Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά κάποτε όλα σχεδόν τα lifestyle περιοδικά, ακόμα και αν δεν ήταν αμιγώς μουσικά, είχαν μία στήλη με προτεινόμενους δίσκους. Στη στήλη ενός gaming περιοδικού γνώρισα πρώτη φορά την Monika (κατά κόσμον Μόνικα Χριστοδούλου) το 2008, όταν ο συντάκτης μάς παρότρυνε σχεδόν επιτακτικά να ακούσουμε το ντεμπούτο της "Avatar". Τα χρόνια πέρασαν και η τότε 23χρονη φοιτήτρια Μαθηματικών έγινε πλέον μια γνωστή καλλιτέχνιδα, που μετρά αρκετούς δίσκους και ακόμα περισσότερες εμφανίσεις σε stages, στάδια και τελετές. Κυρίως, όμως, μετρά εκατοντάδες στιγμές, πάντα με επίκεντρο τη μουσική. Μια πορεία άκρως ενδιαφέρουσα, ακόμα και στις πιο άνισες στιγμές της. Για όλα αυτά κουβεντιάσαμε, λίγο πριν τη δω ζωντανά για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη.
MixGrill: Καλησπέρα, Μόνικα, και σε ευχαριστούμε προκαταβολικά για την κουβέντα! Καθώς έψαχνα πληροφορίες για σένα, σε έκανα εικόνα στο μυαλό μου παιδί, να συζητάς με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε αφενός τι απάντηση έδινες τότε, αφετέρου πώς θα αντιδρούσες αν με έναν μαγικό τρόπο μάθαινες τι επιφύλασσε για σένα η ζωή τελικά.
Monika: Καλησπέρα και από μένα! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έλεγα πως δεν ξέρω τι δουλειά θα κάνω, πάντως με κάποιον τρόπο ονειρευόμουν να αφήσω ένα στίγμα. Κατέληξα να σπουδάζω μαθηματικά γιατί υπάρχουν παντού, οπότε θεώρησα πως κάπως θα μου δείξουν τον δρόμο μου επαγγελματικά, και ταυτόχρονα έπαιζα μουσική σε ροκ μπάντες της Αθήνας. Αν δεν ήταν η μουσική, σίγουρα θα ήταν κάποια άλλη τέχνη να εξισορροπεί τον ακαδημαϊκό μου δρόμο.
M.G.: Γεννήθηκες στην Αθήνα, αλλά λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων έκανες ένα “tour” σε μικρές ελληνικές πόλεις: Κόρινθος, Λαμία, Καρπενήσι. Πολλές οι μετακινήσεις και αναρωτιόμουν αν μπορούμε να βρούμε και σε αυτές κάποια συνεισφορά στην προσωπικότητα και την καλλιτεχνική σου περσόνα, με τον ίδιο τρόπο που συνεισέφερε π.χ. η Αμερική (στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω).
M.: Όλα τα κουβαλάω μέσα μου, δεν ξεχνώ τίποτα κι εκτιμώ την κάθε εμπειρία, εικόνα, ανθρώπους που μου χάρισαν όλοι οι τόποι στους οποίους έζησα. Νιώθω σαν να έχω ζήσει πολλές διαφορετικές ζωές που μόνο η μουσική μπορεί να τις συνδέσει. Οι περισσότεροι κοιτάζουν φωτογραφίες για να θυμηθούν, εγώ ακούω τραγούδια και απευθείας μεταφέρομαι στην όποια εποχή αναπολώ.
M.G.: Τι μουσικά ακούσματα θα πετύχαινε κανείς αν ερχόταν σε μια γιορτή στο σπίτι σου; Ή τι είδους καλλιτέχνες θα έβρισκε στη δισκοθήκη σας;
M.: Πάμπολλα! Beatles παντού, Queen, Smashing Pumpkins, Oasis, James, R.E.M., Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μπέλλου, Coldplay, Ennio Morricone, Danny Elfman, Curtis Mayfield, Menahan Street Band, Sia, Daft Punk.
