωνή” της λέω. “Δεν ξέρω”, μου απαντάει, “εγώ ήρθα να δω τον Glen Matlock”.

    Όπως είπα πιο πάνω: Μόνο στη Σκανδιναβία.
    Δύο μέρες αργότερα σκαλίζω σε ένα δισκάδικο και βρίσκω μια κόπια του Bad Boy σε βινύλιο και σε άριστη κατάσταση. Στο εξώφυλλο το κοκόρι στέκεται όρθιο, περήφανο. Μόνο τέσσερα δολάρια. Ι love New York.

Διαβάστε ακόμα