Τι θα ακούσεις:
Post-Punk Revival, Alternative Rock
Τραγούδια που αξίζει να ακούσεις:
If You Really Love Nothing, The Rover, It Probably Matters
Βαθμολογία: 5,5/10
Η δισκογραφική επιστροφή των Interpol, μετά από 4 χρόνια, ήρθε, περνάει και -μάλλον- δεν θα ακουμπήσει.
Η δύναμη στη μουσική των Νεοϋορκέζων ήταν πάντοτε η δυνατότητα τους να χαράσσουν και να αναμιγνύουν μερικές γλυκές μελωδίες με τραχιά riffs. O συνδυασμός αυτός με τα βαριά φωνητικά του Paul Banks και τoν ρυθμό του Sam Fogarino, ήταν αυτoς που τους καθόρισε ως μια από τις επιδραστικότερες μπάντες στις αρχές του αιώνα. Εδώ όμως και μια δεκαετία οι Interpol βρίσκονται σταθερά σε καθοδική πορεία με αποκορύφωμα την τελευταία τους δουλειά.
Το "Turn On the Bright Lights", μπορεί να είναι λαμπρό άλμπουμ, ενώ το σκοτάδι του ακόμα περιπλανιέται ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Μεγάλου Μήλου, με τραγούδια όπως το "Untitled", το "Obstacle 1" και το "Stella Was a Diver and She Was Always Down". Αυτό που το έκανε μέχρι και σήμερα να θεωρείται ένας κλασικός δίσκος, είναι πως «έσκασε» μέσα στην καταστροφική θλίψη που έπλεε στον ορίζοντα της πόλης, μετά την 11/9, δηλαδή, η συνάφεια και η συμβατότητα του περιεχομένου του. Στο πρόσφατο album τους με τίτλο, "Marauder", πολλά από τα παραπάνω δεν συνέβησαν ή/και δεν λειτούργησαν σωστά.
Για το έκτο album τους, Marauder, το συγκρότημα ηχογράφησε με τη βοήθεια του φημισμένου παραγωγού Dave Fridmann (Mercury Rev, The Flaming Lips, MGMT), ο οποίος πρότεινε να περιορίσει τα στούντιακά session και να επιδιώξει έναν πιο ευρύ και ζωντανό ήχο. Αυτή η προσέγγιση φαίνεται να έχει λειτουργήσει -γενικώς- σε δισκογραφικές δουλείες του πρόσφατου παρελθόντος πολλών συγκροτημάτων, συχνά ευεργετικά, αλλά δεν φαίνεται να ταίριαξε στην ηχητική παλέτα των Interpol.
Για του λόγου του αληθές, ο δίσκος ξεκινάει καλά και αφήνει μια ελπίδα να πλανάται στον αέρα. Το εναρκτήριο “If You Really Love Nothing” έχει όμορφες μελωδίες σε όλη τη διάρκειά του, και dreamy ήχους, ταυτόχρονα με όμορφους κιθαριστικούς ρυθμούς. Το lead single, “The Rover”, είναι το πιο έντονο και upbeat κομμάτι του δίσκου, με dance punk στοιχεία, συνοδευόμενα από ένα καλογραμμένο riff. Και εκεί εντοπίζεται και το σημαντικότερο πρόβλημα του δίσκου. Μετά το “The Rover” ο δίσκος δεν μπορεί να ακολουθήσει το tempo που έχει ήδη στοιχειοθετήσει.
Και κάπου εδώ επιστρέφουμε στον πρόβλημα που εντοπίζεται στην παραγωγή. Από την αρχή φαίνεται η διάθεση για μια ψευτό- lo-fi αισθητική, που καταλήγει να δημιουργήσει έναν τελείώς flat ήχο, με όλα τα όργανα μπερδεμένα μεταξύ τους, τα μπάσα μπουκομένα και -αλήθεια γιατί;- τα φωνητικά του Paul Banks να ακούγονται τόσο ενοχλητικά. Είναι εμφανή τα -πολλά- λάθη στη μίξη. Προσωπικά θεωρώ πως είναι μια από τις χειρότερες παραγωγές σε δίσκο της φετινής χρονιάς.
Στη συνέχεια του δίσκου ο ήχος γίνεται αρκετά επαναλαμβανόμενος και τα Interlude 1 και 2, είναι μικρές, μονόλεπτες, απολαύσεις. Δύο ατμοσφαιρικά κομμάτια, που βρίσκονται εκεί για τις καλύτερες εναλλάγες μεταξύ των τραγουδιών και για κάποιο λόγο με πείθουν πως οι Intrerpol θα μπορούσαν να γραψουν ένα καλό ambient instrumental album, αν τους δινόταν η ευκαιρία.
Δυστυχώς, όπως συνέβη και στις προηγούμενες κυκλοφορίες των Interpol, το τελικό αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ ασύμβατο και επιδερμικό για να έχει διάρκεια στον χρόνο. Τραγούδια όπως το "Complications" αποτυγχάνουν να επιδείξουν σαφή κατεύθυνση, ενώ τα "Stay In Touch" και "Surveillance" «γεννήθηκαν» μέσα από μέτρια riffs, που διαρκούν πολύ περισσότερο από ό, τι είναι απαραίτητο. Στο “Party's Over” ευχόμουν ο τίτλος να γίνει πραγματικότητα και το “It Probably Matters” ήχησε σαν ένα όμορφο ψέμα, περισώζοντας μερικά από τα κακώς κείμενα του δίσκου.
Όλα τα κύρια συστατικά της μουσικής των Interpol λείπουν. Οι βαθιές, υπνωτικές μπασογραμμές, οι μελωδίες της κιθάρας του Daniel Kessler και τα μελαγχολικά φωνητικά του Paul Banks. Τελικά, ένας νέος παραγωγός και μια φωτογραφία του Elliot Richardson στο εξώφυλλο δεν έφτασαν για να κάνουν το “Marauder” ένα ξεχωριστό album των Interpol.