Έξω από το Ebbing στο Missouri υπάρχουν τρεις πινακίδες, τρεις παλιές άδειες διαφημιστικές πινακίδες. Έχουν φθαρεί από το χρόνο και κανείς δε νοιάζεται ιδιαίτερα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαφημιστεί εκεί και η ιδιοκτήτρια εταιρεία δεν μπαίνει καν στον κόπο να τις συντηρήσει. Παρότι γερασμένες, στέκουν αγέρωχες. Θυμίζουν στους ελάχιστους διερχόμενους οδηγούς τα χρόνια τα περασμένα. Ένα γλυκό μωρό σε τέσσερα κομμάτια σαν ξεχασμένο παζλ, ένα φλιτζάνι ζεστός καφές, μια ευκαιρία, ένα μουντζουρωμένο καλωσόρισμα και μια προτροπή για στάση στο Ebbing. Στο Ebbing, στο σύγχρονο Ebbing, εκεί όπου η αστυνομία βασανίζει μαύρους και αδυνατεί να συλλάβει βιαστές δολοφόνους.
Λίγο πιο πέρα από τις τρεις πινακίδες έξω από το Ebbing στο Missouri βρίσκεται το σπίτι της Mildred Hayes, θα έλεγα της οικογένειας της Mildred Hayes, αλλά ό,τι απέμεινε από αυτή είναι πια μονάχα η Mildred και ο γιος της. Ο άντρας της προτίμησε μια πολύ νεότερη συντροφιά και η κόρη της -η κόρη τους- χάθηκε πριν από περίπου μισό χρόνο. Τη σκότωσαν. Τη βίασαν. Για την ακρίβεια, τη σκότωσαν ενώ τη βίαζαν. Κι όλα αυτά στο Ebbing του Missouri. Στην πολιτεία όπου τον Αύγουστο του 2014 ένας νεαρός λευκός αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε τον 18χρονο μαύρο Michael Brown που είχε θεωρηθεί ύποπτος για ληστεία σε ένα μίνι μάρκετ. Η Mildred Hayes είναι λευκή. Ο άντρας της είναι λευκός. Ο γιος τους είναι λευκός. Η κόρη τους ήταν λευκή.
Η Mildred αποφασίζει να νοικιάσει αυτές τις τρεις πινακίδες έξω από το Ebbing στο Missouri, αυτές τις τρεις πινακίδες λίγο πιο πέρα από το σπίτι της. Κι εκεί δε διαφημίζει το μικρό κατάστημα με αναμνηστικά όπου δουλεύει. Εκεί κατακεραυνώνει την αστυνομία της πόλης της και κατονομάζει συγκεκριμένα τον επικεφαλής της, γιατί δεν έχει γίνει καμία σύλληψη για το φόνο της κόρης της, για το βιασμό και το φόνο της κόρης της.
Στο Ebbing του Missouri μια διαφορετική ημέρα ξημερώνει μετά την απόφαση της Mildred, μια μέρα με συγκρούσεις, όταν πλέον όσα έμεναν κρυμμένα κάτω από το χαλί, όχι αρκετά επιμελώς προφανώς, ανακινούνται. Η Mildred δεν πέταξε μολότοφ, έβαλε απλώς τη σπίθα. Η πυρκαγιά που θα ακολουθήσει θα αφήσει πίσω της καταστροφές, αλλά πιθανώς να εξαγνίσει ορισμένες ψυχές.
Το «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι αναμφίβολα η πρώτη μεγάλη ταινία του 2018, όχι τόσο για τις πολλές βραβεύσεις της (ενδεικτικά οι βραβεύσεις της στη φετινή απονομή των Χρυσών Σφαιρών εδώ) και τις υποψηφιότητες που απέσπασε στα Όσκαρ, αλλά για την ουσία της, το βάθος των χαρακτήρων της, την καθαρότητα στη σύλληψη και υλοποίησή της. Ο Martin McDonagh δημιουργεί ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης μια ιστορία, βγαλμένη θα' λεγε κανείς από το σύμπαν των αδερφών Coen, που δε χρειάζεται να «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Θα μπορούσε να είναι πραγματική και όχι μόνο στο Μιζούρι, μιας που το Έμπινγκ δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ίσως απλώς το Μιζούρι να παρέχει αυτή τη στιγμή το καταλληλότερο φόντο για να συζητήσουμε για τον πόνο και την οργή που ακολουθούν μια βίαιη απώλεια, τον ρατσισμό, την ανθρώπινη βλακεία, την αστυνομική βία, την αυτοδικία, τις δεύτερες ευκαιρίες. Η ταινία του McDonagh είναι σημαντική και για έναν άλλο λόγο, για τον τρόπο που διαχειρίζεται το χιούμορ, αυτό το τόσο απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ζωής μας, που συχνά λησμονούμε ή χρησιμοποιούμε απλώς ως υπεκφυγή. Όμως το χιούμορ διατελεί πολλούς ακόμα ρόλους και στις «Τρεις Πινακίδες» το κάνει με τον αρτιότερο και ουσιαστικότερο τρόπο που έχω δει στον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια. Δεν αποτελεί πρωτόγνωρο στοιχείο στη φιλμογραφία του McDonagh. Μόνο που εδώ είναι λιγότερο αυτονόητο και συνάμα περισσότερο ζωτικό από τις προηγούμενες ταινίες του («Αποστολή στην Μπριζ» - 2008 και «Επτά Ψυχοπαθείς» - 2012).
