Ο Σάκης Αμπατζίδης είναι ένας συνθέτης με έδρα τη Θεσσαλονίκη και πρόσφατα κυκλοφόρησε ψηφιακά τον δεύτερο δίσκο του. Ο τίτλος του, «Ουτοπίες», προέρχεται από το ομώνυμο τραγούδι, τη μουσική του οποίου είχαμε ακούσει στο προ πενταετίας ντεμπούτο του, "Restart", στο οποίο ακούγαμε μόνο ορχηστρικά κομμάτια. Σε αμφότερες τις δουλειές έχει συνεργαστεί με πολλούς σημαντικούς μουσικούς της πόλης - και όχι μόνο - προχώροντας φέτος και σε μελοποιήσεις στίχων. Τον ρωτήσαμε κάποια πράγματα για όλα αυτά, για τον χρόνο που περνά και για διάφορα άλλα που θα διαβάσετε παρακάτω.
MixGrill: Γεια σου Σάκη. Πού και πώς σε βρίσκουμε τώρα που αρχίζει το καλοκαίρι; Ο καινούργιος δίσκος κυκλοφόρησε περίπου πριν από τρεις εβδομάδες, πώς νιώθεις μέχρι τώρα;
Σάκης Αμπατζίδης: Γεια σας! Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, όπου ζω και εργάζομαι, και προσπαθώ να δω τι μέλλει γενέσθαι την επόμενη χρονιά, όσον αφορά στα επόμενα μουσικά μου σχέδια, αλλά και τις ζωντανές παρουσιάσεις της δουλειάς μου. Νιώθω αφενός χαρούμενος με τις συνεργασίες που είχα αυτή τη χρονιά και ικανοποιημένος από την κυκλοφορία του δίσκου, αλλά από την άλλη νιώθω και αρκετά προβληματισμένος και με μεγάλες αγωνίες για όσα συμβαίνουν γύρω μας, ειδικά τους τελευταίους μήνες.
MG: Ο προηγούμενος, πρώτος, δίσκος σου, βγήκε στα τέλη του 2017. Σκόπευες να κυκλοφορήσεις καινούργια μουσική νωρίτερα και σε καθυστέρησε η πανδημία;
Σ.Α.: Όχι, απλά η συγκυρία ήταν τέτοια που κατά τη διάρκεια της πανδημίας συγκέντρωσα το υλικό που χρειαζόμουν για να βγουν οι «Ουτοπίες».
MG: Οι περισσότεροι στίχοι στον δίσκο είναι της Μαρίας Παυλίδου. Πώς και πότε ξεκίνησε η συνεργασία σας;
Σ.Α.: Με τη Μαρία μας συνδέει μια κοινή πορεία ζωής πολλών πλέον χρόνων. Η πρώτη συνεργασία μας που βγήκε προς τα έξω ήταν το τραγούδι «Σταγόνες Στα Χείλη», που κυκλοφόρησε το 2019 σε ερμηνεία του Καίσαρα Κίκη. Ωστόσο, ανταλλάσσουμε υλικό και ιδέες εδώ και πολλά χρόνια και πειραματιζόμαστε ο καθένας με τους κώδικες του άλλου, εγώ με τους γλωσσικούς κώδικες της Μαρίας και η Μαρία με τους δικούς μου μουσικούς κώδικες, έχοντας την πολυτέλεια να μιλάμε ταυτόχρονα και από αισθητική άποψη την ίδια γλώσσα, αλλά και να διαφωνούμε ανοιχτά ανατροφοδοτώντας ο ένας τον άλλον.
MG: Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε πριν από τον δίσκο είναι το ομότιτλο, η μουσική του οποίου υπήρχε και στο ντεμπούτο σου που αποτελείται μόνο από ορχηστρικά κομμάτια. Οι στίχοι γράφτηκαν επί τούτω από τη Μαρία Παυλίδου ή ταίριαξαν στην πορεία;
Σ.Α.: Το τραγούδι «Ουτοπίες» είχε πράγματι κυκλοφορήσει σε ορχηστρική μορφή στον πρώτο μου δίσκο, το «Restart». Οι στίχοι γράφτηκαν πάνω σ’ αυτό το μουσικό θέμα με αφορμή την κυκλοφορία της νέας δισκογραφικής μου δουλειάς και με σκοπό να συμπεριληφθούν σε αυτήν, ως τραγούδι πλέον, με τον τίτλο «Ουτοπίες».
