Ο δίσκος "Donda" ξεκίνησε όπως κάθε δίσκος ενός καλλιτέχνη δυναμικής εφταψήφιων (και βάλε) αριθμών: με την τυπική προ ετών ανακοίνωση ότι «έρχεται καινούργιο album», για να πάρει, στην τελική ευθεία, μια περίπου αναπάντεχη τροπή μέσω αλλεπάλληλων αναβολών που δοκίμασαν τα νεύρα του fanbase - αν και, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του εν λόγω δημιουργού, θα έπρεπε να ξέρουν καλύτερα. Το σοφό «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά» ρητό μεταφράζεται εν προκειμένω στο ότι οι απανωτές αναβολές σημαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει αφεθεί μισοτελειωμένο. Προσθέστε σε όλα αυτά την κυκλοφορία στις 29 του Αυγούστου, για την οποία ο Kanye δήλωσε ότι δεν είχε συμφωνήσει ποτέ με τη δισκογραφική. Και βάλτε σαν γαρνιτούρα από πάνω την από το πουθενά παρουσία δύο «μισο-cancelled» φυσιογνωμιών της φετινής χρονιάς να πλανάται πάνω από κομμάτι το οποίο δεν εμφανίστηκε στην αρχική tracklist του δίσκου χάρη σε πρωτοβουλία του label. Συν το ότι οι προς συζήτηση personae non gratae εμφανίστηκαν στο πάρτι-λανσάρισμα του δίσκου που έκανε ο καλλιτέχνης. Περισσότερα για αυτό στη συνέχεια.
Ας τα βάλουμε σε μια σειρά: ο Kanye έχει χάσει τη (μουσική) μπάλα. Γράφοντας ως θαυμαστής του έργου του καθώς και ως κάποιος που κάνει πρώτη φορά γραπτώς το «kanyeing-out» του [sic], θα εκφράσω τη γνώμη ότι ο τελευταίος πραγματικά αξιόλογος δίσκος που κυκλοφόρησε ήταν το "The Life Of Pablo" του 2016. Και ενώ καταλαβαίνω γιατί πάρα πολλοί εκφράζουν αδιάλειπτα θαυμασμό για την πρώτη LP τριπλέτα που κυκλοφόρησε στα mid-00s, η όχι και τόσο ταπεινή μου άποψη υποδεικνύει ότι ο Kanye στα 30s του δεν μπορούσε να λαθέψει ούτε κατά λάθος. Μιλάμε για ένα πραγματικό άγγιγμα του Μίδα εάν καταφέρνεις να βγάζεις ένα "808s & Heartbreak", ένα "My Beautiful Dark Twisted Fantasy", ένα "Yeezus" και ένα "The Life of Pablo" σε μια οκταετία. Και όλα αυτά χωρίς να αναφέρουμε τα εμβόλιμα συνεργατικά "Watch The Throne" (με Jay-Z) και "Cruel Summer" (με το ρόστερ του προσωπικού του label, GOOD MUSIC).
Ενώ θα μπορούσα αυτή τη στιγμή να γράψω ολόκληρα κείμενα για τον industrial παροξυσμό του "Yeezus" - και την επακόλουθη εύφημο μνεία από τον διαβόητα δύστροπο Lou Reed -, για την παροιμιώδη μεγαλοπρέπεια και καινοτομία του "MBDTF" καθώς και για τον σεμιναριακό εκλεκτικισμό του "The Life Of Pablo" - με δύο από τους σπουδαιότερους beatmakers εν ζωή, τους Havoc και Madlib, να δίνουν ρεσιτάλ παραγωγής -, θα σταθώ στο παραγνωρισμένο "808s & Heartbreak" που είχε προκαλέσει παγωμάρα στους κύκλους της hip-hop όταν είχε κυκλοφορήσει: ένας μελαγχολικός pop δίσκος σφυρηλατημένος από προσωπικές τραγωδίες (θανάτους και χωρισμούς, μεταξύ άλλων) ο οποίος, μέχρι και σήμερα, κατάφερε να παράξει σπαραξικάρδιες, μα ταυτόχρονα εύπεπτες ερμηνείες, καθιστώντας τον Kanye West, κατ' εμέ, ως το μοναδικό άτομο στον κόσμο που κατάφερε να ανάγει το auto-tune σε μορφή τέχνης, στέλνοντας τον T-Pain συστημένο στα μέρη μας και σε κατά τ' άλλα συμπαθέστατες συνεργασίες με Playmen. Δεν θα ήταν, δε, καθόλου υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ο Ye κατάφερε να δημιουργήσει μια lingua franca για την pop και τη hip hop, σχεδόν εξαλείφοντας τον κομπλεξισμό της δεύτερης προς την πρώτη και θέτοντας το αρχικό σχέδιο για τόσους καλλιτέχνες ούτως ώστε να γεφυρώνει ολοένα και περισσότερο, ο καθένας με τη σειρά του, το χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη.
