Σε συνέχεια όσων υποστήριξα σχετικά με την αναγκαιότητα ο εγχώριος μουσικός τύπος να ρίξει τον φακό του περισσότερο πάνω στην εντός συνόρων μουσική δημιουργία - κι αφού έριξα στο τραπέζι μερικές προτάσεις για το πώς θα μπορούσε η μουσική δημοσιογραφία να ανεβάσει την αποτελεσματικότητά της - επανέρχομαι για να ρωτήσω: τι, τέλος πάντων, σημαίνει εκείνη η αρχική θέση μου;
Ωραία, ακόμα και με μύρια προβλήματα, μουσική αρθρογραφία εξακολουθεί να υπάρχει. Πράγμα που δείχνει ότι κάποιοι βάζουν μπροστά το μεράκι, την αγάπη τους για τη μουσική, την ανάγκη για έκφραση και τη διάθεσή τους για προσφορά, αν θέλετε. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, όλοι αυτοί ασχολούνται - όσο ασχολούνται - με τους καλλιτέχνες που δημιουργούν εδώ, δίπλα τους; Χρειάζονται άραγε μερικές άμεσες διορθωτικές κινήσεις;
Άρον το φτυάρι σου και περιπάτει
Η... πατρογονική επιταγή θέλει ως ακρογωνιαίο λίθο της μουσικής αρθρογραφίας την κριτική – είτε αυτή αφορά ένα ηχογράφημα, είτε, δευτερευόντως, μια συναυλία. Στα μέρη μας, βέβαια, η κριτική αντιμετωπίζεται διαχρονικά με εχθρική διάθεση. Έχει τύχει να μιλήσω με πολύ κόσμο για αυτό το θέμα, κι έχω διαπιστώσει ότι η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί την κριτική κάτι το ύποπτο, και σε κάθε περίπτωση ανεπιθύμητο.
Όταν, το 2017, δημοσιεύθηκε, σε άλλο μέσο, μια δισκοκριτική μου για το άλμπουμ "Erotica" του Monsieur Minimal, συνοδευόμενη από βαθμολογία 5/10, ένας φίλος και συνάδελφος έσπευσε να μου γράψει στο Messenger, μισοαστεία, μισοσοβαρά, πως «έθαψα» τον συμπαθή καλλιτέχνη. Ήταν έτσι, όμως;
Ας μην ξεχνάμε, κατ' αρχάς, ότι υπάρχουν και... χειρότερα: έχω βαθμολογήσει δίσκους και με 3/10 (θυμάμαι έναν της Φωτεινής Δάρρα), και με 4/10 (πάρα πολλοί για να τους αναφέρω εδώ). Γιατί έκανε το 5/10 τόσο μεγάλη εντύπωση στον φίλο μου; Μα, φυσικά, γιατί είχε συνηθίσει να γράφονται μόνο καλά πράγματα για τον Monsieur Minimal, συνήθως σε κείμενα που ήθελαν να περνιούνται για κριτικές, αλλά ήταν στην πραγματικότητα κάτι άλλο. Γενικότερα για τους Έλληνες καλλιτέχνες, σπάνια πια διαβάζεις μια αληθινά αρνητική κριτική. «Αν δεν έχεις κάτι καλό να γράψεις, καλύτερα μην γράψεις καθόλου» είναι η επωδός, κι αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που την ακούω, τώρα θα έπινα μοχίτο στη Χονολουλού.
Να με συγχωρείτε, αλλά ο ρόλος του δημοσιογράφου δεν είναι να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους καλλιτέχνες. Κι ένας από τους λόγους της όλης απαξίας που επικρατεί είναι ακριβώς το ότι πολλοί κάνουν ακριβώς αυτό: γράφουν κείμενα γεμάτα υπερφίαλες περιγραφές και κούφιους χαρακτηρισμούς, ωραιοποιώντας και στολίζοντας ηχογραφήματα που δεν το αξίζουν πραγματικά. Ελπίζοντας ότι θα καλοπιάσουν τον καλλιτέχνη, αποσκοπώντας, συνήθως, σε κάποια απροσδιόριστη μελλοντική εύνοια.
Δεν φταίει, βέβαια, μόνο η διάθεση για κολλητιλίκι· παίζουν κι άλλοι λόγοι. Όπως η άγνοια και η έλλειψη κατάρτισης (άμα δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ακούς, γράψε ότι είναι καλό και κανείς δεν θα το καταλάβει), αλλά και η δειλία κάποιες φορές. Όσοι έχουν τολμήσει να αρθρώσουν θαρραλέο κριτικό λόγο, ξέρουν τις επιθέσεις και το κλίμα που στήνεται, τουλάχιστον μέχρι να δείξουν ότι δεν μασάνε. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια έναν ταλαντούχο, ομολογουμένως, καλλιτέχνη, να σέρνει τα εξ αμάξης σε έναν, επίσης ταλαντούχο, κριτικό - χωρίς να τον κατονομάζει βέβαια (αλίμονο) - επειδή θεωρούσε ότι οι επιρροές που αναφέρονταν στο κείμενο που έγραψε ο δεύτερος δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Παρεμπιπτόντως, η βαθμολογία που είχε λάβει ο δίσκος του ήταν 8/10(!).