Η Frances McDormand οδηγεί ένα εξαιρετικό καστ ως Mildred Hayes, σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το alter ego της Marge Gunderson του “Fargo”. Φροντίζει να κρύβει προσεκτικά την οδύνη της κάτω από τόνους οργής, την οποία θα διοχετεύσει σε όσους σταθούν εμπόδιο στο δρόμο της. Η ερμηνεία του Sam Rockwell ξεχωρίζει λόγω της διαρκούς εξέλιξης του χαρακτήρα του αστυνόμου Dixon. Είναι μια συγκινητική ερμηνεία ζωής (που μπορεί να του χαρίσει το Όσκαρ - ας συζητήσουμε σε άλλο κείμενο πώς γίνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Α’ και Β’ ρόλους).
Η πρώτη μου σκέψη μετά την προβολή ήταν ότι οι «Τρεις Πινακίδες» θα αδικηθούν κατάφωρα αν μείνουν στην ιστορία μόνο για τα βραβεία που έχουν λάβει και όσα πιθανώς θα λάβουν. Είναι από τις ταινίες που θα προτιμούσα να παραμείνουν στην «αφάνεια», να χτίσουν μια συμπαγή βάση θαυμαστών που θα φρόντιζε σχεδόν με ιεροτελεστία να διαδοθούν, να κυκλοφορήσουν από στόμα σε στόμα και να φτάσουν σε αυτούς τους επιλεγμένους, τους επίλεκτους, τους εκλεκτούς. Θα ήθελα να μπορούσε να προστατευτεί από το κοινό των multiplex, από τα θορυβώδη ποπ κορν, από τις βιαστικές πειρατικές προβολές από ένα στραβό screener και από το ανούσιο check στις λίστες στο Ιmdb. Ας είναι όμως. Θα ήταν άδικο να γκρινιάξω που μια τόσο δυνατή ταινία, ένας λόγος για να κλείσεις το Netflix και να ξαναπάς στον κινηματογράφο, μια ιστορία που δεν δημιουργεί αγιογραφίες, παρά θέτει σκληρά, δύσκολα ερωτήματα και αρνείται να τους δώσει εύκολες απαντήσεις, αποκτά δημοφιλία. Γιατί την αξίζει.
To trailer της ταινίας
Λίγο πιο πέρα από τις τρεις πινακίδες έξω από το Ebbing στο Missouri βρίσκεται το σπίτι της Mildred Hayes, θα έλεγα της οικογένειας της Mildred Hayes, αλλά ό,τι απέμεινε από αυτή είναι πια μονάχα η Mildred και ο γιος της. Ο άντρας της προτίμησε μια πολύ νεότερη συντροφιά και η κόρη της -η κόρη τους- χάθηκε πριν από περίπου μισό χρόνο. Τη σκότωσαν. Τη βίασαν. Για την ακρίβεια, τη σκότωσαν ενώ τη βίαζαν. Κι όλα αυτά στο Ebbing του Missouri. Στην πολιτεία όπου τον Αύγουστο του 2014 ένας νεαρός λευκός αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε τον 18χρονο μαύρο Michael Brown που είχε θεωρηθεί ύποπτος για ληστεία σε ένα μίνι μάρκετ. Η Mildred Hayes είναι λευκή. Ο άντρας της είναι λευκός. Ο γιος τους είναι λευκός. Η κόρη τους ήταν λευκή.
Η Mildred αποφασίζει να νοικιάσει αυτές τις τρεις πινακίδες έξω από το Ebbing στο Missouri, αυτές τις τρεις πινακίδες λίγο πιο πέρα από το σπίτι της. Κι εκεί δε διαφημίζει το μικρό κατάστημα με αναμνηστικά όπου δουλεύει. Εκεί κατακεραυνώνει την αστυνομία της πόλης της και κατονομάζει συγκεκριμένα τον επικεφαλής της, γιατί δεν έχει γίνει καμία σύλληψη για το φόνο της κόρης της, για το βιασμό και το φόνο της κόρης της.
