Στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (μπορείτε να βρείτε το αναλυτικό πρόγραμμα των παραστάσεων του Ιουλίου εδώ, και της Επιδαύρου εδώ) που πραγματοποιείται κάθε χρόνο, έχεις την ευκαιρία να παρακολουθήσεις μοναδικές και ιδιαίτερες παραστάσεις, είτε ως προς τη μοντέρνα και πειραματική σκηνοθεσία τους, είτε ως προς τα κείμενα ή αλλιώς τα ίδια τα έργα που επιλέγονται. Μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση ήταν η παράσταση «Οδυσσέας» του Τζέημς Τζόυς, που παρακολουθήσαμε στην Πειραιώς 260 πριν από αρκετές μέρες. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο, που η ομάδα Elephas Tiliensis επέλεξε να επεξεργαστεί δραματουργικά και να το ανεβάσει στο θεατρικό σανίδι. Αυτό από μόνο του κατέστησε την παράσταση εκ των προτέρων ενδιαφέρουσα, αφού τέτοιου είδους παραστάσεις, που βασίζονται δηλαδή ή εμπνέονται από λογοτεχνικά έργα, κινούν πάντοτε την περιέργειά μας για ευνόητους λόγους.
Ένα δεύτερο στοιχείο που είχε καταφέρει να μας δημιουργήσει ανυπομονησία και εξίσου μεγάλη περιέργεια με το προηγούμενο, ήταν πως τον πρωταγωνιστικό ρόλο της παράστασης «κρατούσε» ο αγαπημένος τραγουδοποιός και ερμηνευτής Παύλος Παυλίδης. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, κρυβόταν στην ουσία στο ίδιο το έργο του Τζέιμς Τζόυς, καθώς το κείμενο αυτό κουβαλά μια πληθώρα νοημάτων και προεκτάσεων, που χρήζουν της προσοχής και της ανάλυσης, αρχικά, του αναγνώστη και, στην προκειμένη περίπτωση, του θεατή. Ένα κορυφαίο έργο και ίσως το δημοφιλέστερο του Τζόυς, πιθανόν και το πιο αντιπροσωπευτικό του ύφους του. Ένα έργο που αξίζει να σημειωθεί πως, λόγω του μεγάλου θορύβου που προκάλεσε κατά την κυκλοφορία του, απαγορεύτηκε για ένα μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και στις Η.Π.Α.
Η παράσταση ήταν βασισμένη στα κεφάλαια «Ναυσικά» και «Πηνελόπη» του μυθιστορήματος του Τζόυς, ο οποίος ενσωματώνει στον κύριο και την κυρία Μπλουμ στοιχεία του Οδυσσέα και της Πηνελόπης αντίστοιχα. Ο πρώτος, μια καρικατούρα του ομηρικού ήρωα, η δεύτερη, η μοιχαλίδα σύζυγός του. Η εκκλησία κάπου ανάμεσα, το Δουβλίνο στο βάθος και τα πάθη στο προσκήνιο. Ο «Οδυσσέας» του Τζόυς έχει αναφορές στον ομηρικό ήρωα, αλλά συνάμα είναι αλλιώτικος. Στο μυθιστόρημα επαναγράφεται ο μύθος του Οδυσσέα και αναδύεται ένα κείμενο αντι-εθνικιστικό, αντι-εκκλησιαστικό, σεξουαλικό και βλάσφημο. Όλα αυτά τα στοιχεία του κειμένου μεταφέρθηκαν στον θεατή μέσα από την παράσταση του Δημήτρη Αγαρτζίδη, ο οποίος δεν αλλοίωσε τα υφολογικά χαρακτηριστικά του κειμένου, αφήνοντας έτσι να ξεχυθεί στη σκηνή η τέχνη της γλώσσας του, η αμεσότητα, η χυδαιότητα, η ωμότητα και η επανάστασή του.
