Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα και κάπως παραξενεύτηκα από τις εικόνες που κυκλοφόρησαν από τις sold out συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Κατράκειο.
Εντυπωσιάστηκα γιατί είδα σχεδόν όλο το κοινό και όχι μόνο τις πρώτες σειρές των ανθρώπων, δηλαδή τους όρθιους (όπως συνηθίζεται), σε μια εκστατική διονυσιακή σχεδόν κατάσταση σε όλα τα τραγούδια της συναυλίας, ακόμα και σε αυτά που θεωρητικά δεν προσφέρονται π.χ. για έντονο χορό. Δεν είναι πάντως κάτι εντελώς παράλογο. Χωρίς να γνωρίζω ακριβώς τι συμβαίνει, η διαίσθησή μου το αποδίδει σε δύο βασικούς παράγοντες.
Ακόμα κι έτσι μου είναι λίγο δύσκολο να αντιληφθώ και να εξηγήσω αυτόν τον διονυσιασμό (sic) που προκαλεί η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Βέβαια η μουσική είναι ένα τελείως υποκειμενικό πράγμα και προκαλεί στον καθένα διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις, αλλά δεν νιώθω - παρότι θαυμαστής της μουσικής του - ότι η πλειοψηφία των τραγουδιών του Παπακωνσταντίνου μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια έκρηξη ενέργειας. Πιο πολύ μου βγάζει μια εσωστρεφή αίσθηση γαλήνης, μια μελαγχολία και μια διάθεση για ταξίδια με το μυαλό, παρά μια τάση να χτυπιέμαι και να χοροπηδάω πάνω κάτω σαν το κατσίκι. Αλλά ξαναλέω γούστα είναι αυτά.
Πάντως βλέποντας και ξαναβλέποντας αυτές τις εικόνες από τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου αλλά και από αρκετές ακόμα συναυλίες κατάλαβα σίγουρα και ένιωσα στο πέτσι μου έστω και από την οθόνη μου, ότι κυριαρχεί μια συλλογική ανάγκη για ξεφάντωμα άνευ όρων και ήταν κάτι που πραγματικά δεν το είχα αντιληφθεί. Φαίνεται ότι αυτή η κλεισούρα, η εσωστρέφεια του καιρού της πανδημίας έχει δώσει τη θέση της σε μια διάθεση που κινείται στο τελείως άλλο άκρο κι όσο κι αν με γοητεύει με έναν τρόπο, άλλο τόσο με φέρνει σε κάπως άβολη θέση.
Εν κατακλείδι αυτή η διάθεση του κόσμου έχει γίνει ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή το φετινό καλοκαίρι, καθώς όλοι οι συναυλιακοί χώροι είτε μικροί, είτε μεγάλοι γεμίζουν ασφυκτικά παρά τη δεδομένη οικονομική στενότητα που υπάρχει. Οι συναυλίες φέτος πέρα - ίσως και πάνω - από το αμιγώς μουσικό τους σκέλος, μοιάζουν σαν μια αφορμή να ξανασυναντηθούμε, να θυμηθούμε τι είχαμε χάσει και να πιάσουμε το νήμα από την αρχή.