Στο Ebbing του Missouri μια διαφορετική ημέρα ξημερώνει μετά την απόφαση της Mildred, μια μέρα με συγκρούσεις, όταν πλέον όσα έμεναν κρυμμένα κάτω από το χαλί, όχι αρκετά επιμελώς προφανώς, ανακινούνται. Η Mildred δεν πέταξε μολότοφ, έβαλε απλώς τη σπίθα. Η πυρκαγιά που θα ακολουθήσει θα αφήσει πίσω της καταστροφές, αλλά πιθανώς να εξαγνίσει ορισμένες ψυχές.
Το «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι αναμφίβολα η πρώτη μεγάλη ταινία του 2018, όχι τόσο για τις πολλές βραβεύσεις της (ενδεικτικά οι βραβεύσεις της στη φετινή απονομή των Χρυσών Σφαιρών εδώ) και τις υποψηφιότητες που απέσπασε στα Όσκαρ, αλλά για την ουσία της, το βάθος των χαρακτήρων της, την καθαρότητα στη σύλληψη και υλοποίησή της. Ο Martin McDonagh δημιουργεί ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης μια ιστορία, βγαλμένη θα' λεγε κανείς από το σύμπαν των αδερφών Coen, που δε χρειάζεται να «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Θα μπορούσε να είναι πραγματική και όχι μόνο στο Μιζούρι, μιας που το Έμπινγκ δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ίσως απλώς το Μιζούρι να παρέχει αυτή τη στιγμή το καταλληλότερο φόντο για να συζητήσουμε για τον πόνο και την οργή που ακολουθούν μια βίαιη απώλεια, τον ρατσισμό, την ανθρώπινη βλακεία, την αστυνομική βία, την αυτοδικία, τις δεύτερες ευκαιρίες. Η ταινία του McDonagh είναι σημαντική και για έναν άλλο λόγο, για τον τρόπο που διαχειρίζεται το χιούμορ, αυτό το τόσο απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ζωής μας, που συχνά λησμονούμε ή χρησιμοποιούμε απλώς ως υπεκφυγή. Όμως το χιούμορ διατελεί πολλούς ακόμα ρόλους και στις «Τρεις Πινακίδες» το κάνει με τον αρτιότερο και ουσιαστικότερο τρόπο που έχω δει στον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια. Δεν αποτελεί πρωτόγνωρο στοιχείο στη φιλμογραφία του McDonagh. Μόνο που εδώ είναι λιγότερο αυτονόητο και συνάμα περισσότερο ζωτικό από τις προηγούμενες ταινίες του («Αποστολή στην Μπριζ» - 2008 και «Επτά Ψυχοπαθείς» - 2012).
Η Frances McDormand οδηγεί ένα εξαιρετικό καστ ως Mildred Hayes, σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το alter ego της Marge Gunderson του “Fargo”. Φροντίζει να κρύβει προσεκτικά την οδύνη της κάτω από τόνους οργής, την οποία θα διοχετεύσει σε όσους σταθούν εμπόδιο στο δρόμο της. Η ερμηνεία του Sam Rockwell ξεχωρίζει λόγω της διαρκούς εξέλιξης του χαρακτήρα του αστυνόμου Dixon. Είναι μια συγκινητική ερμηνεία ζωής (που μπορεί να του χαρίσει το Όσκαρ - ας συζητήσουμε σε άλλο κείμενο πώς γίνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Α’ και Β’ ρόλους).
Η πρώτη μου σκέψη μετά την προβολή ήταν ότι οι «Τρεις Πινακίδες» θα αδικηθούν κατάφωρα αν μείνουν στην ιστορία μόνο για τα βραβεία που έχουν λάβει και όσα πιθανώς θα λάβουν. Είναι από τις ταινίες που θα προτιμούσα να παραμείνουν στην «αφάνεια», να χτίσουν μια συμπαγή βάση θαυμαστών που θα φρόντιζε σχεδόν με ιεροτελεστία να διαδοθούν, να κυκλοφορήσουν από στόμα σε στόμα και να φτάσουν σε αυτούς τους επιλεγμένους, τους επίλεκτους, τους εκλεκτούς. Θα ήθελα να μπορούσε να προστατευτεί από το κοινό των multiplex, από τα θορυβώδη ποπ κορν, από τις βιαστικές πειρατικές προβολές από ένα στραβό screener και από το ανούσιο check στις λίστες στο Ιmdb. Ας είναι όμως. Θα ήταν άδικο να γκρινιάξω που μια τόσο δυνατή ταινία, ένας λόγος για να κλείσεις το Netflix και να ξαναπάς στον κινηματογράφο, μια ιστορία που δεν δημιουργεί αγιογραφίες, παρά θέτει σκληρά, δύσκολα ερωτήματα και αρνείται να τους δώσει εύκολες απαντήσεις, αποκτά δημοφιλία. Γιατί την αξίζει.
To trailer της ταινίας