MG: Με ποιο κριτήριο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη μουσική σου ανάμεσα στα τόσα άλλα από το “Restart” για να ντυθεί με στίχους; Πώς βρέθηκε στον τίτλο του δίσκου; Αντιλαμβάνεσαι αυτά τα τραγούδια ως κομμάτια αναζήτησης κάποιας ουτοπίας;
Σ.Α.: Το συγκεκριμένο κομμάτι, παρότι έχει μια ιδιαίτερη δομή, ήταν από τα ορχηστρικά θέματα του πρώτου μου δίσκου που ένιωθα και ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο να το τραγουδάω, παρά το ότι δεν είχε λόγια. Εφόσον δε γράφω στίχους, συζήτησα με τη Μαρία τη σκέψη μου να ντυθεί στιχουργικά κι επικεντρωθήκαμε αρχικά, ως προς τη στιχουργική του ενδυμασία, στον τίτλο που είχε ήδη το κομμάτι και στην ατμόσφαιρα που έβγαζε η μουσική και η ενορχήστρωσή του. Κάπως έτσι προέκυψαν πολλές κοινές μας αναζητήσεις -αλλά και συζητήσεις- γύρω από την έννοια της ουτοπίας και της σημασίας της για τον καθένα μας και στη βάση αυτή δημιουργήθηκαν οι στίχοι. Σε έναν σημαντικό βαθμό θεωρώ ότι και η δισκογραφία στις μέρες μας είναι για τους δημιουργούς μια μορφή ουτοπικής αναζήτησης, οπότε διάλεξα και ολόκληρος ο δίσκος να πάρει το όνομα του τραγουδιού.
MG: Για τις ουτοπίες που μας κάνουν να προχωρούμε, όπως είπε ο Galeano, έχεις ξαναμιλήσει. Ένα άλλο θέμα που θίγεται είναι ο χρόνος που (δεν) έχουμε, στο «Ο Χρόνος Στη Χώρα Των Θαυμάτων. «Δεν προλαβαίνω / και δεν μου φτάνει μια ζωή να ζήσω όσα θέλω» λένε οι στίχοι της Παυλίδου. Πώς χειρίζεσαι αυτή την ανθρώπινη αδυναμία στη μουσική που ακούς, στο πώς δουλεύεις, στο πώς ζεις;
Σ.Α.: Νομίζω ότι στην καθημερινότητά μας πολλές φορές κυνηγάμε τον χρόνο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο χρόνος, η ζωή που τρέχει, που μας κυνηγάει για να ζήσουμε την κάθε στιγμή. Όταν λειτουργώ κυνηγώντας τον χρόνο, έχω την αίσθηση ότι τα κάνω όλα διεκπεραιωτικά και χωρίς την ουσιαστική μου συμμετοχή σε αυτά. Όποτε είμαι τυχερός και το συνειδητοποιώ αυτό, προσπαθώ να ξανακουρδίσω το ρολόι μου βάζοντας πάνω στο στεφάνι του, αντί για αριθμούς, πρόσωπα, βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις.
MG: Πέρα από στίχους της Παυλίδου, υπάρχουν και τραγούδια σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, της Μαρίας Πολυδούρη και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Λαπαθιώτης είναι ένας ποιητής που μελοποιείται τακτικά τα τελευταία χρόνια. Ως συνθέτης κρίνεις τον λόγο του εύκολο προς μελοποίηση;
Σ.Α.: Από συνθετική άποψη θα έλεγα ότι ο λόγος του Λαπαθιώτη ως προς την ποιητική του φόρμα δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας σε ρυθμικές και μελωδικές επιλογές, σε σύγκριση για παράδειγμα με τον λεγόμενο ελεύθερο στίχο στην ποίηση. Από εκεί και πέρα θεωρώ ότι δεν είναι θέμα ευκολίας ή δυσκολίας, αλλά θέμα ταύτισης με τον ποιητικό λόγο και συγκίνησης από αυτόν.
MG: Έχεις επιχειρήσει να μελοποιήσεις άλλους (παλαιότερους) ποιητές, εκτός της Πολυδούρη φυσικά; Θα έκανες έναν τέτοιο δίσκο στο μέλλον ή προτιμάς στίχους γραμμένους πιο κοντά στο σήμερα;
Σ.Α.: Υπάρχουν και κάποια άλλα ποιήματα που έχω μελοποιήσει παλαιότερα, αλλά δεν είμαι σίγουρος εάν θα βγουν ποτέ δισκογραφικά. Μου αρέσει πολύ η συνεργασία με στιχουργούς και η διαπροσωπική επαφή που υπάρχει για τη δημιουργία ενός τραγουδιού με στίχους που εκφράζουν τη σύγχρονη προσωπική αλήθεια τους, χωρίς να αποκλείω όμως και τη μελοποίηση ενός ποιήματος που θα μου αποκαλυφτεί σε μια ανύποπτη στιγμή. Δεν νομίζω ότι έχω κάποιο δίλημμα ανάμεσα σε στίχο που έχει γραφτεί από κάποιον σήμερα και σε κάποιο ποίημα του παρελθόντος. Σημασία έχει για μένα εάν αυτό που διαβάζω μου λέει κάτι και με κινητοποιεί συναισθηματικά.