M.G.: Ο αδερφός σου Θανάσης ασχολείται με τη μουσική και τα πρώτα σας βήματα τα κάνατε μαζί στους Serpentine. Οι γονείς σου έχουν κι αυτοί μουσική παιδεία, ενώ με προτροπή του πατέρα σου γράφτηκες στη Φιλαρμονική Καρπενησίου. Μήπως υπήρξαν στιγμές που όλες αυτές οι ασταμάτητες αναφορές στη μουσική σε «μπούκωσαν» και σε έκαναν να έχεις δεύτερες σκέψεις για το αν θα κινηθείς στα μονοπάτια της;
M.: Όχι, καθόλου. Ίσα-ίσα, από την οικογένειά μου εισέπραττα πάντοτε μια αίσθηση ευφορίας σε ό,τι αφορούσε τη μουσική. Οι μουσικές στιγμές ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές μας: τα πάρτι των γονιών μου με τους φίλους τους να τραγουδάνε όλοι μαζί, τα ταξίδια με το αυτοκίνητο ακούγοντας Simon & Garfunkel, οι συναυλίες στο Ηρώδειο και σε άλλα φεστιβάλ ήταν στιγμές που έβλεπα τους γονείς μου να χαμογελούν και να ξεχνούν τα προβλήματα της καθημερινότητας.
M.G.: Και φτάνουμε στα τέλη των 00s, με το ντεμπούτο σου “Avatar” το 2008 αλλά και το “Exit”, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα. Αναρωτιόμουν πώς ήταν για μία 23χρονη το να διαχειριστεί όλο αυτό το buzz γύρω από το όνομά της, ειδικά όταν πολλοί εναπόθεσαν πάνω της τις ελπίδες για τη «διεθνοποίηση» του αγγλόφωνου indie στην Ελλάδα τότε.
M.: Ήμουν χαρούμενη γιατί ζούσα τη νεότητά μου μέσα σε έναν υπέροχο μουσικό κόσμο γεμάτο ενδιαφέροντες ανθρώπους, ταξίδια. Γελούσαμε πολύ. Είχα άγχος, αλλά εμένα με οριοθετεί το άγχος, με ξυπνάει, με σπρώχνει να κάνω πράγματα ακόμα και την τελευταία στιγμή. Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο παρά μόνο να διατηρήσω την πηγαία αγάπη μου για τη μουσική και να τη μοιράζομαι με όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα. Αυτό κάνω και τώρα. Πήγα και στο εξωτερικό κι αυτό που είδα είναι ότι παντού οι άνθρωποι ίδιοι είμαστε. Διψάμε για συναίσθημα και λίγη επικοινωνία με το συνάνθρωπό μας, κάποιον να μας καταλάβει. Αναζητούμε κάτι να μας ταξιδέψει βαθιά μες στην ψυχή μας ή μακριά, ψηλά στ’ αστέρια. Μόνο αν κάποιος αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει μπορεί να προσφέρει αυτή τη χαρά στους γύρω του αλλά και στον ίδιο τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει επιτυχία για μένα.
M.G.: Πριν δέκα χρόνια έκανες την απόπειρα να βγεις στο εξωτερικό, και μάλιστα στην Αμερική, με την οποία έχτισες προσωπικούς και μουσικούς δεσμούς. Πώς σε άλλαξε αυτό το κεφάλαιο μουσικά αλλά και σαν άνθρωπο; Τι κρατάς από εκείνα τα χρόνια;
M.: Πράγματι. Άλλη μια καινούργια ζωή έχτισα εκεί, κέρδισα απίστευτους φίλους και μαθήματα μουσικής παραγωγής...
