Έχουν περάσει ακριβώς τριάντα χρόνια από την κυκλοφορία του ομώνυμου debut album των The Stone Roses και δεν έχει περάσει μέρα από πάνω του. Παραμένει ένα άλμπουμ που δε γερνάει, που σε όποια εποχή κι αν κυκλοφορούσε, θα ήταν το απόλυτο δεκάρι. Παραμένει ένα άλμπουμ που θα θυμούνται οι επόμενες γενιές. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια που καθορίζουν ολόκληρα είδη κι εποχές.
Ο δίσκος με τα λεμόνια στο εξώφυλλο έσκασε σαν βόμβα το 1989. Δε μπορώ να θυμηθώ πού και πώς ακριβώς, πάντως τον βρήκα σε ένα δισκάδικο στη Χαλκίδα. Είχα ακούσει πρώτα το “Fool’s Gold”, στην εκπομπή του Πετρίδη πιθανότατα (πού αλλού;) κι είχα μάθει για το ντόρο που έχει προκαλέσει και τις διθυραμβικές κριτικές (ίσως να είχα διαβάσει κάτι στο Ποπ & Ροκ). Η «κανονική» έκδοση περιλαμβάνει έντεκα τραγούδια (ενώ σε μια διαφορετική περιέχονται τα "Elephant Stone" και "Fool’s Gold"), που ουσιαστικά ορίζουν το Madchester μουσικό ιδίωμα και φυσικά ρίχνουν τους σπόρους για την άνοιξη της Brit Pop, με όλες τις σημαντικές μπάντες που ακολούθησαν.
Τι κάνει όμως αυτό το άλμπουμ τόσο ξεχωριστό, που ακόμη κι έπειτα από τόσα χρόνια ακούγεται τόσο ευχάριστα και μοναδικά σαν να είναι η πρώτη φορά; Οι The Stone Roses απλά είχαν μια θεία έμπνευση, έστω για ένα άλμπουμ. Γιατί μεταξύ μας το “Second Coming” δεν ήταν (ούτε είναι) άξιο αναφοράς. Ενσωμάτωσαν όλες τις επιρροές τους και συνδύασαν αρκετά μουσικά είδη μεταξύ τους, χωρίς ντροπές κι αναστολές. Ουσιαστικά έφτιαξαν ένα alternative-pop άλμπουμ, που μπορεί «να χορευτεί» από όλους και να αρέσει στους περισσότερους, αν όχι όλους.
Τα τραγούδια διαρρέουν συναισθήματα ταυτόχρονα χαρούμενα και μελαγχολικά. Οι στίχοι είναι έξυπνοι κι όχι εξυπνακίστικοι, σοβαροί κι όχι σοβαροφανείς. Οι ερμηνείες του Ian Brown, ακόμη και χωρίς ιδιαίτερες φωνητικές δυνατότητες, κουμπώνουν θαυμάσια στα παιξίματα, στις ενορχηστρώσεις και στις μελωδικές γραμμές.
Το έργο "Bye Bye Badman" του John Squire, κιθαρίστα των The Stone Roses, στο οποίο βασίστηκε το εξώφυλλο του άλμπουμ. Το έργο είναι εμπνευσμένο από την τεχνική του Jackson Pollock με αναφορές στον παρισινό Μάη του 1968.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “I Wanna Be Adored”', ένα από τα καλύτερα opening tracks που έχουν υπάρξει. Θυμάμαι να μου σηκώνεται η τρίχα στις πρώτες νότες του μπάσου και του έντεχνου παιξίματος της κιθάρας. Το 1989 ήμουν 15 ετών κι οι μουσικές που άκουγα έγραφαν μέσα μου. Ούρλιαζα στο εφηβικό μου δωμάτιο τους ελάχιστους στίχους του, κυρίως την ατάκα “I wanna be adored”. Γιατί ποιος άλλωστε δεν έχει την ανάγκη να αγαπηθεί/λατρευτεί;
Ακολουθεί το χορευτικό pop “She Bangs The Drum” και το εξαιρετικό “Waterfall” (και το δίδυμο του αντίστροφο “Don’t Stop”). Ακόμη κι αν είχαν γράψει μόνο αυτά τα τρία τραγούδια οι The Stone Roses, θα ήταν αρκετά για τους θυμόμαστε.
Όμως δε σταμάτησαν εκεί. Το άλμπουμ συνεχίζει με το “Bye Bye Badman”, κάνουν έπειτα μια μικρή δήλωση για την Ελισάβετ και φυσικά ακολουθεί το “(Song For My) Sugar Spun Sister”. Τραγούδια που σε κρατούν στον αέρα, χωρίς να σε προδίδουν.
Κάπου εκεί σκάει ένα ακόμη τεράστιο τραγούδι των Stone Roses, το “Made Of Stone”, που μαζί με το “I Wanna Be Adored” ακουμπάνε περισσότερο προς την ανεξάρτητη πλευρά τους, την πιο σοβαρή.
Στη συνέχεια έρχεται το «κουλ και γκρούβι» “Shoot You Down”, με τις γλυκιές κιθάρες να χαϊδεύουν τα αυτιά σου, όπως και τα φωνητικά του Ian Brown (καλύτερος από όσο περιμένεις). Έπειτα έρχεται ο ύμνος της Manchester “This Is The One”, που ήταν το δεύτερο τραγούδι ουρλιαχτών στην εφηβεία μου.
Το άλμπουμ κλείνει θριαμβευτικά με το οκτάλεπτο “I Am The Resurrection”, έναν indie ύμνο που χτίζεται σιγά-σιγά. Στο αποκορύφωμα βρίσκεται η ψυχελεδίζουσα φανκιά που αρχίζει κάπου στη μέση και δεν ξέρεις από πού βγαίνει ο ήλιος και το φεγγάρι.
Δυστυχώς οι Ian Brown, John Squire, Mani και Reni δεν κατάφεραν ποτέ να επαναλάβουν το θρίαμβο του debut album, ούτε καν να το πλησιάσουν. Η πολυαναμένομενη επιστροφή τους διήρκεσε μια πενταετία, με το άγευστο “Second Coming”. Ίσως και καλύτερα τελικά, τώρα που το σκέφτομαι. Γιατί έτσι θα μείνουν στην ιστορία της μουσικής με ένα εκκωφαντικό αριστούργημα.