Μετά τη ζωή του Πάμπλο, τι;
Μια αδιάφορη προσωπική δουλειά, δύο gospel συλλογές που λειτουργούν σαν καλοπροαίρετα αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα Sunday schools, μετριότατες παραγωγές σε Nas και Teyana Taylor και μια συνεργασία με τον Kid Cudi που αναπόφευκτα έπεσε θύμα του γενικότερου χάους που επικρατούσε στη δισκογραφία του. Μεταξύ όλων των παραπάνω παρεμβλήθηκαν εντεταμένα ακατάληπτα rants, είτε μέσω Twitter ή «διά ζώσης», υποστήριξη στο πρόσωπο του Donald Trump, μια αποτυχημένη καμπάνια για την προεδρία των ΗΠΑ, σκληροπυρηνική στροφή προς τον Χριστιανισμό, μια επιτυχημένη απόπειρα να γίνει ο πιο πλούσιος hip hop καλλιτέχνης εν ζωή, καθώς και ένα πολύκροτο διαζύγιο για το (προσωρινό) σβήσιμο. Και μετά τι; Η πολυαγαπημένη του αποθανούσα μητέρα, Donda West, δανείζει νομοτελειακά το όνομά της σε δίσκο του γιου της.
Το πώς θα αντιδρούσε που ο δίσκος φέρει συμμετοχές από τον, σύμφωνα με κατηγορίες, κατά συρροή σεξουαλικό παραβάτη, Marilyn Manson και τον προσφάτως αποκαθηλωμένο ελέω ομοφοβικών σχολίων DaBaby (αλλά και από τον γνωστό για τη βία του προς την πρώην σύντροφό του, Rihanna, Chris Brown) παραμένει και θα παραμείνει άγνωστο. Πάντα άνθρωπος που έδινε τεράστια έκταση σε ό,τι τον αφορούσε επαγγελματικά, κάποιος καλοπροαίρετος θα έλεγε μάλλον ότι με αυτές τις συμμετοχές εκτελεί παράτολμο PR stunt θέτοντας την ίδια του την καριέρα σε κίνδυνο, επαναπροσδιορίζοντας με μαεστρία (;) το ρόλο του agent provocateur που ο ίδιος έχει εδώ και καιρό επωμιστεί. Τι άλλο να σκεφτείς όταν ακούς Kanye και Manson να βροντοφωνάζουν στο ρεφρέν του "Jail, Pt. 2", "Guess we goin' down, guess who's goin' to jail tonight?" - εάν, φυσικά, οι ηθικοί φραγμοί του καθενός χαλαρώσουν αρκετά ώστε να πατηθεί το play στο εν λόγω track. Είναι όλα ένα διαβολικό παιχνίδι και είμαστε όλοι θύματά του.
Κάπου εδώ θεωρώ ότι εγείρεται και η κουβέντα για το πιο-επίκαιρο-από-ποτέ cancel culture. Αντί οι προαναφερθείσες κινήσεις να τον στείλουν στα τάρταρα της δημοφιλίας, ο δίσκος ξεκίνησε με το καλημέρα να σπάει ρεκόρ πωλήσεων, με το αποκορύφωμα να είναι η πρώτη θέση στο αμερικανικό Billboard, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του Eminem με δέκα σερί δίσκους που ντεμπουτάρουν στην κορυφή. Δεν θα χρειαστεί να μιλήσουμε για την περίπτωση του Drake ο οποίος επίσης πάει για μεγάλο αριθμό πωλήσεων έχοντας βρεθεί στο στόχαστρο της κοινής γνώμης επειδή «sample-αρε» κομμάτι του R. Kelly - τουλάχιστον ο δεύτερος δεν είχε ποτέ φυσική και εκούσια παρουσία στο δίσκο.
Αυτό που παρατηρούμε όμως είναι ότι το cancel culture απαιτεί μια μαζική όσο και ασυγχώρητη σύμπνοια απόψεων για να δράσει αποτελεσματικά - και, κατά μια έννοια, να προλάβει να φανεί πριν δημιουργηθούν λεγεώνες από ορκισμένους ακολούθους έτοιμους να υπερασπιστούν τα όποια πταίσματα του ινδάλματός τους. Δεν θα αναφερθούμε φυσικά σε περιπτώσεις όπου το νομικό σκέλος διαμορφώνει αδιάσειστη ετυμηγορία - όπως στις περιπτώσεις του R. Kelly ή του Harvey Weinstein. Μάλλον αντιλαμβανόμαστε ότι τα λαϊκά δικαστήρια έχουν δρόμο ακόμα για να εδραιώσουν μια λειτουργική αξιοπιστία και να μη δρουν αυθαίρετα και, τρόπον τινά, «όπου τα συμφέρει». Τρανό παράδειγμα αποτελεί η ταινία "Joker", η οποία, με καθολική έως και πρωτοφανής για τα δεδομένα της επιτυχία και ισότιμη αποδοχή από κοινό και κριτικούς, μιλώντας με σκληρό τρόπο για ορισμένες κοινωνικές παθογένειες, συμπεριλαμβάνει σε κομβικό σημείο κομμάτι του καταδικασθέντα για παιδεραστία Gary Glitter ("Rock And Roll Part 2") χωρίς καν να απαιτείται αφηγηματικά - τουτέστιν, οποιοδήποτε άλλο glam rock κομμάτι από τα '70s θα έκανε μια χαρά τη δουλειά του. Πέραν μιας ισχνής δημοσιογραφικής κάλυψης για το συμβάν (περισσότερο για τα χρήματα που ο ίδιος ο Glitter θα αποκόμιζε από τα δικαιώματα χρήσης του τραγουδιού) δεν θυμάμαι κάποια αντίδραση αντάξια των περιστάσεων.
