Το φιλμ The Fighter έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να εγκαινιάσει ένα καινούργιο κεφάλαιο ιστοριών γύρω από το μποξ που ανεξάρτητο και αυτοτελές θα λαμπύριζε μέσα στο σκουπιδαριό παρόμοιων παραγωγών. Είναι μια ταινία για το μποξ; Όχι. Είναι σαν τον Παλαιστή του Aronofsky; Είναι καλύτερο.
Η κεντρική σκηνογραφία του φιλμ είναι οι δρόμοι του Λόουελ της Μασσαχουσέττης και τα μποξ-ρινγκ Γ’ Εθνικής. Αλλά οι πρωταγωνιστές, και οι χαρακτήρες, απογειώνουν την ταινία πέρα από τις μπουνιές και τα ράμματα όταν από την αρχή είναι προφανές ότι οι δημιουργοί καταπιάνονται με τους τρεις αυτούς ήρωες:
Ο Ντίκι (Κρίστιαν Μπέιλ) ήταν κάποτε επαγγελματίας μποξέρ σε μικρές μάλλον κατηγορίες αλλά ένα περίφημο νοκ-άουτ στον καλύτερο τότε Σούγκαρ Ρέι τον βάφτισε το καμάρι του παρηκμασμένου Λόουελ. Εδώ, ο Κρίστιαν Μπέιλ δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του και ταυτόχρονα μια συγκλονιστική παράσταση πέρα και πάνω από το The Fighter. Σάπια δόντια, μάτι-γυαλί, κοκαλιάρης, πίνει κρακ, ξεχνιέται, ζει με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί ακόμη να επιστρέψει στα ρινγκ, πηδάει από παράθυρα νομίζει ότι τον κυνηγάνε, έχει βγάλει φαλακρίτσα, πισωγυρίζει, σαλιαρίζει με μια κάμερα που δήθεν γυρίζει ντοκιμαντέρ για την καριέρα του, ταμπουρώνεται στον τεκέ, περπατάει στις μύτες, τρέχει σα ξεβιδωμένος, στήνει τον αδελφό του στις προπονήσεις, αποσαθρώνεται σταδιακά, αλλά το κωλόπαιδο ξέρει πολύ καλό μποξ.
Ο αδελφός του Μίκι (Μαρκ Γουόλμπεργκ) είναι απλός άνθρωπος αλλά όχι κωθώνι, ένας – ενεργός – μποξέρ που με την ιδιοσυγκρασιακή του γείωση, βρίσκοντας ως εξαιρετικό αγωγό τον Γουόλμπεργκ, ισορροπεί τον φραμπαλά που ξεσηκώνει ο υπερκινητικός πειραγμένος αδελφός του. Ο Μίκι έγινε μποξέρ λόγω του αδελφού, και προσπαθεί να γίνει πετυχημένος μποξέρ, παραδόξως, προσπαθώντας να βγει από την σκιά του αδελφού, για να πιάσει την καλή μέσα στη μιζέρια του Λόουελ και να μαζέψει πέντε δολάρια που θα του εξασφαλίσουν μια μέτρια ζωή γι’ αυτόν και την κοπέλα του.
Η μητέρα Άλις (Μελίσα Λίο μεταμορφωμένη) καπνίζει τρία πακέτα την ημέρα, τραβάει πίσω τα ξασμένα της μαλλιά, φέρνει βόλτα τις επτά κόρες της, κουμαντάρει τους γιους και υποτίθεται ότι μανατζάρει τον Μίκι με μια παραπανίσια, αν όχι επικίνδυνη, αυτοπεποίθηση.
Οι τρεις αυτοί εκπληκτικοί ηθοποιοί στους συγκεκριμένους αυτούς ρόλους με ενορχηστρωτή τον Ράσελ κατασκευάζουν ένα ενδοοικογενειακό δράμα αυτοκαταστροφής, αυτοσυντήρησης και αλληλεξαρτήσεων που σ’ έναν τόπο όπως το Λόουελ ξεδιπλώνεται με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Μέσα στις πόρτες καδράρονται χαρακτήρες που συνθέτουν την τριτοκοσμική αμερικανική επαρχία. Φυσικά, δεν είναι καλύτεροι από κανέναν εκειπέρα. Στα σκηνοθετικά, ο Ράσελ πετυχαίνει στην επιλογή του να γυρίσει ολόκληρες σκηνές αλά ESPN και στα υπόλοιπα κόβει με τον φακό κατευθείαν στο ψητό.
Εκεί που χαλάει η συνταγή, και ο λόγος για τον οποίο χάνει την ευκαιρία να γίνει μια ιδιαίτερη ταινία με βιτρίνα το μποξ, είναι ότι επιμελώς μπαγιατεύει από το μέση και μετά σαν να θέλει να μπει στο καλούπι της τυπικής κλιμάκωσης που παραδοσιακά σχημάτισε το Χόλιγουντ σε φιλμ που μόνο χάρη σε μια υπεραπλουστευμένη και δη χασάπικη καταχώριση μπαίνουν στο ίδιο ράφι με το παρόν και η αλήθεια είναι ότι αν και βλέπουμε ακόμη την φόρμα τους αλλού, έχουν ξεπεραστεί ως περιεχόμενο (βλ. κλιμάκωση πρωταθλητισμού). Η επιθυμία της ομάδας παραγωγής να θριαμβεύσει ο Fighter, επιστρέφει τους χαρακτήρες στο ψυχόδραμα όπου θα λυσσάξουν για λύσεις και χάνεται ο παλμός που στα νεύρα και στις φλέβες του Μπέιλ και στη βουδιστική πραότητα του Γουόλμπεργκ, με μια δόση The Heavy για μουσική υπόκρουση στα ωραία τους, μύριζε νοκ-άουτ.
