Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το φαινόμενο της πρόσφατης αναζωογόνησης της παλιάς μουσικής των ΗΠΑ, πριν ακόμα και από την δημιουργία της ποπ και της ροκ μουσικής. Ήδη, για παράδειγμα, η swing μουσική έχει δει εξαιρετική άνοδο στη δημοτικότητά της τα τελευταία 10-15 χρόνια, ενώ δε φαίνεται να είναι και το μοναδικό είδος που απολαμβάνει αυτή την τύχη.
Εκτός όμως από τη swing, συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα και αλλού: Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναβίωσης μίας παλιάς φόρμας για ένα ευρύτερο κοινό και ένα από τα πιο επιτυχημένα παράδειγματα προσαρμογής μίας παλιάς μουσικής στα καινούρια πρότυπα, επί του παρόντος, είναι το συγκρότημα της Gospel, οι Blind Boys of Alabama. Ξεκίνησαν την ευρωπαϊκή περιοδεία τους την Παρασκευή και προσγειώθηκαν κατευθείαν στην Αθήνα και στο Gazarte την Παρασκευή 14/01. Σχεδόν όλοι δηλαδή: Ο ένας από τους τέσσερις τραγουδιστές έχασε την ανταπόκριση από Παρίσι με αποτέλεσμα να προσγειωθεί στο σεροδρόμιο ακριβώς την ώρα έναρξης της συναυλίας: Mission Impossible.
Οι Blind Boys of Alabama είναι σύγκροτημα που δημιουργήθηκε το 1939 και που από τότε, με διαφορετικά, κατά διαστήματα, μέλη στη σύνθεσή του, έχει διαγράψει τη δικιά του λαμπρή πορεία στο χώρο της Gospel μουσικής- και όχι μόνο. Σταθμός-ορόσημο, όσον αφορά, τουλάχιστον, τη διεθνή καριέρα τους, ήταν το 2001, όταν ο Peter Gabriel εξέδωσε στη δισκογραφική του Real World, το CD Spirit of the Century, πολυβραβευμένος δίσκος, μέσα από τον οποίον ξεκίνησαν να γίνονται γνωστοί και στο ευρύ κοινό και κυρίως, σε όλους εκείνους που χωρίς να έχουν ιδιαίτερα ακούσματα Gospel μουσικής, εντυπωσιάστηκαν από τον τρόπο που οι BBoA ερμήνευαν μεταξύ άλλων Tom Waits και Rolling Stones.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η συναυλία τους στο Gazarte. Διασκευές σε κομμάτια Rock, σε παραδοσιακά αμερικάνικα κομμάτια όπως το Amazing Grace, στα περίεργα blues του Tom Waits, σε μουσική του Stevie Wonder. Όλα δοσμένα με ιδιαίτερη ενέργεια, κέφι και ευαισθησία από το συγκρότημα που εκτός από τις 3 φωνές του, περιλάμβανε ηλεκτρική κιθάρα, πλήκτρα, μπάσο και ντραμς. Ένα πρόγραμμα που κύλαγε σαν ρυάκι, με πηγαία φυσικότητα και που παράλληλα, όμως, χαρακτηριζόταν από επαγγελματισμό και σοβαρότητα. Δεν υπήρχε τίποτα που να έχει αφεθεί στην τύχη ή στη συγκυρία της συγκεκριμένης βραδιάς.
Τα Λευκά Σακάκια των μεγάλων σε αξία αλλά και σε ηλικία τραγουδιστών «έγραφαν» ωραία στη σκηνή, ο μπασίστας με το ημίψηλο καπέλο και τα χρυσά δόντια ιδιαίτερος, λίγο αστείος και λίγο εντυπωσιακός. Σε ότι αφορά δε το μουσικό κομμάτι, οι μουσικοί, τραγουδιστές και μη, έδιναν κι αυτοί με τη σειρά τους το ιδιαίτερο χρώμα στα τραγούδια, με παρουσία έντονη αλλά όχι κραυγαλέα και πάνω από όλα με την αξιοθαύμαστη ικανότητα να ισορροπούν ανάμεσα στις παλιές φόρμες βγάζοντας όμως και το μοντέρνο, αυτό που θα κινούσε την περιέργεια ίσως, ακόμα κι ενός εικοσάρη, που δεν έχει ακούσει ποτέ Gospel αλλά ενθουσιάζεται παράλληλα με τους White Stripes.
Άψογος και ο ήχος στο -σχεδόν- γεμάτο Gazarte, με τα όργανα να ακούγονται πεντακάθαρα, δυνατά, αλλά όχι εκκωφαντικά και το κοινό, ως επι το πλείστον από 30 και πάνω, ενθουσιώδες, σε ένα συνολικά όμορφο περιβάλλον με ωραίο φωτισμό εντός και εκτός σκηνής και το κατάλληλο μέγεθος για μία συναυλία αυτού του είδους. Μία από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς ήταν το στιγμιότυπο οπου ο frontman της μπάντας Jimmy Carter κατέβηκε από τη σκηνή και έκανε τη βόλτα του μέσα στο gazarte (όντας τυφλός, υπό την καθοδήγηση βέβαια του κιθαρίστα) χαιρετώντας και αγκαλιάζοντας αρκετό κόσμο, ο οποίος έδειχνε ειλικρινή ανταπόκριση. Στο τέλος η μπάντα καταχειροκροτήθηκε και ανέβηκε στη σκηνή τρεις ακόμα φορές, μέχρι τελικά να παίξει κάποια μουσική από τον μίκτη και να το πάρουμε απόφαση ότι κάπου εδώ αποχωρούμε.
Όπως υποδηλώνει και το όνομα του συγκροτήματος, οι τραγουδιστές είναι (ήταν πάντα από την αρχή της δημιουργίας του) τυφλοί. Δεν το ανέφερα νωρίτερα, τουλάχιστον όχι εκτενώς, γιατι δεν θα έπαιζε κανένα απολύτως ρόλο: Μιλάμε για μουσικούς, που ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε άλλο, δημιουργούν, ζουν και αναπνέουν για τη μουσική που δημιουργούν και αυτό φαίνεται επί σκηνής. Δεν θα άλλαζε κάτι αν δεν ήταν τυφλοί ή αν ήταν 10 πόντους κοντύτεροι. Και η εξίσωση της μουσικής αξίας με μία κάποια συμπάθεια λόγω οίκτου είναι, πιστεύω, ανειλικρινής και αχρείαστη. Ακόμα λιγότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, οπού η μουσική αξία είναι τόσο προφανής και δεδομένη.
Κείμενο: Δημήτρης Βοσνάκης
Φωτογραφίες: Gazarte