«Πενθεσίλεια», η ιστορία ενός διαχρονικού έρωτα

Στην καλύτερη στιγμή της Στέγης για φέτος, η Βασίλισσα των Αμαζόνων και ο στρατηλάτης Αχιλλέας, γίνονται πρωταγωνιστές ενός αιώνιου έρωτα μέσα απ’ την πένα του Χάινριχ φον Κλάιστ και τη φαντασία του Παντελή Δεντάκη.
Διαβάστηκε φορες
Στις 14 Φλεβάρη, ημερομηνία για την οποία δε χρειάζεται να πω πολλά, βρέθηκα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για ακόμη μια φορά φέτος και παρακολούθησα την «Πενθεσίλεια» του Χάινριχ Φον Κλάιστ σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Γεμάτος ενθουσιασμό, όπως νιώθω ακόμη και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, οφείλω να ομολογήσω πως η συγκεκριμένη παράσταση πιθανώς να είναι η καλύτερη παράσταση που είδα φέτος!

Το περασμένο καλοκαίρι έτυχε να διαβάζω ένα άρθρο για το μύθο της Πενθεσίλειας, της Βασίλισσας των Αμαζόνων, και του Αχιλλέα, που την  ερωτεύθηκε παράφορα τη στιγμή που τη σκότωνε, βγάζοντας το κράνος και αντικρίζοντας το πρόσωπό της. Σαγηνεμένος απ’ το μύθο, μόλις πληροφορήθηκα πως υπάρχει θεατρικό κείμενο βασισμένο σ’ αυτό το γεγονός, μέσα στις επόμενες μέρες το είχα διαβάσει κι αυτό, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα το έβλεπα και στη σκηνή. Η είδηση του ανεβάσματος της Πενθεσίλειας στη Στέγη με άφησε εκστασιασμένο και με ανυπομονησία να περιμένω για το Φλεβάρη του ‘18. Γεμάτος χαρά  και θαυμασμό, λοιπόν, για το αριστούργημα του Παντελή Δεντάκη, σταματάω την ιστορική αναδρομή της πρώτης μου επαφής με το κείμενο και συνεχίζω στην παρουσίαση της παράστασης.



Ο Κλάιστ, συγγραφέας και φιλόσοφος τους 19ου αιώνα, του οποίου η ζωή και η σταδιοδρομία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν υλικό για ένα ξεχωριστό άρθρο, έμελλε να πρωτοεμφανισθεί κατά την περίοδο του ρομαντισμού, εν μέσω του συγγραφικού «μονοπωλίου» του τεράστιου Γκαίτε. Εκείνος, αν και ο κόσμος χαρακτήριζε τον Κλάιστ σαν συνεχιστή του έργου του, δεν τον ενέκρινε ποτέ, πράξη που στέρησε απ’ το νεαρό Γερμανό την αναγνωρισιμότητα και τη δόξα που μανιωδώς επιδίωκε. Το 1808 ολοκληρώνει την «Πενθεσίλειά» του και πολύ περήφανος γι’ αυτό του το κατόρθωμα, τη στέλνει στο μεγάλο φιλόσοφο να τη διαβάσει, όμως, εκείνος την απορρίπτει. Η αντιστροφή του μύθου της Αμαζόνας και του Αχιλλέα, με την πρώτη να είναι εκείνη που σκοτώνει τον Έλληνα στρατηλάτη, αφού όμως και οι δύο ερωτευθούν παράφορα ο ένας τον άλλον, αποτελεί εκείνο το στοιχείο που εξυψώνει το έργο του Κλάιστ. Επομένως, πρόκειται για μια ιστορία έρωτα κτηνώδους, παθιασμένου, κτητικού, ανηλεή και τελικά θανατηφόρου έρωτα, που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να ζήσει, αλλά λίγοι τολμηροί το επιδιώκουν. Ο έρωτας της Πενθεσίλειας και του Αχιλλέα κατά τον Κλάιστ ενσαρκώνει στον πιο τραγικό του βαθμό τη φράση «Όλα ή τίποτα!».

Αρχικά, να επισημανθεί πως η «Πενθεσίλεια» ανέβηκε στην μικρή σκηνή της Στέγης με όλες τις παραστάσεις να βγαίνουν sold out πριν την πρεμιέρα. Ο θίασος, επιλεγμένος με ιδιαίτερη προσοχή και συγκεκριμένα κριτήρια, απέδωσε τα μέγιστα επί σκηνής, προσδίδοντας στο έργο έναν αέρα εκσυγχρονισμένου έρωτα, αν και, χρονικά, το συμβάν τοποθετείται στον Τρωικό πόλεμο. Η Βίκυ Βολιώτη, μια πραγματική αμαζόνα εξωτερικά, ενσάρκωσε την πρωταγωνίστρια βασίλισσα, με τον πολύπειρο Θάνο Τοκάκη να συμπληρώνει το ζευγάρι.