Ο εσωτερικός μονόλογος, τεχνική την οποία ο Τζόυς εισήγαγε με τον «Οδυσσέα» επηρεάζοντας τους σύγχρονους λογοτέχνες, αποτέλεσε την βάση της παράστασης, ξεκινώντας από τη Μαρία Σκουλά, στο ρόλο της Πηνελόπης ή της Μόλλυ Μπλουμ, και δίνοντας τη σκυτάλη στον Χορό και αργότερα στον Παύλο Παυλίδη, στον ρόλο του Οδυσσέα / Λεοπόλδου Μπλουμ. Μονόλογοι γεμάτοι συναισθήματα, άλλοτε ξεχειλίζοντας οργή και άλλοτε λαχτάρα, ζωντανοί, εκφραστικοί, με κίνηση, ένταση, περιγραφικοί και σε καμία περίπτωση στατικοί. Η διαρκής κίνηση πάνω στο τεράστιο, επιβλητικό και ταυτόχρονα απόκοσμο σκηνικό, δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ενώ λειτουργούσε συνεπικουρικά στο να αναδειχθεί η εικονοπλασία του Τζόυς. Ένα στοιχείο που ήταν έκδηλο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και που η σκηνοθεσία του Δημήτρη Αγαρτζίδη συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό, στο να διατηρηθεί ατόφια κατά τη θεατρική διασκευή.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν πάρα πολύ καλές και κατάφεραν να μας εντάξουν στο κλίμα τόσο της παράστασης όσο και του λογοτεχνικού κόσμου του Τζόυς. Η Μαρία Σκουλά υπήρξε εκφραστικότατη και απολύτως πειστική, αποδίδοντας από τη μία πλευρά την πληγωμένη και βαθύτατα θυμωμένη σύζυγο και από την άλλη τη γυναίκα που αναβλύζει η λαχτάρα και το πάθος από μέσα της. Με αέναη κίνηση σε στη σκηνή, σκαρφαλώνοντας, πέφτοντας, φωνάζοντας και κλαίγοντας, με τη δυνατή και γεμάτη ένταση φωνή της, έδωσε παλμό σε ολόκληρη την παράσταση και κράτησε τον ρυθμό της από την αρχή μέχρι και το τέλος. Ο Χορός ή αλλιώς οι Σειρήνες, που αποτελούνταν από τη Βίκυ Κατσίκα, τη Μαρία Μοσχούρη, τη Τατιάνα Άννα Πίττα, είχαν, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, τη θέση τους στο βάθος της σκηνής σε κάποιο ύψωμα. Με τα ποδήλατά τους και τα φανταχτερά τους ρούχα, παιχνιδιάρες και τσαχπίνες, έδωσαν μια άλλη πνοή στην παράσταση, αποτυπώνοντας την «αντίθετη πλευρά».
Ο Παύλος Παυλίδης υπήρξε μια ευχάριστη έκλπηξη, αφού έφερε εις πέρας τον ρόλο του πονηρού, μυστήριου, αλλά και «κερατά» Οδυσσέα / Λεοπόλδου Μπλουμ. Ήταν ένας ρόλος που φάνηκε πως του ταίριαξε υποκριτικά και πως έδεσε με την παιχνιδιάρικη και εκφραστική περσόνα που απολαμβάνουμε στις συναυλίες του. Λαμβάνοντας υπόψιν πως ήταν το ντεμπούτο του στον χώρο του θεάτρου, καθώς και το γεγονός πως πρόκειται για έναν απαιτητικό ρόλο σε ένα δύσκολο έργο, ήταν πολύ καλός. Μπορεί η άρθρωσή του να μην έφτασε τα επίπεδα των ηθοποιών, οι οποίοι την εξασκούν χρόνια ολόκληρα, ωστόσο του αξίζουν συγχαρητήρια. Τέλος, πολύ καλή ήταν, επίσης, η Ελένη Ποζατζίδου στον ρόλο της κόρης του ζευγαριού, της Μίλλυ Μπλουμ, με την παιδικότητα και την αθωότητα που εξέφρασε, όπως άρμοζε στον χαρακτήρα που κλήθηκε να αποδώσει.
Μπορεί σε κάποια σημεία να φάνηκε πως έκανε «κοιλιά» η παράσταση και σε ελάχιστα άλλα να προσπαθούσε ο θεατής να κατανοήσει το τι ακριβώς γίνεται στο έργο, ειδικά αν δεν είχε διαβάσει το κείμενο, ωστόσο αυτά δεν υπήξαν εμπόδιο στο να αποτελέσει η παράσταση μια πολύ καλή, ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη δουλειά. Μέσα από δύο κεφάλαια ενός κορυφαίου μυθιστορήματος, η ομάδα Elephas Tiliensis και οι συντελεστές της παράστασης, κατόρθωσαν να επεξεργαστούν ένα δύσκολο κείμενο, να διασκευάσουν έναν τόσο σημαντικό συγγραφέα και να δημιουργήσουν στην ουσία ένα καινούργιο έργο βασισμένο στον «Οδυσσέα» του Τζέυμς Τζόυς, χωρίς να αποκόψουν τα σημαντικά στοιχεία του, το περιεχόμενό του, το νόημά του και, φυσικά, το ιδιαίτερο ύφος του. Φεύγοντας - και για τις επόμενες μέρες - τόσο το κείμενο της παράστασης όσο και πολλές από της σκηνές της ήταν ζωντανές στο μυαλό του θεατή, και αυτό ίσως να σημαίνει πως ο (ένας) στόχος επετεύχθη.
Δεν μπορούμε, κλείνοντας, να παραλέιψουμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε η ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής, η οποία υπήρξε μεγάλο ατού, καθώς δημιούργησε την απαραίτητη ατμόσφαιρα και έδωσε άλλη αίσθηση στην παράσταση, με τους μουσικούς: Θοδωρή Σοφόπουλο (τύμπανα, κρουστά), Χάρη Παρασκευά (τύμπανα, bass synthesizer), Παντελή Νικηφόρο (ηλεκτρική κιθάρα), Κώστα Κωστίδη (synthesizer).
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.