MG: Πολλοί από τους συνεργάτες μουσικούς είναι κοινοί με τον προηγούμενο δίσκο σου. Τι διαφορετικό προσπάθησες να κάνεις σε συνθέσεις και ενορχήστρωση στην καινούργια δουλειά; Υπήρξαν ιδέες, συμμετοχές ή τραγούδια που απορρίφθηκαν και κρύβονται σε κάποιο συρτάρι;
Σ.Α.: Η γνωριμία, η φιλική σχέση και η συνεργασία μου τα τελευταία χρόνια με εξαιρετικούς μουσικούς είναι για μένα μια πηγή εμβάθυνσης στην τέχνη και στη ζωή, μέσω της ανταλλαγής εμπειριών μουσικών και μη. Ως εκ τούτου υπήρξε και η επιθυμία για συνεργασία με πολλούς από αυτούς στη δεύτερη αυτή δουλειά μου στο πλαίσιο των ενορχηστρωτικών αναγκών.
Όσον αφορά στις συνθέσεις τραγουδιών, αυτές έχουν εκ των πραγμάτων διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με τη σύνθεση ορχηστρικής μουσικής, γιατί προορίζονται για να τραγουδηθούν και πρέπει να ακολουθούν τη δομή και το περιεχόμενο των στίχων. Οι ενορχηστρώσεις των τραγουδιών από την άλλη πλευρά προέκυψαν όχι ως προσπάθεια για κάτι διαφορετικό σε σχέση με την προηγούμενη ορχηστρική δουλειά μου, αλλά ως μια συνειδητή επιλογή για χρήση ηχοχρωμάτων ακουστικών, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών που ταιριάζουν στο ύφος του κάθε τραγουδιού.
Αν και υπάρχουν πολλές ιδέες -ορχηστρικές και μη- στο συρτάρι μου, τα τραγούδια αυτά επιλέχτηκαν πριν από την ηχογράφηση για να ολοκληρωθούν οι «Ουτοπίες».
MG: Με τα samples και τα ηλεκτρονικά στοιχεία που ακούμε και στον δίσκο πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι; Υπάρχουν κάποιοι μουσικοί από αυτό το μετερίζι που μπορείς να πεις πως σε έχουν επηρεάσει, συνειδητά ή ασυνείδητα;
Σ.Α.: Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική για υπολογιστές έγινε το 1997 σε ένα εργαστήριο ψυχοακουστικής που λειτούργησε τότε στο Α.Π.Θ. Από τότε άρχισα να ασχολούμαι δειλά-δειλά με τη μουσική για υπολογιστή και γενικότερα την ηλεκτρονική μουσική, την οποία αργότερα σπούδασα σε βάθος στις πανεπιστημιακές μου σπουδές στη σύνθεση. Μεγάλη επίδραση εκείνη την εποχή είχαν και οι δίσκοι «Βραχνός Προφήτης» και «Αγρύπνια» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε ενορχήστρωση του εξαιρετικού συνθέτη και κιθαρίστα Μπάμπη Παπαδόπουλου, καθώς και ο δίσκος «Από 'δώ Και Πάνω» του Γιάννη Αγγελάκα με τους Επισκέπτες, με τα samples και τις λούπες του ανήσυχου και εφευρετικού ηχολήπτη και μουσικού Χρήστου Χαρμπίλα. Από ξένους δημιουργούς ηλεκτρονικής μουσικής, δεν ξέρω εάν με έχουν επηρεάσει συνειδητά ή ασυνείδητα, μπορώ όμως να πω ότι εκτιμώ τη δουλειά του Brian Eno, των Radiohead, του Amon Tobin, του Olafur Arnalds και του Keith Kenniff, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
MG: Στο εναρκτήριο «Άνοιξε Ξανά Τον Ουρανό» τα πνευστά δίνουν βαλκανικό τόνο ενώ αμέσως μετά στο «Ρωγμές» το κανονάκι του Βασίλη Ζιγκερίδη μάς πάει λίγο πιο ανατολικά. Πώς επηρεάζεσαι από τις παραδοσιακές μουσικές της γειτονιάς μας; Πιστεύεις υπάρχει κάποιο στοιχείο που λόγω βιωμάτων ή προτίμησης είναι εντονότερο στη μουσική σου ή αισθάνεσαι πιο κοντά σου;
Σ.Α.: Μεγάλωσα σε ένα αστικό περιβάλλον στη Θεσσαλονίκη στο οποίο είχα ποικίλα μουσικά ερεθίσματα, τόσο από την ελληνική όσο και από την ξένη μουσική σκηνή. Κατά την εφηβεία μου εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στη Λιβύη, όπου και μείναμε για πέντε χρόνια. Αυτή η διαμονή στο εξωτερικό, σε μια χώρα με πολύ διαφορετική κουλτούρα από τη δυτική και σε μια κρίσιμη ηλικιακά περίοδο της ζωής μου, θεωρώ ότι με επηρέασε και με διαμόρφωσε μουσικά. Εκεί ανακάλυψα, μελέτησα και αγάπησα πολλούς σημαντικούς συνθέτες και σχήματα που αγαπώ ακόμα και τώρα. Εκεί, επίσης, ανέπτυξα το ενδιαφέρον μου για την ενορχήστρωση και τη σύνθεση με ατέλειωτες ώρες ακρόασης και ενασχόλησης πάνω στα πλήκτρα. Λόγω και των ιδιαίτερων κοινωνικών δεδομένων εκεί, η μουσική ήταν ένας τρόπος διερεύνησης του κόσμου γύρω μου εκείνα τα χρόνια. Όλα αυτά τα βιώματα, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον μου για τις μουσικές του κόσμου, διαμόρφωσαν τον ήχο που ήθελα να έχει αυτός ο δίσκος.