Ο Δεντάκης παρουσίασε την Αμαζόνα του σαν μια σύγχρονη, δυναμική, γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα, που δε φοβάται να τα βάλει με την ανδροκρατούμενη κοινωνία, να πολεμήσει, να εναντιωθεί και να επαναστατήσει. Στο εισαγωγικό σημείο της Στέγης παρατίθεται η άποψη πως, ακριβώς εξαιτίας του χαρακτήρα της Πενθεσίλειας, η δημοτικότητα του έργου αυξήθηκε κατακόρυφα στις αρχές του 20ου αιώνα με την αφύπνιση του γυναικείου κινήματος. Η επιλογή του κόκκινου ως βασικό χρώμα στην ενδυμασία της βασίλισσας φαντάζει μονόδρομος. Εν αντιθέσει, ο χαρακτήρας και η υπόσταση του Αχιλλέα προσεγγίστηκε με αρκετά ρηξικέλευθο τρόπο. Ο Τοκάκης ανέδειξε έναν ήρωα που μετατράπηκε σε μαριονέτα ή ακόμη και σε κτήνος, σε πίθηκο, μόλις τα βέλη του έρωτα τον χτύπησαν. Κραυγές, χαμηλό κέντρο βάρους, λυγισμένα γόνατα, μειωμένη ομιλία και αφελές ύφος ήταν μερικά απ’ τα βασικά του χαρακτηριστικά. Μερικές στιγμές, μάλιστα, μπροστά στην όψη της αγαπημένης του, ο Αχιλλέας έκανε μηχανικές / χορευτικές κινήσεις κερδίζοντας έτσι το χαρακτηρισμό του ερωτευμένου - μαριονέτας των ορμών του.
 


Το τραγικό ζευγάρι, που σαν άλλοι ήρωες του Σαίξπηρ, τελικά πεθαίνουν και οι δύο, με την αμαζόνα αρχικά να σκοτώνει τον αγαπημένο της και τελικά να αυτοκτονεί, το πλαισίωναν ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών με την Συρμώ Κέκε, όμως, στο ρόλο της επιστήθιας φίλης της Πενθεσίλειας, Προθόης, να δίνει ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Επιπλέον, το, πιθανώς δίχως κόκκαλα (!), ευλύγιστο σώμα του Αινεία Τσαμάτη σε συνδυασμό με την τεχνικά άρτια κίνησή του, αξιοποιήθηκε στο μέγιστο απ’ το Δεντάκη, με το σκηνοθέτη να δίνει στον ηθοποιό του την εναρκτήρια σκηνή, όπου ο θεός Έρωτας εμφανιζόταν και χόρευε στους ρυθμούς εγχόρδων. Ο πανούργος αυτός χαρακτήρας θα εμφανισθεί δύο ακόμη φορές στη σκηνή, ζωντανεύοντας την πρώτη στη στιγμή που οι δύο πρωταγωνιστές ερωτεύονται ρίχοντάς τους τα βέλη του, αλλά και στο τέλος του έρωτά τους, πεθαίνοντας για το υπόλοιπο του έργου. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τον τρόπο παρουσίασης της Πρωθιέρειας, την οποία υποδύθηκε η Άλκηστης Πουλοπούλου, με τους Αργύρη Ξάφη και Κώστα Κορωναίο να την πλαισιώνουν ντυμένοι ως γυναίκες, σε αντιδιαστολή με τους βασικούς τους ρόλους του Οδυσσέα και του Διομήδη αντίστοιχα. Τουλάχιστον απολαυστικό και σε καμία περίπτωση σαχλό το οπτικό αποτέλεσμα, με τους τρεις αυτούς χαρακτήρες να εμφανίζονται υπό τους ήχους του πασίγνωστου γαλλικού τραγουδιού "Je T'aime".

