«Άκουσα για πρώτη φορά, αυτό που αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα πως λέγεται Ρεμπέτικο, στα ελληνικά καφέ και στις ταβέρνες των προαστίων της Μελβούρνης, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Αυτά τα μέρη ήταν κυρίως οι τοπικοί κοινωνικοί κόμβοι Ελλήνων μεταναστών που είχαν έρθει σε διαδοχικά κύματα στην Αυστραλία, από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια της ημέρας γέμιζαν συνήθως από ομάδες ηλικιωμένων που έπαιζαν τάβλι πίνοντας ούζο ενώ ακούγανε λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.
Οι ενορχηστρώσεις από την άλλη είναι τιμιότατες, έχοντας χειριστεί το υλικό με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό. Ίσως και περισσότερο από όσο έπρεπε. Αν όμως όπως λέει το πρωταρχικό του κίνητρο ήταν να μοιραστεί αυτά τα τραγούδια με ένα αγγλόφωνο ακροατήριο, αλλά και να τσιγκλίσει τους φανατικούς, έχει πετύχει διάνα. Γιατί στους «ξένους» μαθαίνει τα τραγούδια, χωρίς να τα «πειράζει», τόσο που να απομακρύνονται από την αυθεντική τους μορφή και δίνοντάς τους και μια ιδέα τι περίπου λένε, τις ιστορίες που κουβαλούν. Οι παραδοσιακοί πάλι, όσο κι αν «τσιγκλίζονται», αν έχουν ανοιχτά τα τσάκρα τους, πιστεύω πως θα αναγνωρίζουν την ψυχή που κρύβεται πίσω από αυτήν την εργασία.
Πάντως το να ακουμπάς την παράδοση, είναι από μόνο του μεγάλο ζήτημα, πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει από ξένους ερευνητές και μουσικούς. Δηλαδή, για φανταστείτε Βούλγαρους να παίζουν Κέλτικα, Ρώσους country μουσική και Κογκολέζους να κάνουν θέατρο Νο. Βεβαίως κι όλα μπορούν να γίνουν κι έχουν γίνει, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να ρωτήσεις τους Κέλτες, τους Τεξανούς και τους Ιάπωνες να μας πουν τη γνώμη τους για το αποτέλεσμα.
Συμπτωματικά, ήμουν κι εγώ μετανάστης σε εκείνα τα νότια κλίματα, ερχόμενος από την Αγγλία, μερικά χρόνια νωρίτερα και για καλή μου τύχη το μέσο μεταφοράς μας, για το ταξίδι εκείνο των έξι εβδομάδων, ήταν ένα παλιό ελληνικό πλοίο που ονομαζόταν «Ελληνίς». Απ' αυτό το πλοίο ξεκίνησε η προσωπική μουσική μου οδύσσεια, όταν έμαθα για πρώτη φορά να παίζω κιθάρα. Με τα χρόνια, η αγάπη μου για «οτιδήποτε ελληνικό» έγινε μεγάλη και ειδικότερα σε ότι αφορά το Ρεμπέτικο. Όλα αυτά τα χρόνια, έχω φτιάξει μια σημαντική συλλογή από ηχογραφήσεις, παραδοσιακά όργανα και αναμνηστικά, που μου έδωσαν τελικά την έμπνευση και την πολύτιμη εκπαίδευση που απαιτείται για να μπορέσω να ηχογραφήσω μερικά από αυτά τα υπέροχα τραγούδια. Το γεγονός πως δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ηχογραφημένες εκδοχές ρεμπέτικων τραγουδιών με αγγλικούς στίχους, ήταν επίσης μια μεγάλη έκπληξη για μένα και τελικά έγινε το πρωταρχικό κίνητρο για να μοιραστώ αυτά τα τραγούδια με ένα αγγλόφωνο ακροατήριο, καθώς και να τσιγκλίσω την περιέργεια των φανατικά παραδοσιακών.
Brendan Perry
Bretagne, France.
Αφιερωμένο σε όλους τους πρόσφυγες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.»
