Εξομολογήσεις ενός μουσικοκριτικού τιτλοφορείται το κείμενο που θα διαβάσεις, γενναίε μου αναγνώστη (γενναίοι όσοι διαβάζουν τέτοια κείμενα στις μέρες μας - το δίχως άλλο). Και πριν από όλα, ας πούμε δυο - τρία «ρεφρενάκια» καθότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους:
α. Κανένας κριτικός τέχνης δεν χαίρεται όταν η ιδιότητά του του επιτάσσει να επισημάνει αδυναμίες στο έργο ενός καλλιτέχνη. Δεν μιλάμε εδώ για «τοποθετήσεις προϊόντων», αλλά για αγνή, καλοπροαίρετη, συμπονετική κριτική. Τι θαρρείτε; Ότι ευχαριστιέται κανείς όταν κάνει επισημάνσεις και σχόλια σε έναν άνθρωπο που πόνεσε, κοπίασε, «αιμορράγησε» και δόθηκε στην τέχνη του;
β. Μουσικοκριτική δεν είναι η αναφορά τίτλων, συντελεστών και «αγαπημένων» τραγουδιών του συντάκτη. Ας μην ανοίξουμε εδώ το τι είναι μουσικοκριτική και ας μείνουμε στο τι δεν είναι.
γ. Τέλος, αγαπημένο ρεφρέν - σαράκι: ο μουσικολόγος-μουσικοκριτικός είναι δημοσιογράφος, ο δημοσιογράφος δεν είναι μουσικολόγος-μουσικοκριτικός.
Πάμε τώρα στο κομμάτι των εξομολογήσεων για να «μπούμε και στο θέμα» γιατί κινδυνεύουμε να «μηδενιστούμε». Έστω ότι είσαι μουσικοκριτικός και κάποτε έγραψες μια κριτική (από εκείνες που φέρουν το χαρακτηρισμό «αρνητική») για ένα δίσκο. Δεν σου άρεσε, δεν τον κατάλαβες, δεν ήσουν στο «σωστό mood»; Την έγραψες. Σου «μούτρωσαν» με σειρά εμφανίσεως: ο ερμηνευτής, οι δημιουργοί, οι άνθρωποι της δισκογραφικής, οι φίλοι του καλλιτέχνη, ο ιδιοκτήτης του site που γράφεις κ.ο.κ. Και περάσανε τα χρόνια. Και ξεχάστηκε.
Σε μια ανύποπτη στιγμή, όμως, ένα από τα τραγούδια του δίσκου, άρχισε να σου «μιλάει». Ίσως τώρα πια ήσουν έτοιμος. Ή ήσουν άλλος. Ή ήταν κι ο δίσκος, πλέον, άλλος. Επίκαιρος, «ομιλητικός». Το άτιμο το timing που λέμε όσοι ξέρουμε από χυλόπιτες. Τι κάνεις; Το γράφεις; Ή το καταπίνεις;
Θα σας πω τη δική μου ιστορία, που δεν είναι ακριβώς αυτή, αλλά που είναι σαν κι αυτή. Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ της Ελεωνόρας Ζουγανέλη με τίτλο «Μ' Αγαπούσες Κι Άνθιζε», σε μουσική Μίνου Μάτσα και στίχους Ελένης Φωτάκη, δεν με «τράβηξε». Με είχε ενοχλήσει, τότε, και ο τρόπος της πρώτης διάθεσής του, αλλά κυρίως δεν συντονίστηκα με τα τραγούδια. Πέραν της εκπληκτικής δουλειάς που εντόπιζα στις ενορχηστρώσεις και την παραγωγή, δεν μπορούσα να «συνδεθώ».
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Έξι ολόκληρα χρόνια μετά. Με Δούρειο Ίππο τα «Κλαίει Ο Άγγελός Μου» και «Μείνε», κόλλησα. Δεν είχα γράψει τότε. Το απέφυγα. Σήμερα, όμως, γράφω ετούτο εδώ το κείμενο ανακουφισμένος. Γιατί ένας καινούργιος δίσκος λιώνει στα ακουστικά μου και γιατί άλλαξα γνώμη άλλη μια φορά (που είναι κάτι που απολαμβάνω όποτε μου συμβαίνει σε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής μου).
Υ.Γ. Το πιο ωραίο από όλα είναι ότι αυτή μου η «στροφή» πυροδότησε κουβέντες, ανταλλαγές απόψεων και inbox λατρεμένα. Για αυτά, δεν σου πέφτει λόγος, γενναίε μου αναγνώστη (ειδικά αν έφτασες ως εδώ την ανάγνωσή σου).