Όμως, για να σκεφτούμε λίγο: είναι όντως «θάψιμο» το να γράψεις μια κριτική που γέρνει προς το αρνητικό; Έτσι όπως το βλέπω εγώ, με δεδομένη την πληθώρα κυκλοφοριών που σκάνε τριγύρω, μέσα στο χάος του Spotify και του Bandcamp, θάψιμο - κυριολεκτικό - είναι το να αγνοηθεί εντελώς μια κυκλοφορία. Αντιθέτως, το να ασχοληθεί ένας συντάκτης με έναν δίσκο, και να γράψει ένα κείμενο, ακόμα και πολύ σκληρό, δείχνει ότι, τέλος πάντων, κάποιον λόγο βρήκε για να το κάνει. Κάτι που σχετίζεται με το ηχογράφημα τον οδήγησε εκεί.
Κάτι ήξερε ο George Michael Cohan όταν έλεγε «δεν με νοιάζει τι λες για μένα, αρκεί να λες κάτι για μένα και να γράφεις το όνομά μου σωστά». Αντιλαμβανόταν ότι κάθε «διαφήμιση», ακόμα και αρνητική, κάνει τη «δουλειά» της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κριτική του Άρη Καραμπεάζη για τον Αχινό του Λόλεκ, στο mic.gr. Ήταν τόσο αυστηρή, που αυτομάτως σου δημιουργούσε αισθήματα συμπάθειας για τον δημιουργό και τον δίσκο του. Κι οπωσδήποτε σε έκανε να θες να τον ακούσεις, για να διαπιστώσεις ιδίοις ωσίν προς τι το... μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός.
Του αγίου δελτίου τύπου το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν!
Βέβαια, όπως ξέρουμε, σήμερα ελάχιστες κριτικές γράφονται. Φέρνω ως παράδειγμα τον πρόσφατο δίσκο της Νατάσσας Μποφίλιου, Η Εποχή Του Θερισμού. Η ερμηνεύτρια είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο ελληνικό τραγούδι, αλλά κριτικές για το πόνημά της θα βρείτε ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού - όπως έγραφε πρόσφατα σε δικό του editorial και ο Γιώργος Μπαλιώτης. Αν δεν υπάρχει διάθεση να γραφτούν πράγματα για τη Μποφίλιου, φανταστείτε τι συμβαίνει για έναν καλλιτέχνη που κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο.
Αντί κριτικών, στην εποχή του διαδικτύου έχει βρεθεί η... μαγική λύση του δελτίου τύπου. Ξέρετε, εκείνο το επεξηγηματικό κείμενο που συνήθως συνοδεύει κάθε νέα κυκλοφορία και κάθε αναγγελία συναυλίας, προκειμένου να διαφωτίσει τον δημοσιογράφο που θα αναλάβει να γράψει ένα δικό του άρθρο. Ελλείψει πόρων και χρόνου, λοιπόν, τα περισσότερα site δημοσιεύουν αυτούσια τα δελτία τύπου - και νιώθουν ότι έβγαλαν την υποχρέωση.
Κορόιδα πιάνονται, βέβαια. Το δελτίο τύπου, ας μην το ξεχνάμε, είναι γραμμένο από τον καλλιτέχνη, τον ατζέντη του, την εταιρεία του. Είναι γραμμένο από εκείνους, δηλαδή, που θέλουν να πουλήσουν το προϊόν τους. Δημοσιεύοντάς το, λοιπόν, κάνεις ουσιαστικά τζάμπα διαφήμιση. Οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, άλλωστε, δεν το κρύβουν: προτιμούν τη δημοσίευση του δελτίου τύπου, από τη δημοσίευση μιας κριτικής, που ενδέχεται να είναι αρνητική - ή, ακόμα χειρότερα, κακογραμμένη. Πολλοί καλλιτέχνες επίσης το προτιμούν, και θα τους δείτε να ευχαριστούν στα κοινωνικά δίκτυα κάθε μέσο που τα δημοσιεύει. Η καταστροφή ολοκληρώνεται στο επίπεδο του μέσου αναγνώστη, του οποίου συνήθως διαφεύγει η πληροφορία ότι αυτό που διαβάζει δεν είναι η θέση κάποιου συντάκτη. Μιλάμε, το πράγμα δουλεύει ρολόι!
Τω την γλώτταν χρυσορρήμονι… not!
Άλλο μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής δημοσιογραφίας αποτελεί η συνέντευξη. Η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, προσφέρεται για περαιτέρω γνωριμία με έναν καλλιτέχνη.
