Ζούμε σε εποχή παράξενη. Κι όπως έλεγα και στα μισά της πρώτης καραντίνας: η συγκεκριμένη πρωτοφανής κατάσταση για κάποιους από εμάς δεν σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές. Μοναχικοί άνθρωποι - όχι δίχως φίλους, αλλά - με αγαπημένες ασχολίες και αραιές συναναστροφές, τον πρώτο καιρό ηρεμήσαμε. Δεν χρειαζόταν να λέμε όλα εκείνα τα «όχι» που λέγαμε παλαιότερα, ενώ ταυτόχρονα τα «ναι» μας απέκτησαν άλλη διάσταση. Ούτε χρειαζόταν να «δικαιολογούμε» τη μοναχικότητά μας σε όλους και να λαμβάνουμε τον οίκτο των «διπλών» (ή καλύτερα των ολόκληρων - ολοκληρωμένων μέσα από σχέσεις, γάμους και οικογένειες).
Δεν μου έλαχε, ως τώρα. Ίσως και να μη μου λάχει, τι να κάνουμε; Τι φούρια είναι αυτή; Παλαιότερα, οι γονείς ρωτούσαν, καμιά θεία ξεχασμένη ή ακόμα και οι γονείς των φίλων. Τώρα, περάσαμε στη νέα «επετηρίδα». Τώρα ρωτάνε ή λυπούνται (διακριτικά) οι φίλοι.
Την πιο γενναία στάση από όλους διατήρησαν οι ντελιβεράδες. Κι επειδή έχω υπάρξει τέτοιος στο παρελθόν, νιώθω ότι τους οφείλω ένα τέτοιο κείμενο.
Κάτι η ανεπροκοπιά μου, κάτι η δουλειά που δεν τελειώνει ποτέ, κάτι η ευκολία, καθημερινά πηγαινοερχόντουσαν (και πηγαινοέρχονται) ντελιβεράδες στο σπίτι. Είναι η σταθερή μου συντροφιά. Γνωριστήκαμε, πλέον, με αρκετούς. Δεν γίναμε και φίλοι, αλλά έχουμε εκείνη τη σχέση που μας επιτρέπει μια έξτρα - ερώτηση, ένα χαμόγελο ή λίγο αυθεντικό χιούμορ. Καμιά φορά και νοιάξη: «να προσέχεις τώρα που έχει πάγο ακόμα στο δρόμο» ή «κρύο έβαλε σήμερα».
Οι ντελιβεράδες ποτέ δεν σε ρωτάνε «αν (και πότε) θα φτιάξεις τη ζωή σου». Ούτε σου κάνουν παρατηρήσεις αν αυτό που παράγγειλες δεν είναι και τόσο υγιεινό. Επίσης, δεν σε «ζυγίζουν» με το μάτι αν πήρες κανένα κιλό, ούτε έχουν σώνει και ντε την απαίτηση να τους αφήσεις πουρμπουάρ (με τις «παλιοκάρτες» δεν είναι πάντοτε εύκολο).
Οι ντελιβεράδες είναι φίλοι μου. Οικογένεια σχεδόν. Διακριτική οικογένεια.
Δεν είμαι για να με λυπάσαι, φίλτατε αναγνώστη, σε διαβεβαιώ. Ούτε και για να με χαίρεσαι, βέβαια. Είμαι αυτό που είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε, που λέει και το άσμα. Άλλο άσμα, όμως, ταιριάζει στην περίσταση. Ετούτο εδώ, το ηρωικό και ευφάνταστο, που έγραψε ο Θέμος Σκανδάμης για την συγκινητική τάξη των ντελιβεράδων. Ναι, έχει φύγει το παιδί και έρχεται. Περίμενε λιγουλάκι.
Υ.Γ. Οι μόνοι ντελιβεράδες που με «στεναχωρούν» (ή ξενερώνουν) κάπως είναι εκείνοι που έρχονται και ανεβαίνουν στον πρώτο όροφο (που μένω) με το ασανσέρ. Για το δικό τους το καλό το λέω. Δώσε δυο δρασκελιές, ρε φίλε, και ανέβα. Καλό θα σου κάνει η κίνηση. (σημ: διευκρινίζω πως δεν εννοώ τον γλυκό κυριούλη που ήρθε προχθές και προφανώς δεν του ήταν εύκολη η σκάλα)