M.G.: Υπήρξε, όμως, κάποιος άνθρωπος, άσημος ή διάσημος, του οποίου τα λόγια να κράτησες σαν «πυξίδα» όταν βρισκόσουν στην Αμερική ή και πίσω στην Ελλάδα;
M.: Ο Homer Steinweiss είναι ο μέντοράς μου και η αδελφή ψυχή μου. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε νιώσαμε ότι είχαμε μεγαλώσει «μαζί» αλλά σε διαφορετικές χώρες. Ταξιδέψαμε οι δυο μας σε πολλές πολιτείες της Αμερικής και ανταλλάξαμε πολλές μουσικές γνώσεις και τραγούδια. Ο Andrew Wyatt επίσης ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο έκανα αμέτρητες συζητήσεις για τη μουσική βιομηχανία, την ιστορία των μουσικών που θαυμάζουμε και γενικά δεθήκαμε πολύ ως φίλοι και συνεργάτες - πήγα στο εξοχικό του στο Vermont, ήρθε Ελλάδα δυο τρεις φορές, πήγαμε σε κάποια νησιά και πριν λίγα χρόνια κάναμε κι ένα ωραίο road trip στην Πελοπόννησο, όπου εκεί τα μουσικά ακούσματα στο δρόμο ήταν πανεπιστήμιο για μένα. Φοβερές ανακαλύψεις!
M.G.: Πώς προέκυψε η μετάβαση από τη μελαγχολική folk-pop των δύο πρώτων σου άλμπουμ σε μία πιο κεφάτη funk-ντίσκο δουλειά, έτσι όπως τη βιώσαμε στο “Secret In The Dark” του 2014;
M.: Μάλλον απλά. Ανακάλυψα τον Bobby Womack, Earth Wind and Fire και ταυτόχρονα ένα παλιό ξεχασμένο πλήκτρο του πατέρα μου με έτοιμες ντίσκο λούπες!
M.G.: To 2019 έφερε μια ίσως ακόμα μεγαλύτερη στροφή, αφού με το άλμπουμ «Ο Κήπος Είναι Ανθηρός» στράφηκες για πρώτη φορά σε ελληνικό στίχο και σε μία γενικότερη αισθητική παλιού ελληνικού τραγουδιού, εκπροσωπούμενη μάλιστα από μία μεγάλη δισκογραφική. Υπήρξε ποτέ φόβος ότι η επιλογή του ελληνικού στίχου και του συγκεκριμένου label θα αποξενώσει ό,τι έχεις χτίσει με όρους fanbase και αναγνωρισιμότητας;
M.: Αυτό είναι το λάθος μου. Ότι δεν σκέφτομαι πώς θα φανεί στον κόσμο. Με νοιάζει μόνο η ίδια η μουσική. Μου άρεσε αυτό που έγραψα, το ηχογράφησα και το κυκλοφόρησα - τόσο απλά. Τους έχω μπερδέψει όλους, αλλά τι να κάνω; Συνεχίζω με ό,τι λέει η καρδιά μου.
M.G.: Εντωμεταξύ, τα πράγματα ήρθαν έτσι τα επόμενα χρόνια, που (έμοιαζε σαν να) κλήθηκες κάπως να εκπροσωπήσεις το παρελθόν της Ελλάδας σε διάφορες στιγμές: τραγούδι για το 1821 (“Ellas 21”), παρουσία στο Ζάππειο για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., ερμηνεία στα εγκαίνια για τον νέο φωτισμό του Καλλιμάρμαρου. Υπήρξαν πράγματι στιγμές που ένιωσες ότι πρέπει συνειδητά να εκπροσωπηθεί (και) η Ελλάδα μέσα από τη μουσική σου ή παρέμεινες πιστή στο να φτιάχνεις μουσική μόνο για σένα και όλα αυτά απλώς προέκυψαν;
M.: Όχι, ούτε καν. Πάλι με τον ίδιο τρόπο, έγραψα κάτι που αισθάνθηκα εκείνη την περίοδο, με συγκίνησε γιατί μόλις είχα γυρίσει από Αμερική κι ένιωθα μεγάλη υπερηφάνεια για τη χώρα μου, σε όλα της τα επίπεδα -δεν συγκρίνεται η Ελλάδα, είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου. Κι έτσι, καθαρά εσωτερικά και προσωπικά, έγραψα ένα τραγούδι για τη χώρα μου και το κυκλοφόρησα, μιας και αυτός είναι ο σκοπός, να τα μοιράζομαι με τον κόσμο. Αλλά δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να μεταφραστεί σε κάτι άλλο. Η μουσική μου ποτέ δεν έχει σκοπό να εκφράσει κάτι παραπάνω πέραν της συγκίνησης και των συναισθημάτων που νιώθω εγώ προσωπικά μέσα μου. Όλα τα άλλα προκύπτουν ως φυσική συνέχεια της κυκλοφορίας των τραγουδιών και της διάστασης που ίσως παίρνει η προβολή τους.