Στα μέρη μας και στους καιρούς μας, έχει γίνει τρομερή κατάχρηση του εργαλείου αυτού, οδηγώντας στην απαξίωσή του. Πρώτα απ' όλα, μέχρι πρότινος (η πανδημία έχει φέρει και σε αυτό το θέμα μια καλοδεχούμενη αποχή) δημοσιεύονταν πάρα πολλές. Δίνονταν αβέρτα συνεντεύξεις, συχνά για ασήμαντες αφορμές - π.χ. κάποιος κυκλοφορούσε ένα (1) τραγούδι στο διαδίκτυο. Θυμάμαι πρόσφατα καλλιτέχνη με τον οποίο κανόνισα συνέντευξη, κάθισα και μελέτησα για να βγάλω ερωτήσεις, ώσπου μια μέρα είδα ότι είχε μόλις δημοσιευθεί άλλη συνέντευξή του στο ίδιο μέσο! Δεν είχε μπει καν στη διαδικασία να με ενημερώσει, και από μιαν άποψη δεν τον αδικώ: η αίσθηση που δινόταν γενικά ήταν ότι η συνεντεύξεις είναι σαν τα στραγάλια...
Κατά δεύτερον, σπάνια οι καλλιτέχνες της εποχής μας έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό μέσα από μια συζήτηση. Αλλά ακόμα κι αν έχουν, συνήθως δεν τολμούν. Έχουμε πήξει στις ανούσιες φλυαρίες, στα κλισέ και στα προφανή. Δεν έχουν διάθεση οι καλλιτέχνες να σπάσουν αβγά, φοβούνται να γίνουν δυσάρεστοι, προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν ουδέτεροι, νομίζοντας ότι έτσι θα γίνουν πιο αρεστοί.
Όλο αυτό «βοηθιέται» και από τον τρόπο διεξαγωγής των συνεντεύξεων, που πλέον γίνονται μέσω ανταλλαγής e-mail μηνυμάτων. Αυτό εξυπηρετεί πολύ τους καλλιτέχνες, αφού στον γραπτό λόγο μπορούν να είναι ακόμα πιο προσεκτικοί. Αλλά η ευθύνη των δημοσιογράφων δεν είναι αμελητέα, αφού υποκύπτουν, όχι μόνο στον τρόπο διεξαγωγής, αλλά και στην αποχή από δύσκολες ερωτήσεις. Αλλά, είπαμε, όταν δεν πληρώνεσαι γι' αυτό που κάνεις, δεν θα σκοτωθείς κιόλας για να το κάνεις σωστά...
Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς
Το ότι μέσα από την τέχνη ανακαλύπτεις την αλήθεια είναι ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχουν ειπωθεί. Αυτό δεν εμποδίζει, βέβαια, τους λειτουργούς της να χρησιμοποιούν την πολύπαθη αυτή έννοια στον λόγο τους: «είμαι αληθινός», «στα τραγούδια λέω τις αλήθειες μου» κ.ο.κ. Είναι τραγικά ειρωνικό, λοιπόν, το ότι σήμερα η επικοινωνία των καλλιτεχνών μέσω του τύπου γίνεται μέσα από πράγματα που γράφουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους και τα έργα τους, μέσα από εξωρραϊστικά κείμενα φίλων τους (νυν ή επίδοξων), και μέσα από σκηνοθετημένες κουβέντες τους με δημοσιογράφους.
Η δημοσιογραφία θα έπρεπε να απέχει από τα παραπάνω. Γιατί εκείνης, ναι, η αλήθεια είναι όντως αντικείμενο και σκοπός της. Κι ο μόνος τρόπος να βοηθήσει την εγχώρια μουσική σκηνή είναι να ρίξει μπόλικο φως επάνω της. Όχι μόνο στα πολλά και ωραία σημεία της, στις γωνιές της οργασμικής και πολύχρωμης δημιουργίας, αλλά και στις άλλες, τις πιο σκοτεινές, εκεί που υπάρχουν παθογένειες, αστοχίες και φούμαρα. Όχι για να οδηγήσει τους καλλιτέχνες στη «διόρθωση», αλλά για να αποκαλύψει στο κοινό την πραγματικότητα. Την όποια πραγματικότητα. Εκείνη που θολώνεται, κι εκείνη που αποκρύπτεται.
Ο κριτικός δεν είναι σύμμαχος του καλλιτέχνη προς επίτευξη της επιτυχίας. Αυτή είναι δουλειά των μάνατζερ, των συμβούλων, των επιτελείων των εταιρειών. Αντίθετα, ο μουσικογραφιάς είναι ο σύμμαχος του ακροατή, που θέλει να ανακαλύψει και να σκεφτεί. Που θέλει να ακούσει, επιτέλους, καλή μουσική.
Πλάτειασα πάλι, αλλά έχω κι άλλα να σας πω. Μη χαθούμε!