Η κεντρική σκηνογραφία του φιλμ είναι οι δρόμοι του Λόουελ της Μασσαχουσέττης και τα μποξ-ρινγκ Γ’ Εθνικής. Αλλά οι πρωταγωνιστές, και οι χαρακτήρες, απογειώνουν την ταινία πέρα από τις μπουνιές και τα ράμματα όταν από την αρχή είναι προφανές ότι οι δημιουργοί καταπιάνονται με τους τρεις αυτούς ήρωες:
Ο Ντίκι (Κρίστιαν Μπέιλ) ήταν κάποτε επαγγελματίας μποξέρ σε μικρές μάλλον κατηγορίες αλλά ένα περίφημο νοκ-άουτ στον καλύτερο τότε Σούγκαρ Ρέι τον βάφτισε το καμάρι του παρηκμασμένου Λόουελ. Εδώ, ο Κρίστιαν Μπέιλ δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του και ταυτόχρονα μια συγκλονιστική παράσταση πέρα και πάνω από το The Fighter. Σάπια δόντια, μάτι-γυαλί, κοκαλιάρης, πίνει κρακ, ξεχνιέται, ζει με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί ακόμη να επιστρέψει στα ρινγκ, πηδάει από παράθυρα νομίζει ότι τον κυνηγάνε, έχει βγάλει φαλακρίτσα, πισωγυρίζει, σαλιαρίζει με μια κάμερα που δήθεν γυρίζει ντοκιμαντέρ για την καριέρα του, ταμπουρώνεται στον τεκέ, περπατάει στις μύτες, τρέχει σα ξεβιδωμένος, στήνει τον αδελφό του στις προπονήσεις, αποσαθρώνεται σταδιακά, αλλά το κωλόπαιδο ξέρει πολύ καλό μποξ.
Ο αδελφός του Μίκι (Μαρκ Γουόλμπεργκ) είναι απλός άνθρωπος αλλά όχι κωθώνι, ένας – ενεργός – μποξέρ που με την ιδιοσυγκρασιακή του γείωση, βρίσκοντας ως εξαιρετικό αγωγό τον Γουόλμπεργκ, ισορροπεί τον φραμπαλά που ξεσηκώνει ο υπερκινητικός πειραγμένος αδελφός του. Ο Μίκι έγινε μποξέρ λόγω του αδελφού, και προσπαθεί να γίνει πετυχημένος μποξέρ, παραδόξως, προσπαθώντας να βγει από την σκιά του αδελφού, για να πιάσει την καλή μέσα στη μιζέρια του Λόουελ και να μαζέψει πέντε δολάρια που θα του εξασφαλίσουν μια μέτρια ζωή γι’ αυτόν και την κοπέλα του.
Η μητέρα Άλις (Μελίσα Λίο μεταμορφωμένη) καπνίζει τρία πακέτα την ημέρα, τραβάει πίσω τα ξασμένα της μαλλιά, φέρνει βόλτα τις επτά κόρες της, κουμαντάρει τους γιους και υποτίθεται ότι μανατζάρει τον Μίκι με μια παραπανίσια, αν όχι επικίνδυνη, αυτοπεποίθηση.
Οι τρεις αυτοί εκπληκτικοί ηθοποιοί στους συγκεκριμένους αυτούς ρόλους με ενορχηστρωτή τον Ράσελ κατασκευάζουν ένα ενδοοικογενειακό δράμα αυτοκαταστροφής, αυτοσυντήρησης και αλληλεξαρτήσεων που σ’ έναν τόπο όπως το Λόουελ ξεδιπλώνεται με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Μέσα στις πόρτες καδράρονται χαρακτήρες που συνθέτουν την τριτοκοσμική αμερικανική επαρχία. Φυσικά, δεν είναι καλύτεροι από κανέναν εκειπέρα. Στα σκηνοθετικά, ο Ράσελ πετυχαίνει στην επιλογή του να γυρίσει ολόκληρες σκηνές αλά ESPN και στα υπόλοιπα κόβει με τον φακό κατευθείαν στο ψητό.
Εκεί που χαλάει η συνταγή, και ο λόγος για τον οποίο χάνει την ευκαιρία να γίνει μια ιδιαίτερη ταινία με βιτρίνα το μποξ, είναι ότι επιμελώς μπαγιατεύει από το μέση και μετά σαν να θέλει να μπει στο καλούπι της τυπικής κλιμάκωσης που παραδοσιακά σχημάτισε το Χόλιγουντ σε φιλμ που μόνο χάρη σε μια υπεραπλουστευμένη και δη χασάπικη καταχώριση μπαίνουν στο ίδιο ράφι με το παρόν και η αλήθεια είναι ότι αν και βλέπουμε ακόμη την φόρμα τους αλλού, έχουν ξεπεραστεί ως περιεχόμενο (βλ. κλιμάκωση πρωταθλητισμού). Η επιθυμία της ομάδας παραγωγής να θριαμβεύσει ο Fighter, επιστρέφει τους χαρακτήρες στο ψυχόδραμα όπου θα λυσσάξουν για λύσεις και χάνεται ο παλμός που στα νεύρα και στις φλέβες του Μπέιλ και στη βουδιστική πραότητα του Γουόλμπεργκ, με μια δόση The Heavy για μουσική υπόκρουση στα ωραία τους, μύριζε νοκ-άουτ.