Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που πήγα σε συναυλία, γεγονός αδιανόητο για μένα. Η ιδέα βέβαια μιας αποστειρωμένης βραδιάς, «βιδωμένος» σε καρέκλα και με μάσκα για πάνω από δύο ώρες, σίγουρα δεν έθετε την πιο κατάλληλη διάθεση. Παρόλα αυτά, Μαρία Παπαγεωργίου και Τεχνόπολη την πρώτη μέρα του Φθινοπώρου ήταν μια ευκαιρία που σαφώς δεν έπρεπε να χάσω. Το να ζεις την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη που σου αρέσει και τη μετάβασή του από τις μικρές σκηνές στους μεγάλους συναυλιακούς χώρους είναι μοναδικό συναίσθημα, άλλωστε.
Αρχικά να αναφερθεί η άρτια οργάνωση της Τεχνόπολης όπου δεν περιμέναμε ούτε 10' λεπτά για να μπούμε (αδιανόητο για καλοκαιρινή συναυλία) και όπου όλοι τηρούσαν με προσήλωση τα υγειονομικά μέτρα ασφαλείας. Η συναυλία άρχισε στην ώρα της, με τους Atomic Love να ανοίγουν την παράσταση. Σπάνια έχω βρεθεί σε καλοκαιρινή συναυλία μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη με opening act και ακόμη πιο σπάνια το opening act έχει όντως κάτι να πει. Το συγκρότημα παρουσίασε κάποια τραγούδια του από τον πρώτο του δίσκο που κυκλοφόρησε πρόσφατα ("Vol/1", 2020). Παρόλο που ο ήχος τους απείχε ελαφρώς από αυτόν της Μαρίας (για την οποία οι περισσότεροι είχαμε έρθει), οι συνθέσεις αλλά και τα άρτια φωνητικά της Εύας Βασιλονικολού μας συνεπήραν αμέσως.
Αφού το συγκρότημα ευχαρίστησε όλους όσους συνέβαλαν στο να βρεθούν εκεί και να ανοίξουν την παράσταση, στη σκηνή ανέβηκε η Μαρία με το συγκρότημά της εν μέσω χειροκροτημάτων. Όπως φάνηκε από τις επευφημίες δεν ήμουν ο μόνος που είχε στερηθεί για καιρό τις συναυλίες. Η συναυλία άρχισε με το «Τι Θα Μείνει» και το ατμοσφαιρικό «Αυτό Που Βλέπουν Τα Πουλιά» του Σταύρου Ρουμελιώτη. Κάπου εκεί μας παρουσίασε και την μπάντα με την Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο, τον Κρίτων Μπελλώνια στα τύμπανα, τον Γιώργο Ντάνη στο κοντραμπάσο και τον Σταύρο Ρουμελιώτη στις κιθάρες και τις ενορχηστρώσεις.
Στις επόμενες δύο ώρες η Μαρία μας παρουσίασε παλιές επιτυχίες άλλων ή και δικές της, αλλά και καινούργια ή και ακυκλοφόρητα όπως το «Πού Πας», επίσης του Σταύρου Ρουμελιώτη, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, όπως μας είπε. Το «Θα Σου Ψιθυρίζω Τη Μαρκίζα» προηγήθηκε του ραδιοφωνικού «Δε Σε Είδα», ενώ το κλασικό «Ξημερώνει» διαδέχθηκε τη διασκευή του «All Is Full Of Love» από τον κύκλο διασκευών της Μαρίας με τίτλο «Εσορία» που κυκλοφόρησε διαδικτυακά εν μέσω καραντίνας. Φυσικά δεν έλειψαν τα άκρως διαχρονικά και επίκαιρα «Πατρίδα», «Ανακωχή», «Σπόρος» αλλά και «Μόνο Ψέμματα» ενισχύοντας το κοινωνικό ύφος της συναυλίας σε μια περίοδο που κρίνεται απολύτως αναγκαίο.
Να προσθέσω πως ο κόσμος είχε μια έντονη εξωστρέφεια σε σχέση με προηγούμενες φορές που έχω παρακολουθήσει τη Μαρία. Έντονες επευφημίες καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, τραγουδιστική συνοδεία στα περισσότερα τραγούδια αλλά και το «απαραίτητο» άναμμα αναπτήρων ήταν κάποιοι τρόποι που ο κόσμος έδειχνε πως απολάμβανε αρκετά το όλο θέαμα. Προσωπικά, βέβαια, θα σταθώ στα τρία τραγούδια που αποτελούν από μόνα τους ξεχωριστή εμπειρία. Η Μαρία Παπαγεωργίου στα «All Is Full Of Love», «This Voice» αλλά και το ορόσημο πλέον «Κηπουρό» δίνει σαφώς μαθήματα ερμηνείας.
Για encore, η Μαρία με τους φίλους της στο κοινό μας επιφύλασσε μια μάλλον αυθόρμητη έκπληξη, όταν τραγούδησαν a capella μαζί με μια ομάδα από το κοινό πολυφωνικά το «Πέρασμα» του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Εστιάζω στο αυθόρμητα καθώς ο Σταύρος Ρουμελιώτης είχε παραμείνει στη σκηνή προφανώς για να την συνοδεύσει σε κάποιο επόμενο τραγούδι του encore, ωστόσο η ίδια μας καληνύχτισε με την αιθέρια ατμόσφαιρα αυτού το τραγουδιού.
Σίγουρα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία την οποία όσο ευχάριστα κι αν θυμάμαι, προτιμώ τις καλοκαιρινές συναυλίες χωρίς περιορισμούς. Πέραν των υγειονομικών κανόνων που δυσχέραιναν το κλίμα, ένα άλλο στοιχείο που με ξένισε ήταν η μικρή διάρκεια της συναυλίας που επίσης καθορίστηκε με βάση τις μεταμεσονύχτιες απαγορεύσεις. Η συναυλία ξεκίνησε γύρω στις 21.00 και τελείωσε λίγο μετά τις 23.00, ωστόσο προσωπικά για opening act και κανονική συναυλία θεωρώ πως ο χρόνος ήταν λίγος (χωρίς βέβαια να αμελούμε τις δυσκολίες μιας μεγαλύτερης παράστασης). Τέλος, το γεγονός που με προβλημάτισε έντονα ήταν οι κενές θέσεις. Πιστεύω πως είναι άδικο τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες να είναι τόσο προσιτοί και να οργανώνουν τόσο άρτιες παραγωγές σε πολύ λογικές τιμές εισιτηρίων και να μην το εκμεταλλευόμαστε. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια αυτό αποδίδεται στην αυστηρά ηλεκτρονική προπώληση, καθώς μόνο τα 10' που περίμενα για να μπω, «έφαγαν πόρτα» πάνω από δέκα παρέες που αναζητούσαν εισιτήρια στην είσοδο.
Όπως και να έχει, η αναμονή τόσων μηνών αποζημιώθηκε μάλλον «εν μία νυκτί». Αναμένω βέβαια μια πιο «ελεύθερη» συναυλία ώστε να απολαύσουμε την ταλαντούχα έκφραση σε όλο της το μεγαλείο.