Και το Donda, κύριε;
Ναι αλλά πώς είναι το "Donda" ως δίσκος; Σαφέστατα δεν είναι το 0/5 με το οποίο τον φιλοδώρησε η Independent, η οποία άτσαλα έντυσε ένα ένθερμο σχόλιο υπέρ της πολιτικής ορθότητας με το μανδύα της μουσικοκριτικής. Η τιτάνια και σαφέστατα κουραστική διάρκεια των σχεδόν δύο ωρών καθώς και η γενικότερη εννοιολογική αλλά και μουσική ασάφειά του είναι τα στοιχεία που εν τέλει θα ριζώσουν στη συνολική αποτίμηση. Φυσικά και υπάρχουν κομμάτια-δυναμίτες: το καρέ των "God Breathed", "Off the Grid", "Hurricane" και "Praise God" σίγουρα θυμίζουν έντονα, αν δεν αγγίζουν, παλιές ένδοξες στιγμές του, ενώ τα "Jail" και "Jesus Lord" (το καθένα συνοδεύεται κι από ένα remix στο tracklist) είναι τα επιβεβλημένα stand-out κομμάτια για περισσότερο σημειολογικούς λόγους - το πρώτο για τη σύμπλευση στιχουργικού περιεχομένου και συμμετοχών, το δεύτερο για την θεόπνευστα γαργαντουική διάρκεια.
Λες και θέλαμε ακόμη μία επιβεβαίωση για το ότι, αν μη τι άλλο, γνωρίζει πολύ καλά το πώς να επιλέγει αλλά και να διαχειρίζεται τους συνεργάτες του, στο φωνητικό/rap κομμάτι ξεχωρίζουν οι συμμετοχές των Weeknd, Playboi Carti, Shenseea και Jay Electronica (ο τελευταίος μάλιστα, με το εξαιρετικό του κουπλέ εδώ αλλά και με τους δύο περσινούς αριστουργηματικούς δίσκους που κυκλοφόρησε θέτει σοβαρότατη υποψηφιότητα για τον τίτλο του «late bloomer των τελευταίων ετών»), ενώ το κομμάτι της παραγωγής μοστράρει ζουμερά Easter Eggs μέσω ονομάτων όπως αυτό του συνήθη ύποπτου Gesaffelstein, του E*Vax από Ratatat αλλά και του γερμανικού producing duo Cubeatz. Μολονότι συνολικά αποτελεί με διαφορά την καλύτερη δουλειά του εδώ και μια πενταετία, δεν παύει να είναι ένας δίσκος ο οποίος ξεκινάει έχοντας πάρει φωτιά μόνο και μόνο για να τη σβήσει απότομα, για να θυμηθεί κάπου στη μέση ότι διαθέτει ισχυρή υποψηφιότητα στη δυνητική σπουδαιότητα, για να την πετάξει εν τέλει στον κάλαθο των αχρήστων με μια γκοσπελίζουσα (όσο και αχρείαστη) υπόκλιση διαρκείας.
Ακυρώνεται ο Kanye West, τελικά; Η μήπως ισχύει το ότι αν ζήσεις αρκετά για να εκτοξευθείς στην στρατόσφαιρα, η οποιαδήποτε εφήμερη πτώση πολύ δύσκολα θα οδηγηθεί σε εκκωφαντικό γδούπο προσγείωσης; Σκεφτείτε, παραδείγματος χάριν, πόσοι έχουν καταφερθεί κατά καιρούς εναντίον του επίσης προβοκάτορα (αν και σαφέστατα μετριοπαθέστερου συγκριτικά), Joe Rogan και κάποιων ομολογουμένως ιδιοσυγκρασιακών απόψεών του, μόνο και μόνο για να οδηγηθεί και με τη βούλα στο εσαεί (;) απυρόβλητο κατόπιν της ιστορικής συμφωνίας του με το Spotify. Από ένα σημείο και μετά, πρέπει να τραβήξεις την προσοχή της δικαιοσύνης για να επέλθει η οριστική αποσύνθεση του ειδώλου. Διόλου καλά νέα για τους αιμοδιψείς πολεμιστές του δυαδικού συστήματος.