Βαθμολογία:
7
Παρότι ξεκίνησε στη δισκογραφία ως ερμηνευτής («Συνήθως» το 2015, «Μη Με Ρωτάς Αν Είναι Έρωτας» το 2016, σε μουσική Λίας Βίσση και στίχους Ελένης Ξένου αμφότερα), ο Ανδρέας Παπαδήμας βρήκε τον εαυτό του στη συνθήκη του τραγουδοποιού. Αυτό φάνηκε καθαρά όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Τα Όνειρά Μου Έχουν Βγει» (Μετρονόμος, 2017), στο οποίο υπέγραφε τους στίχους, τις μελωδίες και την ερμηνεία όλων των τραγουδιών.
Ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα κατάθεση εκείνη, έστω κι αν έφερε ευδιάκριτα και κάποιες αδυναμίες, από εκείνες που εντοπίζονται συχνά σε παρθενικά άλμπουμ. Ο Παπαδήμας εμφανίστηκε ως ένας ικανός δημιουργός, που κρατά αποστάσεις από εύκολες συνταγές, και που μπορεί να κινηθεί με την ίδια άνεση σε ετερόκλητους χώρους: από τον επικολυρισμό τύπου Μίκη Θεοδωράκη ως τη ροκ μπαλάντα, με την ποπ ευαισθησία ως ενδιάμεση στάση.
Έξι χρόνια χρειάστηκε να περάσουν για να επιστρέψει με νέα δουλειά ο Παπαδήμας –μεσολάβησε μόνο το «Οδός Του Αύριο», στα τέλη του ’20, με ερμηνεύτρια την Άντζυ Σαμίου. Μέσα σε αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα περιμένει κανείς ο καλλιτέχνης να έχει εξελιχθεί: να έχει αναθεωρήσει πράγματα, να έχει βρει καλύτερα τα πατήματά του, να έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση, να έχει αναπτύξει τις ικανότητές του. Αυτών ακριβώς των γεγονότων γινόμαστε μάρτυρες ακούγοντας τα δέκα κομμάτια του «Στο Πριν Και Στο Μετά», που κυκλοφορεί ψηφιακά, αλλά και σε 100 CD, από την B-otherSide Records.
Εμφανίζεται, λοιπόν, σαφώς ωριμότερος εδώ ο τραγουδοποιός, πετυχαίνοντας να πλέξει αρτιότερα τις μελωδίες με τις λέξεις του, και να μιλήσει συνολικά πιο εύστοχα για τα θέματα που τον απασχολούν. Αλλά και υφολογικά, τον βλέπουμε να «κλείνει» τη βεντάλια των στιλ που χρησιμοποιεί, χωρίς το οικοδόμημά του να χάνει –αντίθετα, κερδίζει αισθητά. Είναι το ποπ στοιχείο που επικρατεί ως βασικό αυτή τη φορά, κρατώντας διάφορες προσμίξεις βέβαια, και θυμίζοντας -τηρουμένων των αναλογιών- παραγωγές του Νίκου Αντύπα ή του Στάμου Σέμση.
Σημαντικός παράγοντας για το τελικό αποτέλεσμα είναι το ότι μαζί με τον Παπαδήμα έχουν στο μεταξύ εξελιχθεί και οι συνεργάτες του. Ο Μιχάλης Ασίκης (πλήκτρα, προγραμματισμός, ενορχήστρωση) και ο Νίκος Χρονόπουλος (τύμπανα, μίξη, mastering, παραγωγή), που τον είχαν συνδράμει και στον προηγούμενο δίσκο, στρώνουν εδώ έναν φροντισμένο, λιτό και αποτελεσματικό ήχο, έχοντας μάθει καλύτερα τα κόλπα της «δουλειάς», αλλά και έχοντας αντιληφθεί σε περισσότερο βάθος τι ταιριάζει στη φωνή του Παπαδήμα.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ένα άλμπουμ που στέκεται πολύ καλά, με τραγούδια ακομπλεξάριστα, μελωδικά, και ιδιαίτερα κολλητικά. Από το εναρκτήριο «Είπα Όχι» κιόλας, γίνονται σαφείς οι αρετές της συλλογής, και οι εντυπώσεις κερδίζονται σταθερά στη συνέχεια, κυρίως με τα «Η Νύχτα Ξέρει» (ένα ωραίο, σχεδόν λαϊκοπόπ, ντουέτο με την Ιωάννα Κωτσαρέλη), «Τι Γελάς;», “Lamza” (συμπαθέστατος ο ανεπιτήδευτος τρόπος του Παπαδήμα στο... μιλητό), «Νομίζω Ότι Θα ‘ρθεις». Μιλώντας για υπαρξιακά, αλλά και κοινωνικά ζητήματα, ο καλλιτέχνης βρίσκει δρόμους προς τον ακροατή, χάρη στη ζυγισμένη, μετρημένη στάση του, και στην ιδιαίτερη φωνή του, που έχει έναν αέρα κλασικού τραγουδιστή, αλλά χωρίς τον στόμφο και το αχρείαστο -στο δεδομένο πλαίσιο- «μεγαλείο».
Οπωσδήποτε, υπάρχουν και στιγμές όπου το όλο πράγμα δεν κυλάει με την ίδια ομαλότητα. Το «Έφτιαξα Το Βήμα Μου», ας πούμε, είναι κάπως αδέξιο, και μοιάζει να κουβαλά τα ελαττώματα του προηγούμενου δίσκου· το «Πρωινό Αντίο», επίσης, είναι μια κάπως αδύναμη μπαλάντα· και το ορχηστρικό «Ήχος Σιωπής», που κλείνει τον δίσκο, δείχνει ότι προς το παρόν θα είναι καλύτερα ο Παπαδήμας να παραμείνει στα χωράφια του τραγουδιού. Αδυνατίζουν το στίγμα του άλμπουμ οι τρεις αυτές συνθέσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κακές.
Συνοψίζοντας, το δεύτερο άλμπουμ του Ανδρέα Παπαδήμα είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια, που χτίζει στέρεα επί όσων είχαν επιτευχθεί στην προηγούμενη. Εκτιμώντας το πώς εκείνο το «πριν» εμφανίζεται εδώ αυγατισμένο, και την απόλαυση που εισπράττεται τώρα, οφείλουμε να κρατήσουμε τις κεραίες μας τεντωμένες για το όποιο –όποτε- «μετά».