Ο Γιάννης Αγγελόπουλος είναι ντράμερ με παρουσία πολλών χρόνων στα μουσικά δρώμενα εντός και εκτός συνόρων. Ωστόσο, μόλις τα τελευταία χρόνια το έργο του έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό από έναν σημαντικό κύκλο ακροατών. Υπάρχουν οι προσωπικές κυκλοφορίες του, όπως το ομώνυμο LP του 2015, ωραία αποτελέσματα όμως προσφέρει και μέσα από τις συνεργασίες του, όπως το πολύ καλό EP με τίτλο «Κακό Ποίημα» μαζί με τον Παύλο Παυλίδη. Στην καινούργια κυκλοφορία, επηρεασμένη αναπόφευκτα από τον εγκλεισμό και τις επιπτώσεις του, ο Jan Van συναντάει τον Παρασκευά Κίτσο στο μπάσο, το Βαγγέλη Στεφανόπουλο στο πιάνο και τον Φώτη Σιώτα στο βιολί, για να αυτοσχεδιάζουν παίζοντας και να παίξουν αυτοσχεδιάζοντας.
Το "Streams" ουσιαστικά είναι το αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης. Είναι ένας δίσκος στις παρυφές της jazz, με αυτοσχεδιασμούς και πειραματισμούς στους οποίους εναλλάσσονται αδιάκριτα τα τέσσερα όργανα. Τόσο στον τίτλο όσο και στο δελτίο τύπου αναφέρονται το νερό και η ρευστότητά του ως θεματικές για το εγχείρημα και, ακούγοντάς το, μοιάζει ταιριαστό το αποτέλεσμα. Άρα και επιτυχημένο; Θα αναρωτηθεί κανείς. Για το συγκεκριμένο κριτήριο, μάλλον ναι, αν και αυτό αφορά περισσότερο τους μουσικούς και όσα είχαν στο κεφάλι τους εκείνη την ώρα. Ακόμα και γενικότερα, όμως, τα εννιά κομμάτια που μπορείτε να ακούσετε παρακάτω προσφέρουν όμορφες στιγμές, με τον συνδυασμό βιολιού και κρουστών να ξεχωρίζει (π.χ. στο "Recess Cascade") και κάνουν τη σαραντάλεπτη ακρόαση να περνάει όχι απλά χωρίς να κουράζει αλλά με πολλές αναλαμπές ενδιαφέροντος.
Ακούστε ολόκληρο το "Streams" αποκλειστικά παρακάτω, πριν την κυκλοφορία του στις 11 Ιουνίου:
Δελτίο Τύπου
Ο ΓΙΑΝ ΒΑΝ ξεκίνησε ως ντράµερ παίζοντας σε λαϊκά κέντρα διασκέδασης (µπουζούκια) πριν καν ενηλικωθεί, συνήθη πρώτα βήµατα για ένα νέο µουσικό στην ελληνική πραγµατικότητα. Εκεί βίωσε την λούµπεν, συχνά σουρεαλιστική ατµόσφαιρα αυτών των χώρων. Στα είκοσί του ξεκίνησε να δουλεύει ως τεχνικός συναυλιών, εκεί συνειδητοποίησε πως ένας ντράµερ µπορεί να είναι ταυτόχρονα εκτός απο µουσικός και παραγωγός. Τότε αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του, το 1996 πήγε στο Rotterdam's Conservatorium's (Codarts) Jazz Department. Στην Ολλανδία έζησε συνολικά εφτά χρόνια. Με την επιστροφή του στην Αθήνα ξεκίνησε συνειδητά να αναζητά τρόπους να συνδυάσει τη τζαζ µε το λαϊκο-δηµοτικό, στοιχεία που εντοπίζουµε στις τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του.
Από τα µέσα των ‘00s, ο ΓΙΑΝ ΒΑΝ έχει δραστηριοποιηθεί σε διάφορα projects στην Αθήνα, αν και η περίοδος που ακολούθησε υπήρξε δύσκολη για την τοπική µουσική σκηνή, µε πολύ περιορισµένες ευκαιρίες και έλλειψη χώρων για πολιτισµικές δραστηριότητες και συναυλιές. Επιπλέον, από το 2010 η Ελλάδα ως γνωστόν βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης. Σε µία χώρα µε ένα ήδη δυσλειτουργικό σύστηµα πολιτισµού, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ο πολιτισµός έγινε πολυτέλεια. Ύστερα από δέκα χρόνια ύφεσης, το Μάρτη του 2020 η πανδηµία της Covid-19 ήρθε να καταστρέψει κάθε προσπάθεια της χώρας που πάσχιζε να ανακάµψει και διέλυσε κάθε ελπίδα.
Μετά την αποµόνωση της πρώτης καραντίνας (Μάρτης - Μαης 2020), ο ΓΙΑΝ ΒΑΝ είχε την ιδέα να πραγµατοποιήσει µαζί µε άλλους τρεις μουσικούς ένα jam session ως διέξοδο έκφρασης.
Παράλληλα, το στοιχείο του νερού είχε καρφωθεί στο µυαλό του. Η ρευστότητά του, η ορµή του και η ιδέα µιας ήσυχης αλλά αστείρευτης ροής ήταν η µόνη γενική ιδέα που µοιράστηκε µε τους συναδέλφους του πριν ξεκινήσουν να παίζουν µουσική. Το µόνο σηµείο αναφοράς και έµπνευσης που θέλησε να έχουν ήταν η αίσθηση της ενέργειας του νερού. Οι τέσσερίς µουσικοί µαζεύτηκαν στο προσωπικό του στουντιο και ηχογράφησαν ζωντανά αυθόρµητες συνθέσεις και αυτοσχεδιασµούς. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, ο κάθε µουσικός έκανε ένα βήµα πίσω για να δώσει χώρο και να ακούσει τον άλλον, διαµορφώνοντας έτσι παράλληλα και το συνολικό ηχητικό περιβάλλον. Για κανένα από τα κοµµάτια δεν είχε γίνει κάποια σύνθεση πριν τη συγκεκριµένη συνάντηση και ηχογράφηση. Το αποτέλεσµα είναι ένα άλµπουµ από organic beats µε spiritual jazz vibes, άλλοτε εξερευνώντας µίξεις µε στοιχεία παραδοσιακής δηµοτικής µουσικής, άλλοτε δηµιουργώντας µια απόλυτα κινηµατογραφική ατµόσφαιρα.
Η µίξη έγινε σε µποµπίνες 2 ιντσών µε αναλογικό εξοπλισµό για την καλύτερη δυνατή ποιότητα στον ήχο.