Νοιώσατε κι εσείς την ανατριχίλα, με το που βάλατε να ακούσετε τα αγγλορεμπέτικα του Brendan Perry; Μπορεί να ήταν επειδή σας σηκώθηκε η τρίχα από το γραφικό του αποτελέσματος; Κανείς δεν πρόκειται να σας παρεξηγήσει, εξάλλου τα δίπολα, είναι έννοια που ανθεί στην ελληνική κοινωνία, συνήθως με καταστροφικές συνέπειες.
Νοιώσατε κι εσείς την ανατριχίλα, με το που βάλατε να ακούσετε τα αγγλορεμπέτικα του Brendan Perry; Μπορεί να ήταν επειδή σας σηκώθηκε η τρίχα από το γραφικό του αποτελέσματος; Κανείς δεν πρόκειται να σας παρεξηγήσει, εξάλλου τα δίπολα, είναι έννοια που ανθεί στην ελληνική κοινωνία, συνήθως με καταστροφικές συνέπειες.
Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα ήταν καλό να ρίξουμε μια ματιά στο εξώφυλλο του debut άλμπουμ των Dead Can Dance, στο μακρινό 1984. Δείτε λίγο τη γραφή στα δεξιά της εικόνας, τη γραμματοσειρά που έχουν επιλέξει για να γράψουν το όνομα τους. Δέκα χρόνια μετά κυκλοφόρησαν το «AION» και στο «Into The Labyrinth», που ακολούθησε είχαμε τα «Ariadne» κι «Emmeleia». Μην ξεχνάμε πού πήγαινε το πράγμα, με την «Anastasis» τους το 2012 και τον «Dionysus» τους, το τελευταίο τους άλμπουμ το 2018.
Πάντως το «Songs Of Disenchantment; Music From The Greek Underground», όπως είναι ο τίτλος του άλμπουμ, είναι αξιοπρόσεχτο, από όποια μεριά και να το δει κανείς. Πρώτα από όλα, η απόδοση των τραγουδιών στα αγγλικά είναι από μόνη της πεδίο βολής φτηνό. Δηλαδή πώς θα περιμέναμε να ακουστεί άραγε, για να μην προκαλεί τα ελαφρά γελάκια; Προσωπικά, το βρίσκω ευχάριστο, αλλά δεν μου φαίνεται και δύσκολο να «ενοχλεί».
Πάντως το να ακουμπάς την παράδοση, είναι από μόνο του μεγάλο ζήτημα, πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει από ξένους ερευνητές και μουσικούς. Δηλαδή, για φανταστείτε Βούλγαρους να παίζουν Κέλτικα, Ρώσους country μουσική και Κογκολέζους να κάνουν θέατρο Νο. Βεβαίως κι όλα μπορούν να γίνουν κι έχουν γίνει, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να ρωτήσεις τους Κέλτες, τους Τεξανούς και τους Ιάπωνες να μας πουν τη γνώμη τους για το αποτέλεσμα.
Θα μπορούσαν να γίνουν πολλά σε αυτήν τη δουλειά, θα σήκωνε σίγουρα λίγο περισσότερο πειραματισμό. Όμως μη νομίζετε πως είναι εύκολο να ξεφύγεις από την «κανονικότητα» των 4/4 και να παίξεις καρσιλαμάδες και ζεϊμπέκικα. Αυτό από μόνο του αποτελεί πειραματισμό για κάποιον ξένο κι έχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας.
Όσοι έχετε λατρέψει τους Dead Can Dance και τον Brendan Perry, στα σκοτεινά, τα αναγεννησιακά, τα αφρικάνικα και τα υπόλοιπα μουσικά τους ταξίδια ανά τον κόσμο, αφεθείτε και πάλι στη φωνή του και στο ελληνικό όραμά του. Μπορεί λίγο να κλωτσάει, αλλά ίσως είναι και για καλό. Μια καλή «σπρωξιά» τη χρειαζόμαστε.
Δουλειά που θα διχάσει εντός των πυλών, αφού σίγουρα θα χτυπήσει στο θυμικό, μένει όμως να δούμε και τις αντιδράσεις εκεί έξω.
Σχετικό θέμα