MG: Πώς προέκυψε η ιδέα για το βίντεο από τις «Ουτοπίες», από όπου δημιουργήθηκε και το εξώφυλλο (σε σκηνοθεσία και γραφιστικά του Πάνου Ανδριανού); Σωστά μαντεύω πως είναι γυρισμένο στο Καλοχώρι; Κάτι με ωθεί να ρωτήσω αν είναι μόνο η ομορφιά του μέρους που οδήγησε στην επιλογή του ή αν αυτή η επιλογή πηγάζει και από αναμνήσεις της περιοχής από χρόνια περασμένα, όταν ήταν αρκετά διαφορετική.
Σ.Α.: Η ιδέα για το βίντεο προέκυψε από τους ίδιους τους στίχους του τραγουδιού, από τη σημασία τού να προχωράμε συνεχώς προς την αναζήτηση της ουτοπίας, κι επομένως προς τη διεκδίκηση των ιδανικών μας, ακόμη και αν ξέρουμε ότι μπορεί να μη μας βγάλει κάπου όλο αυτό. Το Καλοχώρι επιλέχθηκε ως μέρος για τα γυρίσματα από τον σκηνοθέτη του βίντεο, τον Πάνο Ανδριανό, με τη λογική τού να εξυπηρετεί ως σκηνικό τοπίο τη συνολική ιδέα που υπήρξε σε σχέση με την απόδοση του τραγουδιού σε βίντεο.
MG: Ο δίσκος κυκλοφορεί ψηφιακά από τη Formiggart. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Είχες σκεφτεί την αυτόνομη έκδοση, όπως είχες κάνει στο ντεμπούτο σου;
Σ.Α.: Η πρώτη επαφή με τη Formiggart έγινε μέσω του Πάνου Ανδριανού, που έχει κάνει τη σκηνοθεσία των βίντεο και τη γραφιστική επιμέλεια του δίσκου. Η Ζαμπία Καζάνα και η Κυριακή Αιλιανού, οι ψυχές της Formiggart, άκουσαν αρχικά τα κομμάτια και πίστεψαν σε αυτά. Από τις πρώτες μου επικοινωνίες μαζί τους ένιωσα ότι μοιράζομαι το έργο μου και την προσπάθεια για τον διαμοιρασμό του στον κόσμο με δύο ανθρώπους που αγαπούν πολύ τη μουσική και σέβονται ιδιαιτέρως τους δημιουργούς, αλλά και τους αποδέκτες των τραγουδιών, κάτι που με ώθησε στη συνεργασία μαζί τους, παρότι -πράγματι- αρχικά είχα σκεφτεί την αυτόνομη έκδοση.
MG: Με ζωντανές εμφανίσεις πώς σκοπεύεις να κινηθείς; Είστε πολλοί οι μουσικοί, με ένα σημαντικό μερίδιο να έχει έδρα στη Θεσσαλονίκη. Να περιμένουμε συναυλίες (μετά) το καλοκαίρι;
Σ.Α.: Μετά από δύο χρόνια αναγκαστικού εγκλεισμού, μού έλειψαν οι ζωντανές εμφανίσεις, τόσο ως ακροατής όσο και ως μουσικός. Για αρχή, σχεδιάζω το φθινόπωρο να παρουσιάσω τον δίσκο στη Θεσσαλονίκη, με όσο το δυνατόν περισσότερους συντελεστές γίνεται, και λίγο αργότερα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις με ένα πιο ευέλικτο σχήμα.
* Η φωτογραφία στο εξώφυλλο είναι της Σήλιας Καραβασίλη και αυτή στο εσωτερικό είναι της Αλεξάνδρας Παυλίδου.