M.G.: Ας έρθουμε τώρα στο νέο σου άλμπουμ με τίτλο “Proud”, που κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη. Τόσο αυτό όσο και το «Ο Κήπος Είναι Ανθηρός» συγκροτούνται από μία αισθητική που θα μπορούσε να παραπέμπει και σε μουσική υπόκρουση για κάποια θεατρική παράσταση ή ταινία. Ούτως ή άλλως, έχεις γράψει μουσική και για τα δύο είδη («Μαμά – Η Ζωή Είναι Αγρίως Απίθανη», “The Lost Daughter”). Μπορούμε πλέον να λέμε ότι το cinematic στοιχείο είναι αδιάσπαστο στοιχείο της Monika; Πιστεύεις ότι θα σε ξαναδούμε ποτέ σε δουλειές με πιο «αφαιρετική» υφολογική κατεύθυνση;
M.: Ναι, ναι, έχω γράψει μουσική πλέον σε πάρα πολλές παραστάσεις, καλό θα ήταν να κυκλοφορήσει κι ένας δίσκος με όλες αυτές τις μουσικές. Μεγάλωσα με όμορφες κινούμενες εικόνες. Σκέφτομαι κινηματογραφικά, γράφω κινηματογραφικά. Υπάρχει μια ελευθερία σε όλο αυτό. Δεν ακολουθώ κανόνες, γράφω με τη φωνή μου κι όπου με βγάλει. Το "Proud" είναι ένας δίσκος που πιστεύω πως συνδυάζει όλο μου το μουσικό ταξίδι μέχρι τώρα. Έχει ρυθμό, μελωδίες, συγκίνηση και χορευτικές στιγμές.
M.G.: Χατζιδακικές επιρροές και δυτικότροπη ντίσκο, εσωστρέφεια και αυτοπεποίθηση, Ζάππειο και Eurovision, Ηρώδειο και Fuzz. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την πορεία σου. Φοβήθηκες ποτέ μήπως η καλλιτεχνική σου ταυτότητα χαθεί κάποια στιγμή μέσα στις τόσες -φαινομενικά ετερόκλητες- επιλογές;
M.: Καθόλου. Όταν κρατώ σαν γνώμονα τη μουσική και όχι την προσωπική μου προβολή ή οτιδήποτε άλλο, ξέρω ότι μπορώ να προχωρώ άφοβα. Αρκεί να παραμείνει πηγαία η μουσική μου έκφραση και να μπορώ να στηρίζω το κάθε project με όλη μου την καρδιά.
M.G.: Και κλείνουμε με την επερχόμενη εμφάνισή σου στη Θεσσαλονίκη, η οποία, όπως και η αντίστοιχη πρόσφατη στο Fuzz, εστιάζει αποκλειστικά στις αγγλόφωνες δουλειές σου. Αυτό επικυρώνει το ότι, μετά τους πειραματισμούς του «Κήπου» και του “The Lost Daughter”, επιμένουμε… αγγλικά από εδώ και πέρα, όπως δήλωσες σε άλλη συνέντευξη πρόσφατα;
M.: Χε, χε, ποιος ξέρει! Μάλλον στα αγγλικά νιώθω πιο ελεύθερη, πατάω γερά. Έτσι νιώθω.
M.G.: Ωραία, λοιπόν. Πριν σε ευχαριστήσουμε πολύ για το χρόνο σου, θα ήθελες να μας πεις τι να αναμένει ο κόσμος που θα έρθει να σε δει στο Θέατρο Κήπου;
M.: Έρχομαι με μία καταπληκτική μπάντα, με πολλή όρεξη και σας θέλω έτοιμους για όλα. Σας αγαπώ πολύ, Θεσσαλονίκη μου…
Η Monika έρχεται στη Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Κήπου την Τρίτη 27 Ιουνίου για μία συναυλία παρουσίασης του νέου της άλμπουμ "Proud" αλλά και άλλων κομματιών της, σε ένα αμιγώς αγγλόφωνο πρόγραμμα. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.