Γενικότερα, το κωμικό στοιχείο υπήρξε διάχυτο στο έργο, με το Δεντάκη να δίνει έναν πιο ανάλαφρο χαρακτήρα σ’ ένα βαρύ, γερμανικό, δραματικό έργο, όμως με απόλυτο σεβασμό και συνέπεια σ’ αυτό που δημιούργησε. «Τραγικοί και κωμικοί ταυτόχρονα, όπως κάθε ερωτευμένος» οι, προσεγγισμένοι με αυτό τον τρόπο, χαρακτήρες του, ζωντάνεψαν τη συνολικής διάρκειας 125 λεπτών Πενθεσίλεια, χωρίς να νιώσω, ως θεατής, την ανάγκη για διάλειμμα, αλλά περισσότερο να αισθανθώ παιδί που του διαβάζουν παραμύθι. Και σίγουρα, το αφηγηματικό στοιχείο ενυπήρχε ούτως ή άλλως στο πρωτότυπο κείμενο, καθώς ειδικά η σκηνή του θανάτου του Αχιλλέα μεταφέρεται στο κοινό ή τον δυνάμει αναγνώστη, απ’ το στόμα της Μερόης, μίας εκ των αμαζόνων, στο ρόλο της οποίας επιλέχθηκε η Ηρώ Μπέζου. Από εκείνο το σημείο και μετά, οδεύοντας προς τους τίτλους τέλους, η Πενθεσίλεια εμφανίζεται στη σκηνή, δίχως να έχει συνειδητοποιήσει ακόμη πως σκότωσε τον αγαπημένο της, σέρνοντας τη σωρό του άτυχου άντρα που τον κατασπάραξαν τα σκυλιά, αλλά και η ίδια η αμαζόνα με τα δόντια της. «Θα μπορούσα από αγάπη να σε φάω» είχε πει πιο πριν και το εννοούσε μ’ έναν πιο μακάβριο τρόπο. Σαν άλλο σταυρό στην πλάτη της, η τραγική ηρωίδα φτάνει στη μικρή λιμνούλα που είχε δημιουργηθεί στο μινιμαλιστικό σκηνικό της παράστασης, βγάζει το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και τελικά βυθίζεται στο, αιματοβαμμένο απ’ το φωτισμό, νερό μαζί του, επιστρέφοντας στο υγρό στοιχείο, εκεί απ’ όπου ο άνθρωπος αναδύθηκε εκ πρώτης στιγμής.



Κλείνοντας το κείμενό μου και ενθυμούμενος όλες εκείνες τις σκηνές του έργου, ακόμη και τώρα αισθάνομαι χαρούμενος που είχα την τιμή να δω αυτή την παράσταση. Αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη, απόλυτα προσεγμένη σε τεχνικό επίπεδο και με τους οκτώ ηθοποιούς να υπηρετούν αξιοθαύμαστα το αρχικό πλάνο του ενορχηστρωτή τους, η «Πενθεσίλεια» ήταν μια παράσταση που προσωπικά θα προέτρεπα κάθε άνθρωπο να πάει να τη δει, αλλά δυστυχώς οι παραστάσεις της ήταν περιορισμένες. Ειλικρινά μακάρι να ξανανέβει αυτό το αριστούργημα είτε σε κάποια σκηνή εσωτερικού χώρου, είτε ακόμη και σε αρχαίο θέατρο. Διότι ο Κλάιστ, λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, γράφει το κείμενό του στα πρότυπα του Ομήρου και της Ιλιάδας του, δίνοντας έναν εκσυγχρονισμένο αρχαιοελληνικό χαρακτήρα στο έργο του. Ένα τελευταίο στοιχείο που με εντυπωσίασε όταν το διάβασα και θεωρώ πως αξίζει να διαβαστεί, σχετίζεται με τον τρόπο που ο Λευτέρης Βενιάδης δημιούργησε τη μουσική της παράστασης. Οπότε, δανειζόμενος το σχόλιό του στη σελίδα της Στέγης για την παράσταση, το παραθέτω αυτούσιο στη συνέχεια.

Το βασικό σκεπτικό για τη μουσική της Πενθεσίλειας

«Η μουσικότητα της παράστασης προήλθε μέσα από τη ροή των προβών και την αναλογία κεντρικών μοτίβων στους ήρωες και τις καταστάσεις του έργου. Μοτίβο έρωτα, μοτίβο Πενθεσίλειας, μοτίβο Αχιλλέα, μοτίβο Αχαιών, μοτίβο μάχης, μοτίβο φωτός. […] Επίσης, μιλώντας πιο ειδικά, μουσικά, σε μη μελωδικά σημεία, για την επιλογή των τόνων χρησιμοποίησα τη γνωστή «μέθοδο-σκεπτικό» των Bach και Schönberg, όπου από το όνομα PEntHEsilEA προκύπτουν οι νότες-τόνοι Ε, Η, Ε, Ε και Α, δηλαδή Μι, Σι, Μι, Μι και Λα, και από το όνομα ACHilEAs οι νότες Α, C, H, Ε και As, δηλαδή Λα, Ντο, Σι, Μι και Λα ύφεση.»

Λευτέρης Βενιάδης



Συντελεστές Παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Παντελής Δεντάκης
Κινησιολογία: Αγγελική Στελλάτου
Σκηνογραφία & Ενδυματολογία: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης
Φωτισμοί: Σίμος Σαρκετζής
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Ηχογράφηση-Μίξη: AUX Studio - Παναγιώτης Παρασκευαΐδης
Μετάφραση υπερτίτλων: Μέμη Κατσώνη

Εκτέλεση Παραγωγής: Λυκόφως - Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Παίζουν: Βίκυ Βολιώτη, Θάνος Τοκάκης, Αργύρης Ξάφης, Σύρμω Κεκέ, Άλκηστη Πουλοπούλου, Ηρώ Μπέζου, Κώστας Κορωναίος, Αινείας Τσαμάτης

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα